Με βασική προϋπόθεση ότι η ελληνική οικονομία θα κάνει βήματα προόδου και δεν θα μείνει στάσιμη ή θα οπισθοδρομήσει, οι ελληνικές τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν επιτυχώς μια σειρά προκλήσεων που συνδέονται με τη μακροχρόνια ύφεση, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, είτε με μεγάλες αλλαγές που έρχονται στην τραπεζική αγορά παγκοσμίως. Σήμερα και τα επόμενα χρόνια, η κρισιμότερη πρόκληση είναι η μείωση των υπολοίπων των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η κρίση έχει συσσωρεύσει περίπου 110 δισ. μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σχεδόν το 50% του συνόλου. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμευτεί έναντι των εποπτικών αρχών (ΤτΕ και SSM) να τα μειώσουν κατά 40 ποσοστιαίες μονάδες (κάτω από 70 δισ. ευρώ) έως το τέλος του 2019. Ειδικά για το 2017 το συνολικό απόθεμα πρέπει να μειωθεί κατά 10 δισ. ευρώ. Παρότι οι στόχοι είναι φιλόδοξοι, υπάρχει η βούληση, η τεχνογνωσία, τα κεφάλαια, οι προβλέψεις και το ανθρώπινο δυναμικό για να επιτευχθούν.
Μαγικές ή οριζόντιες λύσεις για τα κόκκινα δάνεια δεν υπάρχουν. Πρόκειται για σύνθετο πρόβλημα που απαιτεί σαφή σχεδιασμό, προσήλωση στην επίτευξη των στόχων και συνδυασμό μιας σειράς διαφορετικών μακροχρόνιων βιώσιμων λύσεων ανά περίπτωση, όπως: αναδιαρθρώσεις, μερική άφεση χρέους όπου είναι εφικτή, ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και πωλήσεις δανειακών χαρτοφυλακίων.
Η εξομάλυνση της διαδικασίας διαχείρισης απαιτεί τη χρήση όλων των απαραίτητων μέσων, συμπεριλαμβανομένων και των πλειστηριασμών. Παρότι οι πλειστηριασμοί έχουν γίνει σχεδόν «απαγορευμένη λέξη», είναι γνωστό ότι πρόκειται για ένα νομικό μέσο που προϋπήρχε της κρίσης και είχε εφαρμογή επί δεκαετίες στη χώρα μας και παντού στον κόσμο.
Στην πραγματικότητα, μακριά από σκόπιμες γενικεύσεις ή απλουστεύσεις διαφόρων που έχουν προκαλέσει τον φόβο σε πλήθος δανειοληπτών ότι κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους, πρόκειται για το έσχατο μέσο από πλευράς τραπεζών.
Έχει στόχο, κατά κύριο λόγο, τον εντοπισμό και περιορισμό των συνειδητά ασυνεπών και στρατηγικών κακοπληρωτών. Επομένως, το ζήτημα των πλειστηριασμών, που δεν ξεπερνούν ετησίως τις 6.000, πρακτικά αφορά κυρίως έχοντες που αρνούνται να πληρώσουν και όχι όσους βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία.
Στη Eurobank έχουμε δεσμευθεί ότι θα πετύχουμε τους στόχους που θέσαμε, με όρους κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας και όχι με οριζόντια μέτρα αδιακρίτως.
Υπάρχει ήδη ένα επαρκές νομικό και θεσμικό πλαίσιο που προστατεύει την πρώτη κατοικία. Ο νόμος Κατσέλη και ο Κώδικας Δεοντολογίας που εφαρμόζεται από το τέλος του 2015 αποτελούν πέπλο προστασίας για τον συνεργάσιμο δανειολήπτη. Στόχος μας είναι να προστατευτούν οι δανειολήπτες που πραγματικά προσπαθούν να είναι συνεπείς και εκείνοι που αντικειμενικά δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Θέλω να σημειώσω ότι αυτή η κατηγορία δανειοληπτών είναι που επιδιώκουν τη συνεργασία με την τράπεζα και ανταποκρίνονται θετικά στην επικοινωνία μαζί τους.
