Η Ελλάδα έχει συμπληρώσει 37 έτη ως μέλος της Ε.Ε., από τα οποία τα τελευταία 15 και ως μέλος της ΟΝΕ. Έχει βιώσει επομένως καταλυτικές επιπτώσεις από αυτή τη συμμετοχή στις τρεις βασικές πτυχές της οικονομικής πολιτικής που συνιστούν τα εργαλεία με τα οποία μια οικονομία μπορεί να επηρεαστεί: τη δημοσιονομική, τη νομισματική και τη συναλλαγματική.
Έτσι, η ελληνική οικονομία μπορούσε μέχρι το 2002 να ασκήσει αυτόνομη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, ανεξάρτητα αν η επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχτ υπαγόρευαν την άσκησή τους με τρόπο που να εναρμονίζεται με την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.
Στη συνέχεια και αφότου το νόμισμά της έγινε το ευρώ, η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική έγιναν αρμοδιότητες της ΕΚΤ και χάθηκαν ως εργαλεία οικονομικής πολιτικής για την ελληνική οικονομία.
Από την άλλη πλευρά, η δημοσιονομική πολιτική ήδη μετά το 1991, οπότε ίσχυσαν τα γνωστά αυστηρά κριτήρια του Μάαστριχτ, έπρεπε να είναι περιοριστική, ώστε το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα να μην υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ότι στην προηγούμενη δεκαετία οι ελληνικές κυβερνήσεις οδήγησαν τα μεγέθη σε εκτροχιασμό, με την ευρωπαϊκή επιτροπή να αδυνατεί να αποτρέψει τις εξελίξεις που οδήγησαν στην εκρηκτική αύξηση του δημόσιου χρέους και την έναρξη της εφαρμογής των μνημονίων μετά το 2010.
Σήμερα, που η ελληνική οικονομία έχει συμπληρώσει μια πολυετή περίοδο ύφεσης και υποχρεώνεται στην άσκηση μιας εξαιρετικά περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής με στόχο την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, συνεχίζει να μην υποβοηθείται από μια χαλαρή νομισματική πολιτική όπως οι άλλες χώρες της ευρωζώνης, καθώς η μη ολοκλήρωση των αξιολογήσεων δεν επιτρέπει την εφαρμογή της ποσοτικής χαλάρωσης στα ελληνικά ομόλογα, ενώ τα ελληνικά επιτόκια δεν έχουν καμία σχέση με τα μηδενικού ύψους ευρωπαϊκά, ελέω βέβαια του γνωστού country risk.
Φυσικά δε, μην έχοντας εθνικό νόμισμα, δεν μπορεί να εφαρμόσει πολιτική βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω υποτίμησης, παρά μόνο μέσων πολιτικών αποπληθωρισμού, δηλαδή εσωτερικής υποτίμησης περιουσιακών στοιχείων και συντελεστών παραγωγής (μισθών κυρίως).
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, ποια ή ποιες από τις τρεις συνιστώσες της οικονομικής πολιτικής μπορεί να ενεργοποιηθεί ώστε να υποβοηθηθεί η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση, αφού χωρίς ένα τέτοιο μείγμα και η πλέον τολμηρή πρόοδος των διαρθρωτικών αλλαγών θα είναι ατροφική.
Γιατί είναι φανερό ότι και οι πιο τολμηρές ενέργειες που θα έκαναν φιλικότερο το επιχειρηματικό περιβάλλον πρέπει να συνδυαστούν με βελτιωμένες συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος, θεμελιώδης προϋπόθεση για την επανεκκίνηση της οικονομίας, ώστε να είναι σε θέση να δρομολογήσει εκ νέου πολιτική νέων δανειοδοτήσεων προς ιδιώτες και επιχειρήσεις. Καθώς σήμερα μόνο επιχειρηματικοί κολοσσοί, ιδιωτικοί ή κρατικοί μπορούν να αγνοήσουν την ύπαρξη μιας ατροφικής δημοσιονομικής πολιτικής και την ανυπαρξία νομισματικής που οδηγεί σε χρηματοδοτική αδυναμία, στην απόφασή τους να επενδύσουν στην Ελλάδα. Γι’ αυτό άλλωστε τα ονόματα που έχουν έλθει ή σχεδιάζουν να έλθουν στη χειμαζόμενη ακόμη ελληνική οικονομία είναι μόνο τέτοια (στα λιμάνια, στην ενέργεια, στα ξενοδοχεία για παράδειγμα).
