Η 3η Μαΐου είναι η ημέρα της ελευθερίας του Τύπου. Όμως τούτη τη χρονιά στη χώρα μας πέρασε στο ντούκου.
Κάτι το Πάσχα, κάτι η αργία της Πρωτομαγιάς, κάτι οι διαγραφές δημοσιογράφων από τα συνδικαλιστικά τους όργανα, δεν άφησαν τον απαιτούμενο χρόνο για να ασχοληθεί κανείς με δευτερεύοντα θέματα, όπως είναι η δημοσιογραφία και το μέλλον της. Μοιραία, λοιπόν, το θέμα της ελευθερίας των ΜΜΕ ήλθε σε τρίτη και τέταρτη μοίρα -και πολύ αμφιβάλλουμε αν είναι πολλοί οι συνάδελφοι που ασχολούνται ακόμα με αυτό.
Και όμως, στην ψηφιακή εποχή μας, το μέλλον της δημοσιογραφίας και η ελευθερία του λόγου ίσως να είναι πολύ πιο σοβαρά από τη διεκδίκηση της καταργήσεως ή όχι ενός φόρου υπέρ τρίτων. Εξάλλου, στην εποχή όπου θριαμβεύει το δωρεάν περιεχόμενο, ποιος από τις 3.000 νέους δημοσιογράφους που αναζητούν μια θέση στον ήλιο μπορεί να ενδιαφέρεται για ένα αγγελιόσημο που δεν τον αφορά;
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη όπου τα κοινωνικά δικαιώματα ενός δημοσιογράφου συνδέονται με τη συνδικαλιστική του ένταξη, που και αυτή, όμως, στο εσωτερικό του δημοσιογραφικού συνδικαλισμού είναι άνιση! Για παράδειγμα, τα μέλη του σημερινού ΔΣ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεως Συντακτών δεν έχουν ούτε την ίδια περίθαλψη, ούτε το ίδιο συνταξιοδοτικό καθεστώς! Περί αυτών των ενοχλητικών πραγμάτων, όμως, ουδείς λόγος γίνεται. Προφανώς γιατί θεωρούνται «νεοφιλελεύθερες» προσεγγίσεις.
Ας έλθουμε όμως εκ νέου στο θέμα της ελευθερίας του Τύπου. Τι είναι τελικά; Από πού αρχίζει και πού τελειώνει; Ποιοι την υπηρετούν; Εν τέλει, υπάρχει ακόμα η δημοσιογραφία και, αν ναι, πώς ξεχωρίζει ως τέτοια σε μία εποχή όπου το Διαδίκτυο επιτρέπει στον καθένα να είναι δημοσιογράφος του εαυτού του; Τα ερωτήματα πάνε και μακρύτερα, αν θέλουμε να δούμε την κατάσταση όπως υφίσταται.
Για παράδειγμα, κάποιες τηλεοπτικές «καλλονές» που σαλιαρίζουν είναι, όπως ισχυρίζονται, δημοσιογράφοι στο ίδιο επίπεδο με τον πολεμικό ανταποκριτή που παίζει τη ζωή του κορώνα-γράμματα; Κάποιοι γελωτοποιοί που χλευάζουν και κατασυκοφαντούν είναι συνάδελφοι με τον ρεπόρτερ που κάθε ώρα βρίσκεται σε εγρήγορση για λίγα ευρώ; Κάποιοι εισαγγελείς που αποφαίνονται επί παντός του επιστητού είναι εξίσου δημοσιογράφοι με τον συνάδελφο που ξεσκονίζει την είδηση, μορφώνεται και συνεχώς ψάχνει να βρει την άκρη;
Στα ερωτήματα αυτά δεν θέλουμε να δώσουμε απαντήσεις. Πλην όμως, καταθέτουμε κάποιες σκέψεις γύρω από τη σημερινή δημοσιογραφία και το αύριό της. Διότι το επάγγελμα που ξεκίνησε πριν 300 χρόνια και πλέον από τον Θεόφραστο Ρενοντό στο Παρίσι, όντως βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Υπό την πίεση κολοσσιαίων τεχνολογικών εξελίξεων, τα πάντα σχεδόν ανατρέπονται και αλλάζουν στον χώρο των μέσων μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ). Έτσι, μεγαλώνει συνεχώς και το χάσμα που χωρίζει την ηλεκτρονική δημοσιογραφία από την αντίστοιχη που ισχύει σε εφημερίδες και περιοδικά. Τα τελευταία συνεχώς φθίνουν, οι δε εφημερίδες εγκαταλείπουν το χαρτί προς όφελος του πληκτρολογίου. Η αλλαγή είναι μεγάλη.
Όπως σημειώνουν κορυφαίοι θεωρητικοί αναλυτές των ΜΜΕ, ο τυπωμένος λόγος ευνοεί τη σκέψη πριν τη δράση ενώ, αντιθέτως, τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα ωθούν προς τη δράση πριν από τη σκέψη. Και αυτή η διαφορά τα καθιστά επικίνδυνα για την ελευθερία και, κατ' επέκταση, για τη δημοκρατία. «Στην εποχή της τυπογραφίας», γράφει ο Νιλ Πόστμαν, «είχαμε σοβαρή πολιτική. Οι άνθρωποι διάβαζαν βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, μπροσούρες, φυλλάδια. Είχαν να κάνουν με ιδέες και εναλλακτικές δυνατότητες ζωής. Σήμερα, στον πολιτισμό της εικόνας, έχεις στην τηλεόραση απομίμηση δημόσιας συζήτησης».
