Πίσω από την επίκληση της ανάγκης για «νέο παραγωγικό μοντέλο» λανθάνει η επίγνωση του ρόλου του κράτους στην ελληνική κοινωνία και την οικονομία. Ο ρόλος αυτός, άλλωστε, υπήρξε νομίζω καθοριστικός και για την απραξία της εξαετίας που πέρασε.Το ελληνικό κράτος είναι δεσποτικό και υπερσυγκεντρωτικό. Ιδρύθηκε ως προτεκτοράτο εντός του τότε ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας. Δεν υπήρξε το φυσικό εποικοδόμημα μίας ακηδεμόνευτης κοινωνίας πολιτών, ούτε η οργανωτική αντανάκλαση της επικράτησης μιας κοινωνικής τάξης που είχε την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.
Αντίθετα, απέκτησε την ιδιοκτησία του συνόλου των μέσων της τότε παραγωγής, κατέχοντας το σύνολο των εθνικών γαιών, σε μία χώρα με κατοίκους δουλοπάροικους ή αγρότες.
Και αυτή ακριβώς η ιδιοκτησία εγγράφεται στη συλλογική μνήμη ως η προπατορική σχέση του ελληνικού κράτους με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και το «παραγωγικό μοντέλο» που έφθασε μέχρι τις μέρες μας.
Η θεσμική οργάνωση του ελληνικού κράτους ήταν δανεική από ευρωπαϊκά πρότυπα και δεν αντιστοιχούσε προς την προεπαναστατική κοινωνική οργάνωση, ούτε στη φυλετική, γλωσσική και πολιτιστική πανσπερμία του λαού της εποχής. Ακόμη και η αυτοσυνείδηση της ελληνικής πολιτιστικής διαχρονίας, η συνείδηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, υπήρξε κατάκτηση των μέσων του 19ου αιώνα.
Η πολυδιάσπαση των Ελλήνων και η προεπαναστατική κοινωνική οργάνωση δημιούργησαν φυγόκεντρες δυνάμεις, που ως αντίβαρο προκάλεσαν την αναγκαία προσπάθεια του Καποδίστρια και της βαυαρικής Αντιβασιλείας να δημιουργήσουν ένα κεντρικό-συγκεντρωτικό κράτος, για να αποδυναμώσουν τις δυνάμεις αυτές. Έκτοτε, ελληνικό κράτος και κοινωνία βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό.
Οι έξι χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους και οι διεθνείς οικονομικοί έλεγχοι που ακολούθησαν, ενίσχυσαν τη συγκέντρωση κεντρικής εξουσίας και πρωτοβουλιών και αντίστοιχα την αποδυνάμωση της ατομικής πρωτοβουλίας.
Οι ξένοι δανειστές είχαν πάντοτε την ανάγκη ενός ισχυρού κράτους που θα εξασφάλιζε την είσπραξη των δανείων, κεφαλαίων και τόκων.
Η αποτελεσματικότητα ενός τέτοιου κράτους μετριόταν πάντα με κριτήριο την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς τους δανειστές. Ο έλεγχος των εσόδων και των δαπανών από τους τελευταίους συνεπαγόταν τον έλεγχο των επενδύσεων και των αναπτυξιακών προγραμμάτων. Ο κεντρικός οικονομικός προγραμματισμός ήταν το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής.
Τα ίδια αποτελέσματα με τους διεθνείς οικονομικούς ελέγχους είχε η παρουσία και δραστηριότητα των Αμερικανών διαχειριστών και επιτηρητών της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Είτε μέλη της αμερικανικής διπλωματικής αποστολής είτε όχι, οι διαχειριστές συνέβαλαν μεν στη διάσωση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στη διάσωση της λαϊκής κυριαρχίας της χώρας στο πλαίσιο της Δύσης, συνέβαλαν όμως και στην ενίσχυση του συγκεντρωτικού κράτους, του κεντρικού οικονομικού προγραμματισμού και την ενδυνάμωση της εκτελεστικής εξουσίας σε σχέση με τις άλλες δύο εξουσίες.
Το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο αναπτύσσεται λοιπόν με τον ίδιο τρόπο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και κάθε φορά που η πτώχευση ή η καταστροφή διαλύουν την οικονομία, τις υποδομές και τον κοινωνικό ιστό, τα υλικά κατεδάφισης κράτους και κοινωνίας χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά για την ανοικοδόμηση και αναπαραγωγή του ίδιου μοντέλου.