Ας δούμε την καθεμία χωριστά. Και πρώτα τη συναλλαγματική πολιτική, που πρακτικά σημαίνει ότι εγκαταλείπεται το ευρώ και εισάγεται η νέα δραχμή. Οι συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής, όπως έχουν ήδη αναλυθεί από πολλούς οικονομολόγους, είναι απαγορευτικές για τη χώρα μας. Οι βασικοί λόγοι είναι ότι νέα δραχμή που για πρακτικούς λόγους θα ξεκινήσει από ισοτιμία 1 προς 1 με το ευρώ, θα υποστεί άμεσα μεγάλη πίεση και θα οδηγηθεί συντομότατα σε ραγδαία υποτίμηση, ακόμη και αν μας δοθούν δεκάδες δισ. ευρώ για να τη στηρίξουμε.
Αυτό θα είναι το αποτέλεσμα της ραγδαίας επιδείνωσης του εμπορικού ισοζυγίου καθώς η αναιμική παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να παράγει επαρκείς ποσότητες διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών για εξαγωγές σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ και η κοστολόγησή τους δεν θα οδηγεί σε ανταγωνιστικές τιμές εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησης από τις διαρκώς ανατιμώμενες εισαγόμενες πρώτες ύλες.
Επιπλέον, οι ελλείψεις πλειάδας προϊόντων λόγω της αυξημένης ζήτησης και της συστηματικής απόκρυψής τους, θα οδηγήσουν σε πληθωρισμό με πιθανότατα καλπάζοντα ρυθμό.
Ταυτόχρονα, καθώς το χρέος θα παραμείνει σε ευρώ, θα εκτοξευθεί η σχέση του ως προς το ΑΕΠ και θα οδηγηθούμε άμεσα σε χρεοκοπία.
Με τέτοια δεδομένα, η πτωχοποίηση ευρέων κοινωνικών στρωμάτων θα προσλάβει δραματικό χαρακτήρα, αισθητά χειρότερο από την ήδη δυσμενή σημερινή κατάσταση μέσα σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα. Σε αντιστάθμισμα, το κράτος θα έχει τη δυνατότητα να δαπανά οποιαδήποτε ποσά, χωρίς ωστόσο αυτό να βελτιώνει την κατάσταση, καθώς η αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων αυτών που θα τα λαμβάνουν θα εξανεμίζεται ταχύτατα. Θα χρειαστεί να υπάρξει ειδικού τύπου βοήθεια για να αποφευχθούν τα παραπάνω, σενάριο που ξεφεύγει από την παρούσα ανάλυση (π.χ. άμεση βοήθεια από άλλη μεγάλη χώρα).
Δεύτερο ενδεχόμενο είναι η άσκηση νομισματικής πολιτικής. Αυτή είδαμε μπορεί να επανέλθει ως εργαλείο αυτόνομης λειτουργίας μόνο με την επανεισαγωγή εγχώριου νομίσματος, δηλαδή κάτω από προϋποθέσεις που επιφέρουν αρνητικές εξελίξεις. Με τη διατήρηση του ευρώ, τέτοια δυνατότητα προσφέρεται μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης ή με τους άλλους μηχανισμούς που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που ασκεί τη νομισματική πολιτική για λογαριασμό των χωρών της Ευρωζώνης.
Ηδη, στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει διοχετευθεί σημαντική ρευστότητα με διάφορους τρόπους, με την προσκόμιση τίτλων και μέσω του ELA (Emergency Liquidity Assistance). Όμως η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης προϋποθέτει την εκπλήρωση των όρων που θα κλείσουν την αξιολόγηση.
