Η απόφαση των πολιτών της Μεγάλης Βρετανίας να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί αναμφίβολα ιστορικής σημασίας γεγονός, καθώς η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία αυτής της «χαλαρής» πολιτικής και οικονομικής ένωσης αποχωρεί, αντιστρέφοντας με εντυπωσιακό τρόπο μια διαδικασία συνεχούς μεγέθυνσης που κράτησε επί πολλά χρόνια.
Η αναταραχή που προκαλεί, όχι μόνο στο νόμισμα της ίδιας της χώρας αλλά και στο ευρώ καθώς και σε όλες τις αγορές ανά τον κόσμο, δίνει το στίγμα της αμηχανίας και της ανασφάλειας που προκάλεσε αυτή η απροσδόκητη εξέλιξη, παρά το γεγονός ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν ήταν μέλος της πολύ πιο «στενής» νομισματικής ένωσης, δηλαδή της Ευρωζώνης.
Υπό αυτή την έννοια, δίνει ένα μικρό μόνο δείγμα του τι θα επακολουθήσει εάν αρχίσουν να υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα είτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε της Ευρωζώνης, δύο εγχειρημάτων που και στη θεωρία και στην πράξη είναι πολύ στενά συνδεδεμένα.
Σε αυτές τις συνθήκες, όσοι υποστηρίζουν ότι το Brexit αυξάνει τις πιθανότητες για Grexit, με πρωτοβουλία των εταίρων μας, κάνουν σοβαρό λάθος. Εάν μετά το «χτύπημα» του βρετανικού δημοψηφίσματος, δοθούν ισχυρές ενδείξεις ότι ούτε η νομισματική ένωση είναι εγχείρημα «χωρίς επιστροφή», αλλά είναι μια ένωση «αλά καρτ» (ας μην ξεχνάμε ότι πρόβλεψη αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει στις συνθήκες, όχι όμως και για αποχώρηση από την Ευρωζώνη), οι κραδασμοί θα απειλήσουν άμεσα όλο το οικοδόμημα.
Οι πιθανότητες είναι ότι η απόφαση του λαού της Μεγάλης Βρετανίας θα δώσει βραχυμεσοπρόθεσμα «αέρα στα πανιά» των απανταχού ευρω-σκεπτικιστών, εντός και εκτός της Ευρωζώνης, άρα αυτό που τίθεται πλέον σε κίνδυνο είναι η ίδια η συνεκτικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ίδιας της Ευρωζώνης.
Πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας, δηλαδή από τις θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις που θα υπάρξουν εκεί σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Αυτό που σίγουρα πρέπει να μελετηθεί σε βάθος είναι οι αιτίες που οδήγησαν τον λαό της Μεγάλης Βρετανίας σε αυτή την απόφαση, όσο κι αν κάποιοι επιχειρούν να τη χρεώσουν απλώς σε κάποιους λαοπλάνους τοπικούς ηγέτες όπως ο Νάιτζελ Φάραντζ.
Παρότι δεν έχουν γίνει μέχρι τώρα αναλυτικές έρευνες, αυτό που προκύπτει είναι ότι η εξέλιξη αυτή οφείλεται κατά βάση σε τρεις λόγους που εν μέρει συνδέονται.
- Στην πεποίθηση μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης ότι η ζωή του και η οικονομική του κατάσταση δεν έχει επηρεαστεί θετικά από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για μια απόφαση που ουσιαστικά στρέφεται εναντίον της διεθνοποίησης στη λήψη των αποφάσεων και πρακτικά αποτελεί άρνηση απέναντι και στο ευρύτερο εγχείρημα της «παγκοσμιοποίησης».
- Στον φόβο των μεταναστευτικών ροών, που αναζωπυρώνει τον εθνικισμό και κάνει μεγάλο μέρος των πολιτών να αποζητά περισσότερη εξουσία για το «εθνικό κράτος» (του).
- Στον θυμό των λιγότερο προνομιούχων, των λιγότερο μορφωμένων και των ηλικιωμένων απέναντι σε ένα κυρίαρχο σύστημα που εδώ και πολλά χρόνια εμφανίζεται να λειτουργεί προς όφελος των λίγων, προσφέροντας στους πολλούς ένα διαρκές «πιάτο» λιτότητας και μειούμενου βιοτικού επιπέδου.
Αυτοί οι βαθύτεροι παράγοντες δεν δρουν βεβαίως μόνο στη Μεγάλη Βρετανία αλλά σε πάρα πολλές χώρες, τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και στην Ευρωζώνη. Το ότι η αρχή θα μπορούσε να γίνει από τη Μεγάλη Βρετανία, που πάντα είχε πιο «χλιαρή» σχέση με το εγχείρημα της ενωμένης Ευρώπης, ήταν εύλογο. Το αν θα υπάρξει συνέχεια όμως -και πού θα εκδηλωθεί- θα εξαρτηθεί από πολλούς, συχνά απρόβλεπτους, παράγοντες.
Το βέβαιο είναι ότι η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων που παρατηρείται με μεγάλη ευκρίνεια, ιδίως δε στα χρόνια μετά την τραπεζική κρίση του 2008, αλλά και οι αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης σε συνδυασμό με την αίσθηση σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ότι το σύστημα είναι «σάπιο» και λειτουργεί προς όφελος των μεγάλων συμφερόντων, έχει αρχίσει να λειτουργεί καταλυτικά στις μεγάλες δημοκρατίες της Δύσης.
Το κίνημα «Leave» που επικράτησε στη Μεγάλη Βρετανία, από αυτής της πλευράς, παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με το «φαινόμενο» Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Είναι ώρα λοιπόν να γίνει αντιληπτό ότι οι παράγοντες που προκαλούν αυτές τις εξελίξεις είναι οικονομικοί και κοινωνικοί, ακόμη και «αξιακοί», προκειμένου να γίνει προσπάθεια αναίρεσής τους.
Οι λαοπλάνοι απλώς καβαλούν το κύμα. Κι όλα δείχνουν ότι θα ενισχύονται συνεχώς, αν δεν αλλάξουν οι συνθήκες που διογκώνουν το κύμα.
ΥΓ: Το γεγονός ότι ως επιχείρημα επιτυχίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιείται κατά κόρον η διασφάλιση της ειρήνης στην Ευρώπη, επί δεκαετίες, δεν φαίνεται να αρκεί για ολοένα μεγαλύτερο μέρος των πολιτών, ίσως διότι έχουν περάσει ήδη επτά δεκαετίες από τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Έτσι για τους περισσότερους, που δεν έχουν «βιώματα» του πολέμου, έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία τι συμβαίνει τώρα στην τσέπη τους και στη ζωή τους.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.