Σε πρόσφατο άρθρο μας, αναφερθήκαμε στο τέρας της γραφειοκρατίας και στις επιπτώσεις που έχει στην οικονομία, την επιχειρηματικότητα αλλά και την καθημερινότητά μας.
Προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε τη σημασία που έχει ο περιορισμός της.
Φυσικά, δεν πρωτοτυπήσαμε, ούτε ανακαλύψαμε ξαφνικά την πυρίτιδα. Το θέμα έχει αναδειχθεί πάρα πολλές φορές, κυρίως από ανθρώπους της αγοράς.
Η γραφειοκρατία αποτελεί καθημερινό βίωμα όλων μας, καθώς διαπερνά και ρυθμίζει όχι μόνο τον δημόσιο βίο αλλά και την ιδιωτική μας ζωή. Είμαι βέβαιος ότι ο καθένας από εμάς έχει και κάποια ιστορία να πει σχετικά με το «τέρας» αυτό. Τη «γνωρίζουμε», τη ζούμε. Ωστόσο, σπάνια αντιλαμβανόμαστε την πολυδιάστατη και βαθύτατα αντιφατική φύση και λειτουργία της.
Όλοι αναγνωρίζουμε την ύπαρξη του «τέρατος» αλλά δεν κάνουμε κάτι προκειμένου να το εξοντώσουμε. Είναι το κακό που ταλανίζει την καθημερινότητά μας, αλλά το χειρότερο είναι ότι το έχουμε αποδεχθεί, χωρίς αντίδραση. Το θεωρούμε περίπου φυσιολογικό. Θεωρούμε τη γραφειοκρατία δεδομένο και αναγκαίο κακό, ενώ η καταπολέμησή της θα έπρεπε να είναι πρωταρχικός στόχος μας.
Κυριολεκτικά κάθε χρόνο «πετάμε» 14-15 δισ. ευρώ, βορά στο «τέρας». Από την άλλη μεριά, συζητάμε εδώ και μήνες για το νέο πακέτο λιτότητας και για πρόσθετους φόρους, και έχουμε το «τέρας» της γραφειοκρατίας ως ιερή αγελάδα.
Το «τέρας» δεν ηττάται με «διατάγματα» και νόμους που δεν εφαρμόζονται. Αντί να ξορκίζουμε τη γραφειοκρατία με ευχολόγια και να βάζουμε φιλόδοξους και πολύ δύσκολους στόχους, είναι προτιμότερο να ασχοληθούμε με πολλούς και μικρούς στόχους. Με τον τρόπο αυτό και οι στόχοι θα είναι εφικτοί και πραγματοποιήσιμοι, αλλά θα δημιουργείται και θετική ψυχολογία για τα επόμενα βήματα. Να σταματήσουμε τα ευχολόγια και τις κοινότοπες διαπιστώσεις και να έρθουμε, επιτέλους, στο δια ταύτα.
Ως πολίτες πρέπει να ζητήσουμε και να απαιτήσουμε την αποτελεσματική αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, που όχι μόνο δεν προσθέτει οικονομικά βάρη στον πολίτη αλλά αντίθετα θα του εξοικονομήσει και χρήματα.
Σε πολλές χώρες, με οικονομίες περισσότερο ανεπτυγμένες από τη δική μας και με περιορισμένη γραφειοκρατία, ξεκίνησαν δράσεις και διαδικασίες ώστε οι περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες προς τους πολίτες να γίνονται ηλεκτρονικά.
Ο στόχος είναι προφανής. Η ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών τις κάνει πιο φιλικές στον πολίτη και είναι πιο αποτελεσματικές. Οι ψηφιακές υπηρεσίες είναι πολύ πιο εύχρηστες γιατί επιτρέπουν την πρόσβαση από οποιοδήποτε σημείο. Είναι πολύ πιο αποτελεσματικές γιατί εξοικονομούν χρήματα των φορολογουμένων και είναι σίγουρα απείρως φθηνότερες από τις πρόσωπο με πρόσωπο συναλλαγές.
Αρκετοί ενδεχομένως αναρωτιούνται, μήπως αυτά είναι υπερβολές και φαντασία;
Θα αναφερθούμε σε πρόσφατα γεγονότα και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του.
