Το καθεστώς της ελεύθερης άσκησης των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων από ασφαλιστική επιχείρηση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στα άρθρα 49 επ. της Συνθήκης της Ε.Ε., τα οποία καθιερώνουν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, που αποτελεί μία εκ των τεσσάρων θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1).
Η αρχή αυτή θεμελιώνει για τους ενδιαφερόμενους δικαιώματα, τα οποία οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να σέβονται και να διαφυλάσσουν, μη εφαρμόζοντας κάθε αντίθετη διάταξη του εσωτερικού δικαίου, είτε πρόκειται για νομοθετικές είτε για διοικητικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων των μεμονωμένων και συγκεκριμένων διοικητικών πράξεων.
Με τις τρίτες Οδηγίες 92/49/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ (2) ολοκληρώθηκε η εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς στον ασφαλιστικό τομέα και θεσπίζεται ενιαίο καθεστώς χορήγησης άδειας και χρηματοοικονομικού ελέγχου της ασφαλιστικής επιχείρησης από το κράτος μέλος στο οποίο διαθέτει την εταιρική της έδρα (κράτος μέλος προέλευσης). Σύμφωνα με το καθεστώς που θεσπίζεται από τις Οδηγίες αυτές, η χρηματοοικονομική εποπτεία των ασκούμενων από την ασφαλιστική επιχείρηση δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ασκούνται υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ανήκει πάντοτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους μέλους προέλευσης της ασφαλιστικής επιχείρησης (3).
Με την Οδηγία 2009/138 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25.11.2009 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), εγένοντο αλλαγές στην πρώτη, δεύτερη και τρίτες Οδηγίες, και καθορίστηκε ένα ενιαίο νομικό πλαίσιο για την άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, το οποίο θα διευκολύνει την κάλυψη κινδύνων και υποχρεώσεων που ευρίσκονται στην Κοινότητα από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στην Κοινότητα.
Η καθιέρωση του νομικού αυτού πλαισίου εγένετο για να διευκολυνθεί η ανάληψη και η άσκηση ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων και προς τον σκοπό αυτό κρίθηκε αναγκαίο να καταργηθούν οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά στους κανόνες στους οποίους υπόκεινται οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις των άρθρων 147 έως 152 της Οδηγίας αναφέρονται στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Η παραπάνω Οδηγία μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον ν. 4364/2016 (ΦΕΚ Α' 13/5.2.2016) με ισχύ από 1.1.2016 και οι κανόνες για ελεύθερη παροχή υπηρεσιών προβλέπονται στα άρθρα 117 (αντιστοιχία άρθρου 147 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ), 118 (αντιστοιχία άρθρου 148 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ), 119 (αντιστοιχία άρθρου 149 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ), 120 (αντιστοιχία άρθρων 150, 151 και 152 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ).
Η ενσωμάτωση με τον ν. 4364/2016 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, καθώς και άλλων Οδηγιών, που αναφέρονται στον τίτλο του, σκοπό έχει την υιοθέτηση νέας προσέγγισης και μεθόδων άσκησης της εποπτείας των πρωτασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές και αποτελεί -με ορισμένες προσαρμογές- και ενσωμάτωση του νέου αντιστοίχου πλαισίου «Φερεγγυότητα ΙΙ». Για την ασφάλεια δικαίου, αλλά και για λόγους σαφήνειας προς διευκόλυνση του έργου τόσο των εποπτευομένων όσο και των εποπτικών αρχών, προκρίθηκε η λύση της ενσωμάτωσης σε ένα νέο νομοθετικό κείμενο των βασικών διατάξεων των ανωτέρω Οδηγιών σε αντικατάσταση του βασικού ιδιωτικοασφαλιστικού νομοθετήματος, ήτοι του ν. δ. 400/1970 και των εξαιρετικά αναλυτικών και εξειδικευμένων και τεχνικών διατάξεων των Οδηγιών σε αποφάσεις των αρμοδίων εποπτικών αρχών που θα εκδοθούν κατ' εξουσιοδότηση του νόμου αυτού (4).
