Τίποτε απολύτως δεν τους ενδιαφέρει. Τους ακούσατε ποτέ να μιλάνε για καινοτομία, για ψηφιακή επανάσταση, για δίκτυα, για ταχύτητα, για τεχνητή νοημοσύνη, για δια βίου μάθηση, για κοινωνίες των γνώσεων; Όχι. Όλες οι παραπάνω έννοιες τους αφήνουν παγερά αδιάφορους.
Το μόνον που τους ενδιαφέρει είναι τα δανεικά, η συντήρηση του στρατού κατοχής στο Δημόσιο και ο χλευασμός της νοημοσύνης κάθε σκεπτόμενου Έλληνα. Δυστυχώς δε, οι τελευταίοι δεν είναι πολλοί στη χώρα μας και οσονούπω θα είναι ακόμα λιγότεροι. Κάπου 400.000 την έκαναν τα πέντε τελευταία χρόνια -και πολύ καλά έπραξαν.
Έτσι, η σημερινή Ελλάδα, παρά την απίθανη ανεργία, δεν διαθέτει επαρκές ανθρώπινο δυναμικό στους τομείς της υψηλής τεχνολογίας και της εξειδίκευσης. «Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, που αποθαρρύνει νέες επενδύσεις και ταυτοχρόνως απωθεί δυνητικούς επενδυτές από το εξωτερικό. Εταιρείες που θα μπορούσαν να φέρουν τεχνογνωσία στην Ελλάδα δεν έρχονται, γιατί γνωρίζουν ότι δεν θα βρουν τα στελέχη που θέλουν», τονίζει η κυρία Βενετία Κουσία, πρώην πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της Manpower Group.
Προσθέτει δε ότι, πέρα από τη φυγή φαιάς ουσίας, η έλλειψη στελεχών σε συγκεκριμένους τομείς πηγάζει από το αγεφύρωτο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας. Χάσμα που, ως γνωστόν, ιδεοληπτικές και οπισθοδρομικές δυνάμεις θέλουν να συντηρούν, γιατί αυτό βολεύει φτηνά συμφέροντά τους και εξυπηρετεί γελοίες ιδεολογικές τους προσεγγίσεις. Αυτές οι δυνάμεις, εξάλλου, από χρόνια τώρα καλλιεργούν και τροφοδοτούν έναν χρόνιο παρασιτισμό από τον οποίο αντλούν χρήμα και προνόμια, ακόμα και εις βάρος των παιδιών τους.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της σκοτεινής από κάθε πλευρά πραγματικότητας, η ελληνική κοινωνία, με κάποιες εξαιρέσεις βέβαια, είναι ανίκανη να παράγει χρήσιμες ιδέες και να βρίσκει λύσεις στα πραγματικά της τρέχοντα προβλήματα.
Υπό το βάρος έτσι των παθογενειών που το πολιτικό σύστημα εξέθρεψε, η κοινωνία πνίγεται και, αντί να ξεστραβώνεται, ψάχνει για φανταστικούς εχθρούς. Κυρίως δε στον χώρο αυτών που τη βοηθούν να στέκεται ακόμη όρθια. Αν αυτό δεν είναι συλλογικός παραλογισμός, τότε περί τίνος πρόκειται; «Έχουμε να κάνουμε με μία εκπληκτική περίπτωση παιδισμού», τονίζει ο φιλόσοφος κ. Στέλιος Ράμφος.
«Και όχι μόνον», προσθέτει ο έγκριτος οικονομολόγος κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου. Κατά την άποψή του, τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών της κοινής γνώμης (με θέματα που εκτείνονται μέχρι το εύλογο ερώτημα αν μας ψεκάζουν και με τι), όχι μόνον έρχονται να επιβεβαιώσουν συμπεράσματα που είχαν εξαχθεί από ανάλογες έρευνες παλαιότερα, αλλά δίνουν και τη δυνατότητα -μέσω μίας «ανάγνωσης σε δεύτερο επίπεδο»- να απαντηθεί πληρέστερα το ερώτημα γιατί η Ελλάδα συνεχίζει να ταλαιπωρείται με μνημόνια, ενώ άλλες χώρες που εισήλθαν σε ανάλογες δεσμεύσεις σε μεταγενέστερο χρόνο από αυτήν έχουν ήδη εξέλθει.
