Νέο επεισόδιο στη φαινομενικά ατέρμονη ελληνική τραγωδία στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενδέχεται να ξεσπάσει σύντομα. Η ελληνική κυβέρνηση αναμενόταν να έχει προχωρήσει πολύ στο πακέτο των 15 μεταρρυθμιστικών μέτρων μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, προκειμένου να εξασφαλίσει περισσότερα μετρητά από τους πιστωτές της. Στην πραγματικότητα, έχει σημειώσει μικρή πρόοδο στις περισσότερες από τις ενέργειες που απαιτούνται.
Ωστόσο, τα λεπτομερή μέτρα λιτότητας δεν είναι στο επίκεντρο της ταλαιπωρίας της Ελλάδας. Τα σχέδια για τις συντάξεις, το φορολογικό σύστημα και τα υψηλά επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, όλα είναι μεγάλα προβλήματα. Αλλά οι προοπτικές για μια παρατεταμένη αναβίωση της ανάπτυξης είναι μηδενικές, όσο οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας αρνούνται να αντιμετωπίσουν την αναλογία χρέους/ΑΕΠ, που ξεπερνά το 176%.
Στις 23 Σεπτεμβρίου, ανακοίνωση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την οικονομία της χώρας σημείωσε: «Περαιτέρω ελάφρυνση χρέους απαιτείται για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, πολύ περισσότερη απ' ό,τι εξετάζεται, και θα πρέπει να προσαρμοστεί βάσει ρεαλιστικών συμπερασμάτων για την ικανότητα της Ελλάδας να παράγει βιώσιμα πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη».
Αν και η Ελλάδα εξασφάλισε κάποια ελάφρυνση χρέους κατά τη διάρκεια προηγούμενων διαπραγματεύσεων, το πλεονάζον χρέος λειτουργεί ως φραγμός στη διεθνή επιχειρηματική εμπιστοσύνη στις προοπτικές της χώρας. Αποτελεί τεράστιο εμπόδιο στη βιώσιμη επιστροφή στις αγορές κεφαλαίου, τόσο για την ελληνική κυβέρνηση όσο και για τον ιδιωτικό της τομέα, παρά τις πολύ ευνοϊκές συνθήκες της αγοράς λόγω των χαμηλών επιτοκίων και της ευρείας αναζήτησης για αποδόσεις από τους επενδυτές.
Υπάρχει, επίσης, και μια ζωτικής σημασίας πολιτική διάσταση: η ελάφρυνση χρέους είναι κρίσιμη για να αποφευχθεί μια, σε άλλη περίπτωση, πιθανή πολιτική αναταραχή στην Ελλάδα και η πιθανή αποχώρηση της χώρας από την ευρωζώνη.
Οι μεταναστευτικές ροές λόγω της αναταραχής στη Μέση Ανατολή επιδεινώνουν τόσο τις ανησυχίες του κοινού όσο και τις πολλαπλές οικονομικές δυσκολίες. Η εισροή μπορεί να ωθήσει τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας να βρουν έναν τρόπο να αποφύγουν μια σύγκρουση επάνω στις αποτυχίες της χώρας να εφαρμόσει τις συμφωνημένες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, είναι απίθανο να κάνουν πίσω στις πολιτικές λιτότητας.
Έπειτα από πολυετείς διασώσεις και μεταρρυθμιστικά προγράμματα, η ελληνική ανεργία παραμένει άνω του 23%, ενώ περίπου οι μισοί νέοι της χώρας εξακολουθούν να είναι άνεργοι. Αν το τελευταίο νούμερο είναι κάπως χαμηλότερο από το μέσο των τελευταίων ετών, τότε αυτό πιθανότατα οφείλεται στην εξωτερική μετανάστευση.
Πρόσφατα επέστρεψα από την Ελλάδα, όπου ο κόσμος συζητά ευθέως σχετικά με τις κυρίαρχες συνθήκες. Τονίζουν ότι δεν υπάρχουν ευκαιρίες στη χώρα για τους νέους ανθρώπους και πως το «brain drain» αυξάνει momentum. Έμαθα ότι δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου εμπιστοσύνη στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό θεωρείται ότι έχει παραπλανήσει το κοινό σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές και την υπόσχεση να εξαλείψει τον ζυγό της λιτότητας που επιβλήθηκε από τους πιστωτές της Ελλάδας. Η Τρόικα της Κομισιόν, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ΔΝΤ, κατηγορείται ότι απέτυχε να κατανοήσει τις ανθρωπιστικές και πολιτικές δυσκολίες που επέφεραν επτά χρόνια οικονομικής πτώσης.