Στο κεφάλαιο Β του Πρώτου μέρους του ανωτέρω νόμου (άρθρ. 10 - 18), γίνεται αναφορά στις δραστηριότητες ασφάλισης και αντασφάλισης που ρυθμίζονται από τον νόμο. Μεταξύ άλλων, στο εν λόγω κεφάλαιο και συγκεκριμένα στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 προβλέπεται ότι απαγορεύεται η άσκηση ασφάλισης χωρίς προηγούμενη άδεια, η οποία είναι ενιαία και ισχύει για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο κεφάλαιο Γ (άρθρ. 19 - 28) εκτίθενται αναλυτικά οι γενικοί κανόνες εποπτείας σύμφωνα με τις προβλέψεις της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, κατά τους οποίους κανόνες, η Εποπτική Αρχή που έχει εκδόσει την άδεια λειτουργίας ασκεί χρηματοοικονομική εποπτεία στις επιχειρήσεις που καταλαμβάνονται από το πεδίο εφαρμογής.
Στο Κεφάλαιο Δ (άρθρ. 29 - 47) προβλέπονται οι προϋποθέσεις διακυβέρνησης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα άρθρα 38 - 42 του Κεφαλαίου Δ συνθέτουν τον τρίτο πυλώνα του νέου νομοθετικού πλαισίου φερεγγυότητας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Το πλέγμα των συγκεκριμένων διατάξεων αποβλέπει στην επίτευξη διαφάνειας και αξιοπιστίας στον τομέα της ιδιωτικής ασφάλισης μέσω της δημοσιοποίησης εκτεταμένων στοιχείων της φερεγγυότητας και της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης με αποδέκτη όχι μόνο τον επόπτη, αλλά και το ευρύτερο κοινό (πχ. καταναλωτές, διαμεσολαβητές, μετόχους, μελλοντικούς επενδυτές), επιτρέποντας επιπλέον συγκρίσεις μεταξύ δραστηριοποιουμένων εταιρειών.
Στο κεφάλαιο ΣΤ (άρθρ. 50 - 106) προβλέπονται κανόνες για την αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού, τις τεχνικές προβλέψεις, τα ίδια κεφάλαια, την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, την ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση και τους επενδυτικούς κανόνες.
Στο κεφάλαιο Ζ (άρθρ. 107 - 114) προβλέπονται κανόνες που αφορούν στην περίπτωση οικονομικής δυσχέρειας ή ασυνήθιστης κατάστασης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Στο κεφάλαιο Α του Δευτέρου μέρους (άρθρ. 145 - 154) προβλέπονται οι όροι των συμβολαίων πρωτασφάλισης.
Στο κεφάλαιο Α του Τρίτου μέρους περιέχονται διατάξεις σχετικά με την εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε Όμιλο (άρθρ. 170 - 219).
Στο κεφάλαιο Α του Τέταρτου μέρους προβλέπονται διατάξεις για την εξυγίανση και εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Στο κεφάλαιο Β του Τέταρτου μέρους (άρθρ. 222 - 234) προβλέπονται τα μέτρα εξυγίανσης, τα οποία λαμβάνονται από την Εποπτική Αρχή με σκοπό είτε την αντιμετώπιση προβλημάτων προληπτικής εποπτείας είτε την εξυγίανση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, στο άρθρο 223 αναφέρονται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη από την Εποπτική Αρχή για την υιοθέτηση μέτρων εξυγίανσης και την επιλογή των καταλληλοτέρων από αυτά.
Στα άρθρα 224 και 225 προβλέπονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η Εποπτική Αρχή δύναται να διορίσει διαχειριστή σε ασφαλιστική επιχείρηση με απώτερο σκοπό την εξυγίανση της επιχείρησης, καθώς και τα καθήκοντα και αρμοδιότητες του διαχειριστή. Στο άρθρο 227 προβλέπεται η αύξηση κεφαλαίου, είτε με εντολή της Εποπτικής Αρχής προς τη διοίκηση είτε με απόφαση διαχειριστή που τοποθετείται στην επιχείρηση κατόπιν εντολής της Εποπτικής Αρχής, ως μέτρο εξυγίανσης μιας ασφαλιστικής επιχείρησης με προφανή σκοπό τη βελτίωση των δικαιωμάτων των πιστωτών και αντισυμβαλλομένων της επιχείρησης. Το μέτρο αυτό διαφοροποιείται από την αύξηση των τεχνικών προβλέψεων ως μέτρο προληπτικής εποπτείας που διατάσσεται από την Εποπτική Αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 67 του νόμου. Στο άρθρο 228 προβλέπεται η υποχρεωτική μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ως σοβαρό μέτρο εξυγίανσης που λαμβάνεται κατόπιν απόφασης της Εποπτικής Αρχής σε περίπτωση που η επιχείρηση οδηγείται σε αφερεγγυότητα.
