Από το 2010, ο Ζακ Αταλί -γνωστός οικονομολόγος, τραπεζίτης και σύμβουλος του Γάλλου πρώην προέδρου Φρανσουά Μιτεράν- προειδοποιεί ότι, έτσι όπως εξελίσσεται η κρίση του δημόσιου χρέους, ανοίγει τον δρόμο προς την καταστροφή.
Στο δε βιβλίο του με τίτλο Παγκόσμια Κατάρρευση σε 10 Χρόνια (εκδ. Παπαδόπουλος), αναρωτιέται: «Μήπως καταστρέφουμε τα παιδιά μας;», προσθέτοντας ότι στις μέρες μας παρόμοιο ερώτημα δεν θα μπορούσε να τεθεί πιο επιτακτικά.
«Ποτέ άλλοτε, εκτός από την περίοδο ενός ολοκληρωτικού πολέμου, το δημόσιο χρέος των ισχυρότερων κρατών του κόσμου δεν υπήρξε τόσο υψηλό. Ποτέ άλλοτε οι κίνδυνοι που εγκυμονεί το χρέος αυτό για το επίπεδο ζωής και το πολιτικό σύστημα των κρατών αυτών δεν ήταν τόσο απειλητικοί. Ίσως το θέμα αυτό να φαίνεται άχαρο -να μοιάζει να αφορά μόνον "τεχνοκράτες"-, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι.
Πρόκειται για το μέλλον μας. Στη Γαλλία, συγκεκριμένα, εάν η αύξηση του δημόσιου χρέους δεν ανακοπεί το συντομότερο δυνατό, το μόνο που θα μπορέσει να κάνει ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας καθ' όλη τη διάρκεια της θητείας του θα είναι να εφαρμόσει μία πολιτική λιτότητας. Για την επόμενη δεκαετία, ολόκληρη η χώρα και οι Γάλλοι πολίτες θα υφίστανται τις συνέπειες της απερισκεψίας της δεκαετίας που αφήνουμε πίσω μας».
Αυτά τόνιζε το 2010 ο Ζακ Αταλί και σήμερα η πραγματικότητα στη χώρα του τον επιβεβαιώνει. Όπως, βεβαίως, επιβεβαιωτική των απόψεών του είναι και η ελληνική κρίση χρέους, η οποία επιπροσθέτως συνοδεύεται και από το πολύ επικίνδυνο φαινόμενο της «διαρθρωτικής κατάρρευσης». Δηλαδή, από την παραγωγική αδυναμία της οικονομίας μας να εξυπηρετεί το χρέος της χωρίς δανεισμό. Αυτό, όμως, είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα, που δεν αφορά το παρόν σημείωμα.
Τι συμβαίνει λοιπόν με τον παγκόσμιο δανεισμό και πόσο επαληθεύσιμες είναι οι απόψεις και προβλέψεις ενός οικονομολόγου που μπορεί να βλέπει πιο μακριά και χωρίς παρωπίδες; Η συνολική απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι ο κόσμος, παρά τα γεγονότα, δεν παύει να παραμένει εξαρτημένος από το χρέος. Σαφώς δε, όλα δείχνουν ότι αυτή η εξάρτηση έχει πάρει πλέον τον χαρακτήρα εθισμού -φαινόμενο που επίσης λέει πολλά από μόνο του.
Κακή συνήθεια;
Μήπως πρόκειται για κακή συνήθεια; Γιατί όχι, απαντούν τα γεγονότα, που ως γνωστόν είναι πεισματάρικα.
Οκτώ χρόνια έχουν πλέον περάσει από τότε που τα στεγαστικά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης (τα αμερικανικά subprimes) άρχισαν να στραβώνουν κατά τρόπο καταστροφικό -και όμως, οι επιπτώσεις από την κρίση του χρέους δεν παύουν να εκδηλώνονται γύρω μας. Όπως δείχνει πρόσφατη έκθεση του McKinsey Global Institute, το ίδιο συμβαίνει και με το χρέος: όχι μόνο συνεχίζει να βρίσκεται γύρω μας αλλά μάλιστα αβγαταίνει.
Το χρέος σε παγκόσμια κλίμακα έχει σημειώσει, κατά το διάστημα 2007 έως σήμερα, αύξηση κατά 60 τρισεκατομμύρια δολάρια -δηλαδή ποσοστιαία αύξηση 5,3% ετησίως.
