«Οι καταστροφολόγοι μπερδεύτηκαν για άλλη μια φορά φέτος», σχολίασε ο Simon Nixon σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στη Wall Street Journal. Όπως έγραψε, παρά την ηχηρή ήττα του Ματέο Ρέντσι στο δημοψήφισμα, το ευρώ υποχώρησε αλλά μετά ανέκαμψε, ενώ τα ιταλικά ομόλογα και οι μετοχές των τραπεζών μετά βίας κινήθηκαν. Άλλα περιουσιακά στοιχεία, επίσης δεν επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Ο αρθρογράφος εκτιμά πως ένας από τους λόγους γι’ αυτή την αντίδραση ήταν το γεγονός πως οι αγορές είχαν προβλέψει την ήττα του Ρέντσι. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι το δημοψήφισμα, όπως και το δημοψήφισμα για το Brexit και οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές, δεν αλλάζει κάτι από μόνο του. Οι πολιτικές συνέπειες σίγουρα θα ακολουθήσουν τις αποφάσεις αυτές, αλλά είναι νωρίς να πούμε ποιες θα είναι αυτές οι συνέπειες και οι αγορές θα περιμένουν να τις αξιολογήσουν.
Ωστόσο, ο κύριος λόγος που η Ευρώπη δε βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε αναταραχή, σύμφωνα με τον Nixon, είναι ότι τα προβλήματα της Ιταλίας, προς το παρόν αναμένεται να περιοριστούν στην Ιταλία. Επιπλέον, πρόκειται για παλιά ζητήματα που είναι γνωστά και τα οποία αντανακλούν μια μακρόχρονη κρίση εγχώριας διακυβέρνησης.
Τα προβλήματα της Ιταλίας έγιναν εμφανή τα χρόνια μετά την προσχώρηση της χώρας στο ευρώ, όταν δεν μπορούσε πλέον να βασιστεί στις υποτιμήσεις για να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της με τη Γερμανία. Αυτές οι υποτιμήσεις απέκρυπταν σοβαρά προβλήματα στο οικονομικό της μοντέλο: στον κόσμο των τεσσάρων ελευθεριών, οι υψηλοί φόροι της Ιταλίας, η εκτεταμένη γραφειοκρατία, το ανεπαρκές δικαστικό σύστημα και οι μη ευέλικτες αγορές εργασίας και προϊόντων, έκαναν τη χώρα μη ανταγωνιστική. Αυτό με τη σειρά του έφερε περιορισμένες επενδύσεις, μειούμενη παραγωγικότητα και αδύναμη έως ανύπαρκτη ανάπτυξη.
Ο αρθρογράφος επισημαίνει πως η Ιταλία δεν είναι η μοναδική χώρα της οποίας το οικονομικό μοντέλο εκτέθηκε με την παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά είναι μεταξύ των χωρών που άργησαν να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις. Κράτη όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Κύπρος, τα οποία έχουν κάνει τις πιο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρόνοιας, το τραπεζικό τους σύστημα και τις αγορές εργασίας και προϊόντων, έχουν σημειώσει και την ισχυρότερη ανάκαμψη. Η ήττα του Ρέντσι μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί αναποδιά για τις μελλοντικές οικονομικές προοπτικές της Ιταλίας, τουλάχιστον διότι οι συνταγματικές αλλαγές που πρότεινε είχαν σχεδιαστεί για να εξαλείψουν ένα μέρος των θεσμικών και πολιτικών εμποδίων στις μεταρρυθμίσεις, αν και αυτό μένει να το δούμε.
Αλλά αυτό που έχει γίνει σαφές τα επτά τελευταία χρόνια, είναι ότι μια κρίση σε μια χώρα της ευρωζώνης εξαπλώνεται σε ολόκληρο το μπλοκ μόνο όταν απαιτεί συλλογική απάντηση από τις ευρωπαϊκές χώρες. Και αυτό συμβαίνει γιατί η ίδια η διακυβέρνηση της ευρωζώνης δεν επιτρέπει την αποτελεσματική λήψη πολιτικών αποφάσεων. Το κοινό νόμισμα άντεξε αρκετές «επιθανάτιες εμπειρίες», εν μέσω αναζήτησης αντίδρασης στις επαναλαμβανόμενες ελληνικές κρίσεις, μέχρι τη δημιουργία των δικών του κεφαλαίων διάσωσης που έφερε μια κάποια σταθερότητα. Αλλά τα τελευταία λίγα χρόνια, τα σοβαρά ελαττώματα στη διακυβέρνηση έχουν επισκιαστεί από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο έχει στηρίξει τις αγορές κυβερνητικών ομολόγων και έχει πάρει από τις κυβερνήσεις την πίεση για δύσκολες αποφάσεις.
