Εξαιρετική δουλειά και πολύ χρήσιμη είναι η έκδοση ανά δίμηνο του Στατιστικού Δελτίου Οικονομικής Συγκυρίας της ΤτΕ. Μια έκδοση περίπου 200 σελίδων, με πλήθος στοιχείων μακροοικονομίας, δημοσίων οικονομικών και βέβαια για το Τραπεζικό Σύστημα (για όποιον ενδιαφέρεται να εντρυφήσει εδώ).
Η τελευταία έκδοση αφορά σε στοιχεία μέχρι και τον Σεπτέμβριο 2015, το μήνα δηλαδή των δεύτερων εκλογών. Μερικά από αυτά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Απώλειες καταθέσεων 9 μηνών 2015, στα 39 δισ. και 5ετίας 2010-2014, στα 49 δισ.: σύνολο 88 δισ. ευρώ. Για τα ίδια διαστήματα, οι απώλειες καταθέσεων μόνο για νοικοκυριά ήταν αντίστοιχα 33 δισ. και 39 δισ. και σύνολο 72 δισ. ευρώ. Και πιο ιδιαίτερα, οι απώλειες για τις Προθεσμιακές Καταθέσεις των νοικοκυριών ήταν αντίστοιχα 38 δισ. μέσα στο 2015 και 15 δισ. το 2010-2014, σύνολο 53 δισ.
Για τις προθεσμιακές καταθέσεις των νοικοκυριών στο διάστημα 2012-Σεπ. 2015 τα επιτόκια μειώθηκαν από το 4,78% στο 1,18%, δηλαδή 360 μ.β., ενώ για τις καταθέσεις Ταμιευτηρίου από 0,42% σε 0,11%. Το μέσο επιτόκιο όλων των καταθέσεων του συστήματος μειώθηκε από 2,84% σε 0,69%.
Μία λίγο πιο βαθιά ανάγνωση των στοιχείων έχει πολύ ενδιαφέρον.
Τα δύο μεγέθη (Προθεσμιακές καταθέσεις νοικοκυριών και επιτόκιά τους) παρουσιάζουν ένα πολύ υψηλό συντελεστή συσχέτισης για κάθε περίοδο. Αυτή η συσχέτιση γίνεται σχεδόν απόλυτη μέσα στους 9 μήνες του 2015. Αυτό το εύρημα είναι πολύ χρήσιμο να αναλυθεί. Τι σημαίνει;
Καταρχήν ο εντοπισμός στις προθεσμιακές καταθέσεις έχει μια σημασία από μόνος του. Και αυτό γιατί στην ελληνική τραπεζική πρακτική, οι προθεσμιακές καταθέσεις των νοικοκυριών αντιπροσώπευαν πάντα μια εν δυνάμει αποταμίευση, με τη λογική ότι εκεί όδευαν χρήματα που δεν χρειάζονται για την καθημερινή διαβίωση, χρήματα που θα μπορούσαν να «κλειδώσουν» για 3 μήνες, 6 μήνες, 12 μήνες, ίσως και παραπάνω.
Τι λένε λοιπόν τα στοιχεία; Ότι όσο η βασική μαγιά τραπεζικής αποταμίευσης των νοικοκυριών μειωνόταν δραματικά σε όλο το διάστημα 2010-Σεπ. 2015, μειώνονταν με πολύ κοντινούς ρυθμούς και τα επιτόκιά της. Μάλιστα στο διάστημα των 9 μηνών του 2015, η πτώση των επιτοκίων είναι σχεδόν απόλυτα συσχετισμένη με τη μείωση κατά 38 δισ. των προθεσμιακών καταθέσεων.
Θα περίμενε κανείς το αντίθετο ακριβώς. Όσο δηλαδή μειωνόταν η βάση των καταθέσεων να αυξάνεται το επιτόκιο, έτσι ώστε η απόδοσή τους να αποτελεί μια άμυνα ή ένα κίνητρο συγκράτησής τους στο σύστημα.