Δεν πρόκειται για ποσοστό δραματικά χαμηλότερο από το 7,3% ετησίως, που ήταν ο ρυθμός αύξησης του χρέους την περίοδο 2000-2007, η οποία είχε ευρύτερα θεωρηθεί φάση πιστωτικής απογείωσης. Αν κανείς εξαιρέσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, διαπιστώνει ότι ούτε μία οικονομία δεν κατόρθωσε να περιορίσει τον λόγο χρέους/ΑΕΠ της. Υπάρχουν, μάλιστα, 14 χώρες όπου ο λόγος αυτός αυξήθηκε κατά περισσότερες από 50 ποσοστιαίες μονάδες.
Ίσως δε η εξέλιξη αυτή να είναι και ο προάγγελος μίας νέας κρίσης, η οποία ήδη εκκολάπτεται. Βέβαια, όπως επισημαίνει το Εκόνομιστ, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. της Ιρλανδίας, η αύξηση αυτή απλώς αντανακλά το γεγονός ότι το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα κατέληξε να εγγράφεται στα βιβλία του Δημοσίου, ως εκ της διάσωσης των τραπεζών με δημόσιους πόρους. «Μία μετακίνηση του χρέους από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα αποτελεί εν μέρει θετική εξέλιξη, καθώς οι κυβερνήσεις μπορούν να δανείζονται φθηνότερα από ό,τι οι εταιρείες ή οι ιδιώτες. Εφόσον διαθέτουν δε δικό τους νόμισμα, μπορούν σχετικά απλά να αυξάνουν τους ισολογισμούς τους.
Εξάλλου, η ύπαρξη υψηλότερου χρέους δεν αποτελεί κατ' ανάγκην και πρόβλημα: Tο χρέος αποτελεί χρήσιμο τρόπο ώστε πιστωτές και δανειζόμενοι να απλώνουν τη ρευστότητά τους στον χρόνο. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, η αύξηση των επιπέδων δανεισμού μπορεί κάλλιστα να αποτελεί ένδειξη ότι η οικονομία περνάει σε ένα πιο πολύπλοκο ώριμο στάδιο. Ακόμη και σε μία ανεπτυγμένη οικονομία, δεν υπάρχει αληθινά επίπεδο πάνω από το οποίο το χρέος να θεωρείται αναγκαστικά "υπερβολικά υψηλό"», αναφέρει το βρετανικό περιοδικό.
Κάθε νόμισμα, ωστόσο, έχει δύο όψεις και από την κατάσταση αυτή δεν μπορεί να μένει εκτός η οικονομία. Το υψηλό χρέος έχει επιπτώσεις. Και μία από τις σημαντικότερες είναι η επίδρασή του και σε άλλα οικονομικά μεγέθη.
Ως γνωστόν, στις ανεπτυγμένες οικονομίες μεγάλο μέρος του χρέους βρίσκεται εγγυημένο με βάση ακίνητα.
Συνεπώς, όταν οι τιμές γίνονται πτωτικές, χάνουν τόσο οι πιστωτές όσο και οι δανειζόμενοι. Όταν έχουμε πιστωτική επέκταση, οι ιδιοκτήτες ακινήτων μπορούν να δεχθούν υψηλότερες τιμές αυτών των στοιχείων ενεργητικού. Τότε, η αυξανόμενη ζήτηση πιέζει τις τιμές ακόμη ψηλότερα, πράγμα που κάνει τις τράπεζες ακόμη πιο πρόθυμες να δανείζουν.
Προκύπτουν έτσι οι περίφημες «φούσκες των ακινήτων», οι οποίες τελικώς πλήττουν τους πιο αδύναμους και αφελείς. Έτσι, σήμερα, παρά την οδυνηρή αμερικανική εμπειρία, σύμφωνα με την McKinsey, σε επτά χώρες συνεχίζει να υπάρχει ευαισθησία σε ενδεχόμενη κατάρρευση του τομέα των κατοικιών: στην Αυστραλία, στον Καναδά, στη Μαλαισία, στην Ολλανδία, στη Νότιο Κορέα, στη Σουηδία και στην Ταϋλάνδη.
Ένα δεύτερο πρόβλημα με τα υψηλά επίπεδα του χρέους είναι ότι απαιτούν την τακτική αναχρηματοδότησή του.