Έτσι, η Ελλάδα δεν μπορεί να αντλήσει κάποια επιπλέον δισ. ευρώ που υπό τις σημερινές περιστάσεις χαμηλού βαθμού εμπιστοσύνης για το τραπεζικό σύστημα θα ήταν βαθιά ανάσα. Δεν θα άλλαζαν ωστόσο δραστικά τα δεδομένα του τραπεζικού συστήματος καθώς το κενό ανάμεσα σε δάνεια και καταθέσεις ξεπερνά τα 80 δισ. ευρώ, το κλείσιμο του οποίου απαιτεί δραστική βελτίωση των συνθηκών εμπιστοσύνης, εξέλιξη από την οποία απέχουμε ακόμη παρασάγγας…
Το τρίτο ενδεχόμενο είναι εκείνο της δημοσιονομικής πολιτικής. Παρά την εξαιρετικά σφιχτή πολιτική που μας έχει επιβληθεί με στόχους υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, συνιστά τη μόνη ενδεχόμενα επιλογή μας. Με ποιο τρόπο; Με τη διεκδίκηση ενός «άλλου επενδυτικού προγράμματος» αφού με ακαθάριστη συνολική επένδυση ύψους 19,4 δισ. ευρώ σε σύνολο ΑΕΠ ύψους 184,5 δισ. ευρώ για το 2016 είμαστε καταδικασμένοι στη στασιμότητα, ενόσω μάλιστα το σημερινό δραματικά αρνητικό επιχειρηματικό περιβάλλον αποτρέπει τις ξένες επενδύσεις, που άλλωστε ποτέ δεν ήταν ψηλές στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση.
Αναφέρομαι σε επενδυτικό πρόγραμμα στοχευμένων υποδομών που θα ενσωματωθεί στο ΠΔΕ (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων), που να μπορεί να χρηματοδοτηθεί με ομόλογα ειδικού σκοπού (project bonds) από ευρωπαϊκούς πόρους, με τη σχετική δαπάνη να μην προσμετράται στο δημοσιονομικό έλλειμμα!
Μια διαδικασία που προϋποθέτει το κλείσιμο της αξιολόγησης για να διεκδικηθεί και ασφαλώς μια διαφορετική κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με τη σημερινή, όπου η δημοσιονομική πειθαρχία οφείλει να είναι απαραβίαστη και η απόκλιση από το έλλειμμα-στόχος να επιφέρει ποινές από την Commission. Είναι ωστόσο η μόνη επιλογή που δημιουργεί τις προϋποθέσεις υπέρβασης της υπεροκταετούς οικονομικής ύφεσης, οδηγώντας στη συνέχεια και τον ιδιωτικό τομέα σε σημαντικές επενδυτικές πρωτοβουλίες για την ελληνική οικονομία, που έτσι θα εισέλθει πάλι σε τροχιά αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης.
Πρόκειται για μια διαδικασία που παραπέμπει σε σημαντικό βαθμό στη διαδικασία άντλησης κονδυλίων μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων που έγινε τις προηγούμενες δεκαετίες, οδηγώντας σε άντληση πόρων πάνω από 160 δισ. (ΜΟΠ, ΚΠΣ και ΕΣΠΑ Ι-ΙΙ-ΙΙΙ κοκ). Τώρα όμως καλούμαστε να καταρτίσουμε συγκροτημένο μεσομακροπρόθεσμο σχεδιασμό που να επικεντρώνει στις αναγκαίες υποδομές με έμφαση στον τομέα των αστικών αναπλάσεων και σε δραστηριότητες με το κατάλληλο συγκριτικό πλεονέκτημα, με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και τη χρήση σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων για την άντληση των κεφαλαίων που σήμερα κυριολεκτικά λιμνάζουν στις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Αρκεί να μνημονευθεί ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες ανακατάθεσαν στην ΕΚΤ 1,1 δισ. ευρώ στο πλαίσιο της ασκούμενης ποσοτικής χαλάρωσης τα τελευταία 2,5 χρόνια, καταβάλλοντας μάλιστα 3,6 δισ. (στο -0,4% είναι το επιτόκιο!) καθώς διενήργησαν πιστοδοτήσεις ύψους 169 δισ. ευρώ μόνο, ενώ δέχθηκαν και νέες καταθέσεις 802 δισ. (Καθημερινή 8/3/2017) .
Τα λεφτά υπάρχουν λοιπόν και πρέπει να ενεργήσουμε κατάλληλα για να τα διεκδικήσουμε, επικεντρώνοντας εκεί και μόνο τις προσπάθειές μας!
*Ο Δημήτρης Τζάνας είναι οικονομολόγος και Σύμβουλος Επενδύσεων
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.