Στην πραγματικότητα, κάποιοι φορείς χάραξης πολιτικής φοβούνται ότι η ικανότητα της ευρωζώνης να αναλάβει σοβαρή, αποφασιστική πολιτική δράση, είναι αυτή τη στιγμή πιο αδύναμη από ποτέ. Ήδη φέτος, το κοινοβούλιο της Βαλονίας στο Βέλγιο παραλίγο να εκτροχιάσει τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου της ΕΕ με τον Καναδά, ενώ ένα δημοψήφισμα στην Ολλανδία μπλόκαρε μια οικονομική και εμπορική συμφωνία με την Ουκρανία.
Στο μεταξύ, η αυξανόμενη ισχύς των λαϊκίστικων κομμάτων στα εθνικά κοινοβούλια, περιορίζει το πολιτικό εύρος για δράση, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πράγμα που θα μπορούσε να καταστήσει την ευρωζώνη πιο σταθερή. Για χρόνια, η ΕΕ έχει αυτοπαρηγορηθεί στην ιδέα ότι έπειτα από μια κρίση προχωρά μόνο μπροστά. Αλλά αυτό, όχι μόνο είναι ένας μη ικανοποιητικός τρόπος να κυβερνήσεις το οτιδήποτε, αλλά ενδέχεται πλέον να μην ισχύει.
Από αυτή την άποψη, η πιο άμεση δοκιμασία για την ικανότητα της ευρωζώνης να παίρνει αποφάσεις δεν είναι η Ιταλία, αλλά η Ελλάδα, υποστηρίζει ο Nixon. Η Ιταλία θα γίνει πρόβλημα της ευρωζώνης μόνο αν αναγκαστεί να ζητήσει αρωγή από εκεί, το οποίο δείχνει απίθανο καθώς η ΕΚΤ συνεχίζει να αγοράζει τα ομόλογά της. Αλλά ο κίνδυνος μιας νέας ελληνικής κρίσης είναι πραγματικός, εκτός κι αν η ευρωζώνη μπορέσει να βρει έναν τρόπο να «σπάσει» το μακρόχρονο αδιέξοδο μεταξύ Ελλάδας, Γερμανίας και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επάνω στην επόμενη φάση της ελληνικής διάσωσης.
Η ευρωζώνη δεν θα ξέρει πόση ελάφρυνση χρέους χρειάζεται η Ελλάδα, μέχρι η Αθήνα και οι πιστωτές της να συμφωνήσουν στους μακροπρόθεσμους στόχους για τον προϋπολογισμό, καθώς και στις πολιτικές που χρειάζονται για να επιτευχθούν αυτοί. Αν δεν συμφωνηθεί κάτι άμεσα, πριν η ευρωζώνη εισέλθει στον παρατεταμένο κύκλο εθνικών εκλογών που έρχεται, η επόμενη ευκαιρία μπορεί να μην προκύψει πριν το καλοκαίρι. Και η Ελλάδα μέχρι τότε πιθανώς θα αντιμετωπίζει και πάλι πρόβλημα ρευστότητας, υπονομεύοντας το πρόγραμμα διάσωσης.
Όπως καταλήγει ο αρθρογράφος, «κανείς δε θέλει άλλο ένα αποτυχημένο ελληνικό πρόγραμμα», ιδιαίτερα καθώς η γεωπολιτική σημασία της χώρας αυξάνεται. Ωστόσο κάποιοι αξιωματούχοι δυσκολεύονται να βρουν τρόπους επίλυσης της κατάστασης. Και αν η ευρωζώνη δυσκολευτεί να επιλύσει τις διαφορές της στο θέμα της Ελλάδας, τι λέει αυτό για την ικανότητα του μπλοκ, αν χρειαστεί, να βοηθήσει την Ιταλία;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.