Επομένως, καθ' όλη την ιστορία του -και όχι μόνο στην μεταπολίτευση, όπως πολλοί πίστευαν-, το ελληνικό κράτος είναι ο αποκλειστικός διαχειριστής ξένου χρήματος, είτε το χρήμα αυτό αποτελεί προϊόν δανεισμού, είτε αποτελεί ευρωπαϊκό χρήμα που διανέμεται μέσω του κράτους, είτε αποτελεί χρήμα από αναπτυξιακά προγράμματα βοήθειας, όπως το Σχέδιο Μάρσαλ.
Επίσης, το ελληνικό κράτος υπήρξε πάντοτε ο μεγαλύτερος εργοδότης, ο μεγαλύτερος καταναλωτής και κατά περιόδους ο ισχυρότερος επιχειρηματίας. Αντιστοίχως, λόγω των επανειλημμένων χρεοκοπιών, το ελληνικό κράτος μεταβάλλει και προσαρμόζει τη λειτουργία του σύμφωνα με τις ανάγκες του εκάστοτε διεθνούς οικονομικού ελέγχου, ώστε να καθίσταται αποτελεσματικός εισπράκτορας των επιστροφών των δανείων.
Η αέναη αναπαραγωγή του ίδιου παραγωγικού μοντέλου εξασφαλίζεται από την αέναη επιστροφή της άρχουσας τάξης που σχηματίστηκε και οργανώθηκε ευθύς εξαρχής γύρω από αυτό τον τρόπο παραγωγής (ασιατικό, θα τον έλεγε ο Μαρξ), όπου το κράτος κατέχει τα περισσότερα μέσα παραγωγής και οι ιδιώτες ελάχιστα.
Στην Ελλάδα ουδέποτε διεκόπη η σχέση εξουσίας της άρχουσας τάξης με το κράτος, ουδέποτε επισυνέβη επανάσταση όπως του 1789 και εξοβελισμός των φορέων του Ancien Regime. Έτσι, η ιδιοκτησιακή σχέση της άρχουσας τάξης με τα μέσα παραγωγής διαμορφώθηκε ως σχέση κατοχής του κράτους και άσκησης εξουσίας δι' αυτού.
Στο πλαίσιο αυτό, αποκλεισμός ανταγωνισμού και εξαφάνιση δικαιωμάτων καταναλωτή εξασφαλίζονται μέσα από συγκεκριμένες ρυθμίσεις, που είτε απαγορεύουν την άσκηση πρωτοβουλίας είτε παραλείπουν να παράσχουν την προστασία του νόμου στον θιγόμενο ιδιώτη. Αφορμή ή πρόσχημα για τη δημιουργία κρατικού μονοπωλίου (που ενίοτε παίρνει τον ψευδή χαρακτηρισμό της δημόσιας «επιχείρησης») είναι η αδυναμία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να αναπτύξει τη σχετική επιχειρηματική δράση.
Η αδυναμία αυτή διαπιστώνεται αυθαίρετα και μονομερώς από το ίδιο το κράτος που αναλαμβάνει την επιχειρηματική πρωτοβουλία, ενώ η διαπίστωση αποσιωπά τα κενά και τις απαγορεύσεις του υφιστάμενου πλαισίου που δεν επιτρέπουν στον ιδιώτη την ανάληψη της ίδιας πρωτοβουλίας.
Η αντίληψη του αποκλεισμού στον ανταγωνισμό και η άσκηση οικονομικής δράσης μέσω μονοπωλίων επιδρά και στον «προγραμματισμό» των ορίων του ιδιωτικού τομέα. Το ελληνικό κράτος, τόσο στη δεκαετία του 1930 όσο και στα χρόνια μετά το 1950, διαμόρφωσε ένα δίχτυ δασμολογικής προστασίας για την ελληνική βιομηχανία μέσω του οποίου καθόρισε την αναπτυξιακή πορεία του τομέα. Ταυτόχρονα, μέσω άλλων διατάξεων, συνέβαλε στη δημιουργία ιδιωτικών μονοπωλίων ή ολιγοπωλίων, παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη ανταγωνισμού και στην εσωτερική αγορά. Το μονοπώλιο της μπίρας Φιξ είναι από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Με όλους αυτούς τους ρόλους, το ελληνικό κράτος αποκτά ισχυρά ανακλαστικά μεγέθυνσης και κεντρικού σχεδιασμού. Ταυτόχρονα, αποκτά και την τάση να επιβεβαιώσει την ισχύ του μέσω νομοθεσίας και ασφαλών διαδικασιών που θα ενισχύσουν τη θέση του, θα του επιτρέψουν να επιτελέσει χωρίς αντίσταση τους εναλλασσόμενους ρόλους του που διαμορφώθηκαν από την κακή και ζημιογόνα για την κοινωνία λειτουργία του.