Μπορώ να διαβεβαιώσω κατηγορηματικά ότι οι δανειολήπτες που αντιμετωπίζουν πραγματικό οικονομικό πρόβλημα δεν μένουν αβοήθητοι. Όμως οφείλουμε όλοι να κατανοήσουμε ότι δεν μπορούμε να ανεχόμαστε τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Εκτιμάται ότι αυτοί αποτελούν περίπου το 20% των δανειοληπτών με δάνεια σε καθυστέρηση συνήθως άνω των 300.000 ευρώ, στη συντριπτική πλειονότητά τους έχουν σημαντική οικονομική επιφάνεια, εντός και εκτός Ελλάδος, και, βάσει του Ε9, εμφανίζονται κάτοχοι περισσότερων του ενός ακινήτων. Κατά κανόνα πρόκειται για δανειολήπτες που εκμεταλλεύονται την κρίση και την πραγματική αδυναμία πολλών άλλων, για να διασώσουν τις μεγάλες προσωπικές τους περιουσίες, πολλές φορές εις βάρος ανθρώπων που απασχολούν ως εργαζόμενους, εις βάρος των φορολογουμένων, εις βάρος του τραπεζικού συστήματος και μεταθέτοντας τις υποχρεώσεις τους στο κοινωνικό σύνολο.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ΤτΕ (2016), μία στις έξι επιχειρήσεις (17%) εμφανίζει χαρακτηριστικά στρατηγικού κακοπληρωτή. Επιχειρήσεις με υψηλό δανεισμό ή χαμηλή αξία εξασφαλίσεων ή υψηλή κερδοφορία είναι πιθανότερο να εμφανιστούν ως στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Το μπλοκάρισμα κάθε πλειστηριασμού, χωρίς κανένα κριτήριο, δεν αποτελεί πρωτοβουλία υπέρ του κοινωνικού συνόλου, όπως επιχειρείται να παρουσιαστεί. Δεν εξετάζεται, για παράδειγμα, αν ένας πλειστηριασμός αφορά βιομηχανικό ακίνητο ή υπόχρεο με μεγάλη ακίνητη περιουσία. Με μια απλοϊκή οπτική, οι αντιδράσεις κατά των πλειστηριασμών δημιούργησαν την αίσθηση ότι προστατεύουν αδύναμους, όμως στην πραγματικότητα δεν εξυπηρετούν τον σκοπό που φέρονται να υπηρετούν.
Η αλήθεια είναι ότι το μπλοκάρισμα των πλειστηριασμών εντείνει την κοινωνική αδικία, αφού τύποις και ουσία, επιτρέπει στους στρατηγικούς κακοπληρωτές να ενεργούν εις βάρος των συνεπών, των καταθετών και του κοινωνικού συνόλου.
Παράλληλα «δυναμιτίζει» μακροπρόθεσμα τη στεγαστική ενυπόθηκη πίστη, καταργώντας την έννοια της εξασφάλισης, με σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στο μέλλον, καθώς θα στερήσει τη δυνατότητα σε νέες οικογένειες να αποκτήσουν δική τους κατοικία.
Το σύστημα των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, που ήδη εφαρμόζεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες στη βάση αυστηρών κριτηρίων, διασφαλίζει μεγαλύτερη διαφάνεια και το αδιάβλητο των διαδικασιών, δεδομένου ότι δεν παρεμβάλλονται εξωγενείς παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν είτε τη διαδικασία, είτε το αποτέλεσμα.
Κανένα τραπεζικό σύστημα στον κόσμο δεν μπορεί να λειτουργήσει με τον δείκτη των δανείων σε καθυστέρηση να φτάνει στο 50%! Πρόκειται για ένα εξωφρενικά υψηλό ποσοστό, που δεν είναι απλώς τροχοπέδη, είναι εν δυνάμει βόμβα για μια οικονομία. Αν δεν λυθεί αποτελεσματικά, θα είναι αδύνατο να αποκατασταθεί η πλήρης χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, η ανάπτυξη, η δημιουργία θέσεων εργασίας και προοπτικών απασχόλησης στη χώρα μας για τους νέους.
* Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Eurobank. Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο «Βήμα».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.