Εξάλλου, όπως μας έλεγε πριν λίγο καιρό στο Στρασβούργο ο Γάλλος πρώην πρωθυπουργός Μισέλ Ροκάρ, «αυτό είναι τρομακτικό. Με μοναδικό στόχο τον εντυπωσιασμό, τα ΜΜΕ στην ουσία παραμερίζουν την πληροφορία. Ικανοποιούνται με την αναπαραγωγή αντιδράσεων χωρίς να τις εντάσσουν και να τις αντιπαραθέτουν στην πραγματικότητα. Παρατηρείται έτσι ένα ρήγμα μεταξύ της πραγματικότητας της κοινωνίας, των πολιτικών δεδομένων και των υπεραπλουστεύσεων που παράγουν τα μέσα».
Από την πλευρά του, ο Βρετανός καθηγητής δημοσιογραφίας Ίαν Χεργκρίβς τονίζει: «Υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις που τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ καταδιώκουν την ευφυΐα. Και από την άποψη αυτή, μεγάλη είναι η ευθύνη των δημοσιογράφων. Στον πολιτικό τομέα ενθαρρύνουν την απλοποίηση και την καρικατούρα, παίζουν με τον εντυπωσιασμό και την ανεκδοτολογία, εξαχρειώνουν τον δημόσιο διάλογο και αναισθητοποιούν την κοινωνία των πολιτών. Από πολιτιστικής δε πλευράς, προκρίνουν το βασίλειο της ασημαντότητας και σε τελική ανάλυση καταργούν το άνοιγμα στον κόσμο...».
Το κατηγορητήριο είναι βαρύ και σίγουρα οδυνηρό για τους δημοσιογράφους που θέλουν να ξεφύγουν από αυτή τη μέγγενη της μετατροπής της δημοσιογραφίας σε ευτελές θέαμα. Υπάρχει όμως -είτε αυτό μάς αρέσει είτε όχι- η αμείλικτη πραγματικότητα. Εδώ και πολλά χρόνια, τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη έπαψαν να αποτελούν ρομαντική και ερασιτεχνική ενασχόληση για ρομαντικούς επαναστάτες ιδεολόγους και ασυμβίβαστους. Συνιστούν πλέον μία πραγματική «πολιτιστική βιομηχανία», η οποία υπακούει στους ίδιους κανόνες που ισχύουν και σε κάθε άλλον οικονομικό κλάδο μιας χώρας. Βεβαίως, τα «δημοσιογραφικά προϊόντα» χαίρουν, έως κάποιον βαθμό, ιδιαίτερης μεταχείρισης, διότι θεωρείται ακόμη ότι οι δημοσιογράφοι ασκούν ένα «κοινωνικό λειτούργημα», άρα τα «προϊόντα» που παράγουν -δηλαδή οι ειδήσεις, τα ρεπορτάζ, κ.λπ.- δεν είναι ακριβώς ίδια με τα αντίστοιχα που κυκλοφορούν στον εμπορευματικό τομέα της οικονομίας.
Ακόμα, πολλοί είναι αυτοί που κάνουν λόγο για την «εξουσία των μέσων», μία έννοια η οποία, κατά τη γνώμη μας, είναι πολλαπλώς διφορούμενη. Διότι, ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της εξουσίας; Ποιους αφορά; Αναφέρεται στο σύνολο της κοινωνίας ή σε τμήματά της; Από ποιους παράγοντες εξαρτάται αυτή η εξουσία; Πρόκειται για λέξεις, για εικόνες, για σκίτσα, για φωτογραφίες ή για λόγια; Προκειμένου δε να ασκηθεί, πού στηρίζεται η εξουσία αυτή; Έχει στήριγμά της τον γραπτό λόγο ή τα οπτικοακουστικά μέσα;
Για να απαντήσει κανείς στα παραπάνω ερωτήματα, θα πρέπει να ενδιαφερθεί για το περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσονται. Επίσης, είναι αναγκαία η μελέτη της παραγωγής του περιεχομένου και της αποδοχής των δημοσιογραφικών μηνυμάτων. Τέλος, στον βαθμό που το τοπίο των μέσων αλλάζει, σκόπιμον είναι να θέσουμε και ένα άλλο ερώτημα: αυτό της επιρροής των ΜΜΕ στη σημερινή αντιπροσωπευτική δημοκρατία και της συμμετοχής τους στη μεταμόρφωσή της για το καλύτερο ή για το χειρότερο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως είπε κάποιος οξυδερκής συνάδελφος, «το μέλλον της τέταρτης εξουσίας, όπως και η πρώτη γραφή της Ιστορίας, μένει να γραφτεί». Πώς, όμως, και από ποιους;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.