Έτσι, έχουμε εκδηλώσεις νομοθετικής απληστίας και ρυθμίσεων που τείνουν να αποκλείσουν από την πρόσβαση στις αποφάσεις, στο χρήμα και στη δημιουργία, οποιουδήποτε δεν ανήκει στον σκληρό πυρήνα του κράτους ή δεν υπηρετεί αυτόν τον πυρήνα. Δημιουργείται, έτσι, για λογαριασμό του κράτους, ισχυρό μονοπώλιο βούλησης, πρωτοβουλίας και δράσης, που υπερβαίνει τον δημόσιο τομέα, τείνει να καλύψει κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής και να συρρικνώσει μέχρις εξαφανίσεως αυτό που ονομάζουμε ιδιωτική ή ατομική πρωτοβουλία, ιδιωτική ή ατομική δράση.
Ταυτόχρονα, καλλιεργείται και η κουλτούρα που συνδέεται με την κρατική λειτουργία. Αδιαφορία για το αποτέλεσμα, θεοποίηση της διαδικασίας, προσπάθεια να διατηρηθούν τα πράγματα ως έχουν, αντίδραση στην αλλαγή και την καινοτομία, άρνηση της αριστείας, άρνηση αξιολόγησης, άρνηση του κοινωνικού ελέγχου, αυτοαναφορικότητα, εξαφάνιση κάθε μέτρου σύγκρισης, εξαφάνιση του πιθανού ανταγωνισμού, υπεροψία, εχθρότητα απέναντι στον πολίτη.
Οι συνδικαλιστικές των ΔΕΚΟ ως μέλη της άρχουσας τάξης αναγορεύονται σε αποκλειστικούς διαχειριστές του αγαθού που βαφτίστηκε Δημόσιο, της ΔΕΚΟ που έγινε μονοπώλιο. Αποκτούν, εξάλλου, προνομιακή σχέση στο αγαθό αυτό και αποκλείουν κατά βούληση τους άλλους. Με αυτή την έννοια, ΔΕΚΟ είναι όχι μόνον η ΔΕΗ ή ο ΟΤΕ, αλλά και τα πανεπιστήμια, οι επιστημονικοί σύλλογοι, το σχολείο.
Παρουσιάζεται στην περίπτωση αυτή σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας, όπου οι πρωταρχικές σχέσεις του πολίτη και του κράτους αποτελούν κυρίως σχέσεις πελατείας και ο πολίτης αποτελεί απλώς τον «χρήσιμο ηλίθιο ψηφοφόρο», με δέσμια ελευθερία επιλογής, πρωτοβουλίας και δράσης.
Αυτό παρεμποδίζει τη διαμόρφωση επιχειρούντων πολιτών, πράγμα που επιτυγχάνεται και μέσω της κεντρικώς σχεδιαζόμενης παιδείας, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και από την ιδεολογική προκατάληψη που εκφράζεται από πολλά ΜΜΕ. Ως προς την παιδεία, ο συνεχής πόλεμος κατά του ιδιωτικού σχολείου και η συνεχής υπονόμευση των πρότυπων πειραματικών σχολείων παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των ιδεών, της καινοτομίας και της κουλτούρας μίας κοινωνίας των πολιτών.
Μιλώντας, λοιπόν, για αλλαγή παραγωγικού μοντέλου εννοούμε μεταβολή αναπτυξιακών στόχων, μεταβολή κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Μιλάμε για αποσυγκέντρωση του κράτους (Προσοχή: δεν αναφέρομαι στη διοικητική αποκέντρωση, αλλά στην πραγματική αποσυγκέντρωση) από εξουσίες και πρωτοβουλίες, και μεταφορά πρωτοβουλιών προς την κοινωνία ελεύθερων, ενεργών πολιτών. Μία ανοιχτή, εξωστρεφή και ακηδεμόνευτη κοινωνία πολιτών σε μία χώρα δυτική, ευρωπαϊκή. Σε μία χώρα ανοιχτή, με αγορά ανοιχτή και προσανατολισμό παγκόσμιο. Μιλάμε για μία κοινωνία «επιχειρούντων πολιτών», όρο που δανείζομαι από τον αγαπητό Θανάση Παπανδρόπουλο.
* Νομικός, πρόεδρος του Hellenic-American University
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.