Χρόνια αρνητικής ανάπτυξης έχουν προκαλέσει μια βαθιά ύφεση, αλλά και πάλι οι πιστωτές λειτουργούν σαν λογιστές που κοιτούν μόνο τα νούμερα, αγνοούν τον πόνο και ελάχιστα ενδιαφέρονται για το αποτέλεσμα. Πριν από δύο εβδομάδες, ο Τσίπρας φιλοξένησε μια συνάντηση ηγετών από μια σειρά χώρες της νότιας Ευρώπης, οι οποίοι από κοινού έκαναν έκκληση για τέλος στις εντολές λιτότητας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε απάντησή τους, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπογράμμισε: «Όταν συναντιούνται ηγέτες σοσιαλιστικών κομμάτων, τίποτα έξυπνο δεν βγαίνει από αυτό τις περισσότερες φορές», μετέδωσαν οι Financial Times.
Οι μέρες των προσβολών μεταξύ Ελλήνων και Ευρωπαίων προφανώς δεν έχουν λάβει τέλος. Αυτό προμηνύει ακόμη πιο βάρβαρες αντιπαραθέσεις. Η Ελλάδα και η Τρόικα έφτασαν σε συμφωνία τον Αύγουστο του 2015, η οποία γνώριζαν ότι δεν ήταν ρεαλιστική. Οι απαιτήσεις που εκφράστηκαν προς την Ελλάδα δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιτευχθούν και το ΔΝΤ το παραδέχθηκε αυτό, όταν σημείωσε ότι η χώρα χρειαζόταν ελάφρυνση χρέους, παρότι απότυχε να προχωρήσει σε συγκεκριμένη πρόταση.
Η συμφωνία προέβλεπε ότι οι πιστωτές της Ελλάδας θα προσέφεραν 86 δισ. ευρώ σε αρωγή μέχρι το 2018, με αντάλλαγμα 15 μεταρρυθμίσεις σε οικονομικές πολιτικές. Οι αρχές της ευρωζώνης ενέκριναν μια δόση 10,3 δισ. ευρώ από το συνολικό πακέτο. Ένα αρχικό πόσο ύψους 7,5 δισ. ευρώ μεταφέρθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο, ενώ τα εναπομείναντα 2,8 δισ. ευρώ είχαν προγραμματιστεί να φτάσουν στις 15 Σεπτεμβρίου.
Έπειτα από πρόσφατη συνάντηση των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών, στην οποία συζητήθηκε η επόμενη δόση, ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί δήλωσε: «Πρέπει να πούμε (στην ελληνική κυβέρνηση) με σαφήνεια ότι χρειάζεται να μείνουν πιστοί στις δεσμεύσεις τους. Πρέπει να είμαστε πραγματικά απαιτητικοί, αλλά την ίδια στιγμή να μη δραματοποιήσουμε την κατάσταση. Έχουμε ακόμη την ευκαιρία να κλείσουμε αυτή τη συμφωνία. Όλοι το θέλουμε, η πολιτική βούληση υπάρχει, η δυνατότητα υπάρχει».
Αλλά δεν υπάρχει η δυνατότητα. Κανένας επισκέπτης στην Ελλάδα δεν μπορεί να γλιτώσει από την αίσθηση της απελπισίας που κυριαρχεί και από την έλλειψη στήριξης του κόσμου σε περαιτέρω μέτρα λιτότητας. Είτε σωστά είτε λανθασμένα -κάτι που δεν το γνωρίζουμε λόγω της σιγής του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις-, οι Έλληνες πιστεύουν ότι ο διεθνής οργανισμός δίνει σιωπηρή υποστήριξη στην πλήρη εφαρμογή των απαιτήσεων της ΕΕ. Ο υπουργός Εργασίας της Ελλάδας, Γιώργος Κατρούγκαλος, έχει δημόσια διαβεβαιώσει ότι η κυβέρνηση θα απορρίψει απαιτήσεις του ΔΝΤ να μπει τέλος στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ως προϋπόθεση για περαιτέρω δάνεια από τους πιστωτές της Ελλάδας. Μετά το Brexit, η ΕΕ δεν χρειάζεται το Grexit.
Λίγοι από τους Έλληνες με τους οποίους μίλησα κάνουν τη διάκριση μεταξύ της ευρωζώνης και της ευρύτερης ΕΕ. Αισθάνονται θύματα κάποιων χωρών της βόρειας Ευρώπης, ενώ έχουν απογοητευτεί σε απελπιστικό βαθμό από μια σειρά ανίκανων ελληνικών κυβερνήσεων την τελευταία δεκαετία.
Η φαινομενικά ατέρμονη κρίση χρειάζεται να φτάσει στο τέλος της. Το ΔΝΤ θα πρέπει να παίξει ηγετικό ρόλο, δημοσιοποιώντας λεπτομερείς προβλέψεις για την ελληνική οικονομία και για τις ρεαλιστικές αποφάσεις που πρέπει να πάρουν η χώρα και οι πιστωτές της. Οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι χρειάζεται να αναγνωρίσουν ότι θα πρέπει να υποστούν πλήγμα, σε αντάλλαγμα της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη.
*Ο κ. William Rhodes είναι πρώην αντιπρόεδρος της Citigroup και αρθρογράφος του Reuters.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.