Από τα παραπάνω εκτιθέμενα είναι προφανές ότι με κανόνες που είναι πλέον ενιαίοι σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει αλλάξει σημαντικά το πλαίσιο της εποπτείας από εποπτικές αρχές του κράτους καταγωγής της χρηματοοικονομικής θέσης και των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, έτσι ώστε η ανάκληση της άδειας λειτουργίας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης να αποτελεί το έσχατο, αλλά και απομακρυνόμενο πιθανό μέτρο.
Τούτο δε διότι, τόσο η εξειδικευμένη και εντατική εποπτεία της χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας ασφαλιστικής επιχείρησης από την Εποπτική Αρχή του κράτους καταγωγής, όσο και τα μέτρα εξυγίανσης που θεσπίστηκαν, αποτρέπουν το ενδεχόμενο μία ασφαλιστική επιχείρηση να οδηγηθεί σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της. Για να οδηγηθεί μία ασφαλιστική επιχείρηση σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της θα πρέπει να έχουν εξαντληθεί και να έχουν καταστεί ατελέσφορα τα μέτρα εξυγίανσης, λαμβανομένου υπόψη ότι μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνεται και η κατ' εντολήν της Εποπτικής Αρχής μεταφορά του χαρτοφυλακίου σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση.
Η άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων από μια ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα καταγωγής σε χώρα της ευρωπαϊκής ένωσης, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε σε ορισμένα κράτη μέλη αυτής, δεν διαφοροποιεί τον κανόνα της εποπτείας από την Εποπτική Αρχή του κράτους καταγωγής, τόσο από πλευράς άσκησης των δραστηριοτήτων της όσο και από πλευράς της χρηματοοικονομικής της κατάστασης. Η άσκηση των δραστηριοτήτων υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, όπως προαναφέρθηκε, και σε εφαρμογή των ανωτέρω Οδηγιών, δεν μπορεί να περιορισθεί σε κανένα κράτος μέλος υποδοχής, λαμβανομένου υπόψη ότι η ληφθείσα άδεια άσκησης ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως προαναφέρθηκε, ισχύει από της εκδόσεώς της σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εφόσον η ασφαλιστική επιχείρηση επιθυμεί να ασκήσει δραστηριότητες σε άλλο κράτος μέλος, είναι ελεύθερη, αφού προηγουμένως τηρήσει τις υποχρεώσεις ενημέρωσης της Εποπτικής Αρχής της, η οποία εν συνεχεία ενημερώνει με τα προβλεπόμενα στοιχεία την Εποπτική Αρχή της χώρας υποδοχής. Ειδικά δε για την άσκηση της ασφαλιστικής δραστηριότητας στον κλάδο 10 «ασφάλιση αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα», η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται αφενός να ορίσει ειδικό αντιπρόσωπο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) στο κράτος υποδοχής, για να αντιπροσωπεύσει αυτήν έναντι των προσώπων που υπέστησαν ζημίες και θα μπορούσαν να προβάλουν αξίωση αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένης και της ικανοποίησης των αξιώσεων αυτών, καθώς και για την εκπροσώπηση αυτής ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών, αφετέρου να εγγραφεί στο γραφείο Διεθνούς ασφάλισης και στο ταμείο εγγυήσεων του κράτους μέλους υποδοχής (άρθρ. 147, 148, 150, 151, 152 Οδηγίας 2009/138/ΕΚ) (5) .
Για την Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 120 ν. 4364/2016, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών οφείλουν να εγγραφούν στο Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης και στο Επικουρικό Κεφάλαιο, και να καταβάλλουν τις προβλεπόμενες από τον κ.ν. 489/1976 για την επίτευξη του σκοπού του (άρθρο 20) εισφορές, οι οποίες καταβάλλονται αποκλειστικά και μόνο για τους κινδύνους του κλάδου 10 και υπολογίζονται υποχρεωτικά επί της ίδιας βάσης με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που καλύπτουν τους ίδιους κινδύνους και έχουν λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος και δραστηριοποιούνται με εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Μετά την τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών και από την ημερομηνία κατά την οποία ενημερώνεται από την Εποπτική Αρχή καταγωγής της σχετικά με την κοινοποίηση των πληροφοριών που απαιτούνται από το άρθρο 147 της Οδηγίας και 117 ν. 4364/2016, και χωρίς καμία άλλη περαιτέρω διαδικασία, διατύπωση ή έγκριση, η εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να ασκεί ελευθέρως και ακωλύτως την ασφαλιστική της δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής. Σημειώνεται ότι με το άρθρο 18 του ν. 4364/2016 (άρθρ. 21 Οδηγίας 2009/138/ΕΚ) ο καθορισμός του ύψους των ασφαλίστρων από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, συνεπώς και τις επιχειρήσεις με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, είναι απελευθερωμένος και δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό και έγκριση, και διαμορφώνεται σύμφωνα με τις τεχνοοικονομικές ανάγκες της κάθε επιχείρησης.
Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι, και με βάση τα όσα εκτέθησαν, καθίσταται σαφές ότι η άσκηση ασφαλιστικής δραστηριότητας με το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε χώρα υποδοχής, δεν διαφοροποιείται σε σχέση με την άσκηση ασφαλιστικών δραστηριοτήτων από ασφαλιστικές επιχειρήσεις με άδεια και καταγωγή από τη χώρα που αυτή δραστηριοποιείται.
Δεν επιτρέπεται από το ενωσιακό δίκαιο, το οποίο ήδη ενσωματώθηκε πλήρως στην Ελλάδα με τον ν. 4364/2016, να τίθεται κανένας αντίθετος περιορισμός, ενώ εξάλλου δεν είναι δυνατή, κατά ρητή επιταγή των άνω Οδηγιών, η οποιαδήποτε νομοθετική ή διοικητική παρέμβαση ή διοικητικό μέτρο, ακόμη και μεμονωμένη και συγκεκριμένη διοικητική πράξη, που να περιορίζει την ελεύθερη παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών στο κράτος μέλος υποδοχής.
Η συμμετοχή στο ταμείο εγγυήσεων του κράτους μέλους υποδοχής, και για την Ελλάδα στο Επικουρικό Κεφάλαιο του κ.ν. 489/1976, αποτελεί υποχρέωση για την έναρξη της άσκησης της δραστηριότητας της ασφαλιστικής επιχείρησης.
Η οικονομική θέση του ταμείου εγγυήσεων κάθε κράτους μέλους, και για την Ελλάδα του Επικουρικού Κεφαλαίου, είναι αδιάφορη ως προς τη δυνατότητα και νομιμότητα άσκησης της ασφαλιστικής της δραστηριότητας, ούτε μπορεί με βάση τις ρητές διατάξεις των Οδηγιών και του νόμου, να αποτελέσει εφαλτήριο για την επιβολή νομοθετικού ή διοικητικού μέτρου για τον περιορισμό αυτής της δραστηριότητας, λαμβανομένης άλλωστε υπόψη και της αρχής της ίσης μεταχείρισης των ασφαλιστικών εταιρειών στον ευρωπαϊκό χώρο και τη συνεπεία αυτής μη δυνατότητα διαφορετικής μεταχείρισης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων με κριτήριο τη χώρα που έλκουν την καταγωγή τους και ενώ όλες οι δραστηριοποιούμενες σε κάθε κράτος μέλος ασφαλιστικές επιχειρήσεις συμμετέχουν με τις ίδιες εισφορές στο ταμείο εγγυήσεων και για την Ελλάδα στο Επικουρικό Κεφάλαιο.
[1] Ελεύθερη διακίνηση προσώπων, ελεύθερη διακίνηση αγαθών, ελεύθερη διακίνηση υπηρεσιών και ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων.
[2] Είχαν προηγηθεί η πρώτη Οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24.7.1973, και η δεύτερη Οδηγία 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22.6.1988 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και η θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
[3] Βλ. ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και γενικό συμφέρον στον ασφαλιστικό τομέα [2000/C43/03], Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 16.2.2000 C 43/5 επ.)
[4] Αιτιολογική έκθεση επί του σχεδίου του νόμου 4364/2016.
[5] Η υποχρεωτική σύσταση των οργανισμών εγγύησης των αποζημιώσεων αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα - κλάδος 10, θεσπίσθηκε από το άρθρο 1 § 4 της Οδηγίας 84/5/ΕΟΚ. Η μεταφορά της στο ελληνικό δίκαιο εγένετο με το π.δ. 237/1986 (κωδικοποίηση 489/1976), και με το άρθρο 16 συνεστήθη το Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης από ατυχήματα αυτοκινήτων, με τα επόμενα δε άρθρα καθορίσθηκαν οι όροι λειτουργίας του και οι προϋποθέσεις αποζημιώσεων.
* Ο Νίκος Τσουτσάνης είναι Δικηγόρος, Εταίρος και Διαχειριστής της Δικηγορικής Εταιρείας «ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΟΥΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.