Δέκα χώρες εμφανίζουν λόγο χρέους/ΑΕΠ πάνω από 300%. Αν η μέση διάρκεια του χρέους είναι 5 χρόνια, τότε το 60% του ΑΕΠ παρόμοιων χωρών χρειάζεται αναχρηματοδότηση κάθε χρόνο. Αν οι πιστωτές χάσουν την εμπιστοσύνη τους στη δυνατότητα ή την προθυμία των οφειλετών να αποπληρώσουν ένα τέτοιο βάρος, τότε μπορεί εύκολα να εκδηλωθεί κρίση. Η απουσία απομόχλευσης μετά την εκδήλωση της κρίσης δείχνει το μέγεθος της δυσκολίας να εξαλειφθεί το μεγάλο βάρος του χρέους.
Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, έρχονται σοσιαλίζοντες κατά κύριο λόγο οικονομολόγοι και προτείνουν πρωτοβουλίες διαγραφής χρέους, μετακινώντας απλώς το βάρος από το ένα μέρος της δανειακής δράσης στο άλλο. Για ένα κάποιο διάστημα, μπορεί την λύση να τη δώσει ο πληθωρισμός: όμως, μετά από κάποιο σημείο οι πιστωτές θα ξυπνήσουν και θα δουν τι συμβαίνει -οπότε και θα απαιτήσουν υψηλότερα ονομαστικά επιτόκια προκειμένου να αντισταθμίσουν την απώλειά τους.
Προτείνεται έτσι η λύση της ταχύρρυθμης οικονομικής ανάπτυξης, που και αυτή ωστόσο απαιτεί κάποιες σοβαρές προϋποθέσεις. Η βασικότερη δε από αυτές είναι το μέγεθος του δημόσιου τομέα και ο βαθμός εξωστρέφειας της οικονομίας. Περιοριστικό, όμως, παράγοντα αποτελούν και τα δημογραφικά στοιχεία, τα οποία μάλιστα έχουν και μόνιμο χαρακτήρα. Το εργατικό δυναμικό σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες είναι στάσιμο, αν δεν υποχωρεί.
Η έκθεση της McKinsey αναφέρει τις περιπτώσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας, οι οποίες βγήκαν από κρίσεις χρέους τη δεκαετία του 1990. Τονίζει, όμως, ότι αμφότερες οι χώρες ήταν ανοιχτές στο διεθνές εμπόριο, είχαν καλή φήμη, προκαλούσαν επώνυμη ζήτηση των προϊόντων τους και ειδικά η Σουηδία μπορούσε να υποτιμά το νόμισμά της. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη ολόκληρη η διεθνής οικονομία αναπτυσσόταν.
Στις μέρες μας, τα προβλήματα είναι διαφορετικά και σε διεθνές επίπεδο δεν είναι δυνατόν όλα τα νομίσματα να υποτιμηθούν ταυτοχρόνως. Διόλου παράξενο, συνεπώς, που οι κεντρικές τράπεζες έχουν διαμορφώσει τα επιτόκιά τους κοντά στο μηδέν, αν όχι και σε αρνητικά επίπεδα. Οι οικονομίες τους δεν θα άντεχαν την πίεση υψηλότερων επιτοκίων.
Παρ' όλα αυτά, ο εθισμός στο χρέος παραμένει και στο επίπεδο αυτό ελλοχεύει ο λεγόμενος κίνδυνος του αποπληθωρισμού, ο οποίος μπορεί κυριολεκτικά να «ζαλίσει» την παγκόσμια οικονομία. Ιδιαίτερα δε ο αποπληθωρισμός χρεών θα μπορούσε να πλήξει χώρες με χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, και των οποίων οι τράπεζες είναι φορτωμένες με κόκκινα δάνεια.
Είναι έτσι κατάδηλο ότι εθισμός στα χρέη και ο αποπληθωρισμός υπάρχει δυνατότητα να έλθουν «εις σάρκαν μίαν» -που σημαίνει ότι περί το 2020 δεν αποκλείεται ο Ζακ Αταλί να βγει αληθινός.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, πιστεύουμε ότι το 2017 μόνον κατ' ευχήν θα είναι καλό. Οσο για τη δική μας κρίση χρέους, όπως πάνε τα πράγματα μονιμοποιείται, με συνέπεια η διαρθρωτική κατάρρευση να επιταχύνεται.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.