Η απάντηση που προκύπτει έχει δύο σκέλη: Πρώτον, διότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει αντιληφθεί τον λόγο για τον οποίο εισήλθε στη βαθιά κρίση στην οποία βρίσκεται και, δεύτερον, διότι (ως συνέπεια και του πρώτου) ούτε καν φαντάζεται ότι ο μόνος τρόπος για να βγει από αυτήν είναι μέσα από δικές της προσπάθειες, με τις δικές της δυνάμεις, έστω και αν παράλληλα χρησιμοποιεί τη βοήθεια των εταίρων.
«Το δεύτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής στάσης απέναντι στην κρίση είναι η πλήρης, σχεδόν αυτιστική, αδυναμία για μία ενδογενή, εθνική αντίδραση. Προκύπτει φυσιολογικά από το πρώτο χαρακτηριστικό, δηλαδή από την κυριαρχία της παρασιτικής συνιστώσας της κοινωνίας μας, αλλά και την ταυτόχρονη συλλογική άρνηση να θεωρηθεί ο παρασιτισμός ως νοσηρό φαινόμενο.
Πρόκειται βεβαίως για κάτι εντελώς φυσιολογικό, εάν σκεφτεί κανείς ότι επί δεκαετίες η πολιτική πρόταση που αναδεικνυόταν και υποστηριζόταν ήταν εκείνη που κατέτεινε στη δημιουργία του πελατειακού κράτους, στον παρασιτισμό και στη διαφθορά. Ως εκ τούτου, η αναπόφευκτη νομοτέλεια της φυσικής επιλογής έχει επιφέρει την απονέκρωση όλων των λειτουργιών κοινωνικής αυτοσυντήρησης και τον πρόωρο μαρασμό όλων των πραγματικά προοδευτικών πολιτικών και ιδεολογικών δυνάμεων που θα προσπαθούσαν να επικεντρώσουν την προσπάθεια της κοινωνίας στη δημιουργία και την παραγωγή -δηλαδή, σε δραστηριότητες που θα την καθιστούσαν αυτόνομη και αυτοδύναμη», γράφει ο κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου.
Φέρνει έτσι στο προσκήνιο ένα κρίσιμο και κυριολεκτικά δραματικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό του τρόπου ζωής και συμπεριφορών, που οι κοινωνίας συνθέτουν καταστάσεις οι οποίες τις οδηγούν στην παρακμή και τη διαρθρωτική κατάρρευση. Και η τελευταία είναι στο προσκήνιο για έναν πολύ απλό λόγο: Καμία κοινωνία δεν μπορεί να επιβιώνει όταν δαπανά περισσότερα από αυτά που δημιουργεί και παράγει. Ασφαλώς δε, δεν θα βγει ποτέ από την κρίση, αν δεν κατανοήσει πλήρως ποιο είναι το πρόβλημά της.
Η κρίση συνεχίζεται λοιπόν για τους δύο παραπάνω λόγους. Πρώτον, διότι οι Έλληνες επιμένουν να επιχειρούν να ζήσουν με περισσότερα από όσα δημιουργούν, εις πείσμα κάθε λογικής και πραγματικότητας, και, δεύτερον, διότι εξαιτίας αυτής της επιμονής τους αναζητούν ξανά και ξανά (ακόμη και μετά τα Ζάππεια και τις Θεσσαλονίκες) τους νέους εκείνους πολιτικούς ταγούς που θα καταφέρουν τελικά να τους βοηθήσουν να υλοποιήσουν την επιθυμία τους.
Με τον τρόπο αυτόν, βεβαίως, σκιαμαχώντας με φανταστικές παγκόσμιες συνωμοσίες και διαπλανητικές επιβουλές, οι Έλληνες, σαν τους υπνοβάτες που περπατούν ανάμεσα σε γκρεμούς, ακραγγίζουν την καταστροφή τους.
Ενώ θα έπρεπε να ζουν και να συμπεριφέρονται με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο: όχι για τον εαυτό τους, αλλά για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.