Σχεδόν άπαντες σχολιάζουν ότι κανένα επιτόκιο δεν θα μπορούσε να τα βάλει με τον φόβο και την απώλεια εμπιστοσύνης, που ήταν οι βασικές αιτίες απόσυρσης των καταθέσεων, κανένα επιτόκιο δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει τη μεγάλη φυγή. Και αυτό έχει υψηλό βαθμό αλήθειας. Η πλήρης όμως αλήθεια είναι ότι κανείς δεν δοκίμασε κάτι διαφορετικό και το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι κανείς δεν δοκιμάζει, ακόμα και μετά την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών, που εξάλειψε τον κίνδυνο bail in.
Και ένα ιδιαίτερο στοιχείο ακόμα. Στο τρίμηνο Ιούλιος-Σεπτέμβριος, η προσφερόμενη απόδοση σε προθεσμιακές καταθέσεις έχασε το 1/3 της αξίας της, ως αποτέλεσμα προφανώς των capital controls με τα οποία τα χρήματα δεν θα μπορούσαν να φύγουν πια, αλλά να παραμείνουν εγκλωβισμένα στους λογαριασμούς.
Το συμπέρασμα είναι ότι τελικά σε όλο το διάστημα της «εξαΰλωσης» των καταθέσεων, με απώλειες πάνω από 40% συνολικά και πάνω από 50% στις προθεσμιακές, η προτεραιότητα ήταν στη συγκράτηση του κόστους τους και όχι στη συγκράτηση των όγκων τους.
Κι αν το επιχείρημα «θα έφευγαν όποιο κι αν ήταν το επιτόκιο» είναι γενικά σωστό, είναι ταυτόχρονα και η εύκολη δικαιολογία για την έλλειψη φαντασίας και δημιουργικότητας, που τόσο απαραίτητες είναι ιδιαίτερα στις δύσκολες εποχές.
Το χειρότερο, δε, είναι ότι παραμένει πολύ ισχυρό και το αντίστοιχο επιχείρημα «κάποια στιγμή θα τα φέρουν πίσω», αναμένοντας να προηγηθεί η πολιτική σταθερότητα, που είναι δουλειά της Κυβέρνησης, χωρίς εν τω μεταξύ να υπάρχει πρωτοβουλία του συστήματος που διψάει κυριολεκτικά για καταθέσεις.
Η συνολική απώλεια κεφαλαίων χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από τις τράπεζες είναι στο ίδιο διάστημα 36 δισ., ποσό τεράστιο. Στη συγκυρία αυτή, δραματικής μείωσης καταθέσεων και χρηματοδότησης, η μέση διαφορά επιτοκίων (margin) αυξήθηκε από 319 μ.β. σε 438 μ.β., ακολουθώντας προφανώς τον παλιό εμπορικό κανόνα ότι μικρότερες πωλήσεις θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους. Έναν κανόνα που λειτουργεί σε περιβάλλον πρακτικά απουσίας ανταγωνισμού, όπως στο τραπεζικό σύστημα, ενώ σε μια ελεύθερη αγορά έχει κλείσει χιλιάδες επιχειρήσεις.
Η οικονομία έχει τεράστια ανάγκη χρηματοδότησης για να ξαναπάρει μπρός. Οι τράπεζες δεν θα χρηματοδοτήσουν, αν δεν δουν καταθέσεις να επιστρέφουν με κάποιο ρυθμό. Η ανακεφαλαιοποίηση δεν έλυσε το πρόβλημα της ρευστότητας. Οι καταθέσεις, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν δείχνουν σημάδια επιστροφής τους.
Οι πρακτικές pull πρέπει να αλλάξουν και να γίνουν push, χρειάζεται δηλαδή ένα επιθετικό marketing από τις τράπεζες αντί της παθητικής προσμονής. Όχι μόνο η απόδοση των καταθέσεων αλλά και πολλά άλλα προϊοντικά χαρακτηριστικά τους, σχεδιασμένα έξυπνα και καινοτόμα, πρέπει να μπουν στην agenda των τραπεζών. Η άσκηση είναι ποσοτική και χρονική, λείπουν μεγάλα, πολύ μεγάλα νούμερα και πρέπει να αποκατασταθεί η ισορροπία γρήγορα.
Αυτή η διπλή πρόκληση θέλει αντίστοιχα μεγάλες πρωτοβουλίες. Από όλους.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
* Στέλεχος της αγοράς που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.