Σε πρόσφατη εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας, σχετικά με τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων για τη ρύθμιση των ληξιπροθέσμων οφειλών, ζητούνται να προσκομισθούν (προφανώς εκτυπωμένα) στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι:
α) ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο,
β) η υπαγόμενη στη ρύθμιση οφειλή υπερβαίνει το 50% του δηλωθέντος ετήσιου εισοδήματος του οφειλέτη,
γ) η ακίνητη περιουσία του, όπως προκύπτει από τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης (Ε9), δεν υπερβαίνει σε αντικειμενική αξία το ύψος των 150.000 ευρώ.
Εάν είχαμε βάλει στόχο, ως χώρα, να περιορίσουμε την γραφειοκρατία, δεν θα έπρεπε να ζητηθεί κανένα δικαιολογητικό. Και τούτο γιατί:
α) Το ότι ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο προκύπτει από τον Αριθμό Φορολογικού μητρώου με τον οποίο συναλλάσσεται και υπάρχει στο μητρώο του Τaxis.
β) Το ετήσιο εισόδημα είναι ήδη δηλωμένο στο Ε1, καταχωρημένο στο Τaxis, με τον πιο επίσημο και αξιόπιστο τρόπο.
γ) Η περιουσιακή κατάσταση (Ε9) είναι επίσης στο Τaxis και μάλιστα ενημερωμένη μέχρι τον προηγούμενο μήνα.
Το μόνο που ίσως θα έπρεπε να ζητηθεί θα ήταν εξουσιοδότηση (και αυτή ηλεκτρονικά) για τη χρήση των στοιχείων, ή η ενημέρωση του πολίτη ότι έγινε χρήση αυτών των στοιχείων.
Εξυπακούεται ότι σε καμία περίπτωση δεν θεωρούμε ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει από τον συντάκτη της απόφασης αυτής ή τον προϊστάμενό του, αφού και να ήθελε, δεν θα μπορούσε, δεδομένου ότι δεν υπάρχει η κατάλληλη υποδομή. Η πολιτεία μας δεν φρόντισε να συνδέσει ηλεκτρονικά τις δημόσιες υπηρεσίες μας, με αποτέλεσμα η κάθε υπηρεσία να λειτουργεί ως να είναι "άλλου κράτους".
Θα αναφέρουμε και ένα δεύτερο γεγονός, εξίσου σημαντικό κατά τη γνώμη μας για την ανάπτυξη της οικονομίας μας.
Πριν από λίγες μέρες δημοσιεύθηκε τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου η οποία αφορούσε προσφυγή φορολογούμενης εταιρείας από το 1993 για υπόθεση που αναγόταν στη χρήση 1987.
Δηλαδή, χρειάστηκαν 22 ολόκληρα χρόνια να τελεσιδικήσει μια αμφισβήτηση, η οποία αφορούσε υπόθεση πριν από 28 χρόνια.
Δεν κρίνουμε την απόφαση, όποια και αν είναι αυτή. Άλλωστε μπορεί πλέον να μην έχει καμία αξία ούτε για τον φορολογούμενο, ούτε για το δημόσιο. Αλλά αναρωτούμαστε, ποιος σοβαρός επενδυτής θα στήσει επιχείρηση με αυτές τις συνθήκες;
Προφανώς και δεν ευθύνεται ο δικαστής για την αργοπορία αυτή. Είναι αποτέλεσμα του "συστήματος", το οποίο αρνούμαστε να μεταρρυθμίσουμε.
Στη χώρα μας, ακόμα και σήμερα, σχεδιάζουμε διαδικασίες όπου ο πολίτης πρέπει να παρουσιαστεί αυτοπροσώπως σε κάποιον υπάλληλο να τον εξυπηρετήσει, ενδεχομένως δε και σε δημόσια υπηρεσία αρκετά μακριά από τον τόπο κατοικίας του.
Σε άλλες χώρες, που δεν έχουν ούτε τη δική μας γραφειοκρατία, ούτε και τα δικά μας προβλήματα, την ψηφιακή σύγκλιση την έχουν πάρει στα σοβαρά και δεν είναι μέρος της οποιασδήποτε κομματικής ή συντεχνιακής απόφασης.
Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας θα έπρεπε να είναι εθνικός στόχος για όλους μας. Αρκεί να το πιστέψουμε και να αποφασίσουμε να το εφαρμόσουμε. Σε πρώτη φάση είναι αρκετό να εφαρμόσουμε τη μεθοδολογία που ακολούθησαν χώρες με απτά αποτελέσματα. Τα υπόλοιπα θα μας οδηγήσουν μόνα τους και θα μας δείξουν ότι μπορούμε να επιτύχουμε κάτι και να πάμε παρακάτω.
* Ο κ. Χρήστος Κήττας είναι Οικονομολόγος, μέλος του Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.