Η θερινή τουριστική σεζόν του 2015 έφτασε στο τέλος της. Κατά πολλούς, ήταν μια χρονιά που δοκιμάσθηκαν οι αντοχές του ελληνικού τουρισμού και κατά τους ίδιους, περάσαμε τις εξετάσεις με επιτυχία. Αν θέλουμε να είμαστε, όμως, ειλικρινείς, η Ελλάδα ως τουριστικός προορισμός άντεξε, ο τουρισμός δέχτηκε κλυδωνισμούς, των οποίων τα συμπτώματα και τις παρενέργειες θα βιώνουμε για κάποιο διάστημα. Νοσεί βαθιά, αλλά δεν αρρώστησε τώρα. Ήταν άρρωστος γιατί πρωτίστως αρρώστησε η φιλοξενία, η αρχή και πεμπτουσία του τουρισμού, αλλά και γιατί ασθενεί σιωπηλά, χωρίς τη φροντίδα και τη θεραπεία που του αρμόζει.
Ας αφήσω όμως την παρομοίωση και να περάσουμε στην ουσία. Δεν υπάρχει ελληνικός τουρισμός! Υπάρχουν επιχειρηματίες και επιχειρήσεις τουρισμού. Υπάρχουν επαγγελματίες του τουρισμού. Υπάρχουν και τουρίστες. Η ελληνική γλώσσα μάς μαθαίνει, ασχέτως αν αγνοούμε συστηματικά τους κανόνες και τα διδάγματά της, ότι μόνο ό,τι περιγράφεται με ακρίβεια, αντιμετωπίζεται και στην ουσία του.
Η ακριβής ανάγνωση είναι ότι σε καμία σχεδόν περιοχή της Ελλάδας δεν έχουμε τουρισμό ως δραστηριότητα που ενώνει, συνθέτει, αναδεικνύει και εξελίσσει. Έχουμε ανθρώπους που με δικές τους δυνάμεις, σε ένα αδύναμο πλαίσιο που αγνοεί ή υποτιμά την προστιθέμενη αξία της τουριστικής δραστηριότητας, αγωνίζονται, δημιουργούν και συχνά μας κάνουν περήφανους. Είναι αρκετό;
Ο ελληνικός τουρισμός θα περάσει από συμπληγάδες τον χειμώνα που ακολουθεί. Ο κύριος λόγος δεν είναι ούτε ο αυξημένος ΦΠΑ, ούτε ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας, ούτε οι ελλιπείς υποδομές, ούτε η ελλιπέστατη εκπαίδευση, ούτε η απουσία στρατηγικού πλάνου στα πρότυπα της Τουρκίας, ούτε το ανύπαρκτο crisis management, ούτε... ούτε... ούτε... Ο κύριος λόγος είναι η λανθασμένη ανάγνωση της συνολικής συμμετοχής του ελληνικού τουρισμού στο ΑΕΠ και στην απασχόληση.
Θα μπορούσα να μιλήσω για άλλα δέκα ζητήματα, αλλά ας μη γελιόμαστε, αν δεν αναλύσει κάποιος αυτά τα δύο, δεν ξέρει ούτε τι ισχύει, αλλά κυρίως ούτε τι θα μπορούσε να ισχύσει. Και δεν αναφέρομαι στον τουρισμό μόνο, αλλά σε όλες εκείνες τις οικονομικές δραστηριότητες που εξαρτώνται άμεσα και συνθέτουν, εν τέλει, το προϊόν «Ελληνική Φιλοξενία». Γιατί μαζί με τον τουρισμό, καταρρέει και ο πολιτισμός, η ιστορία μας, ο πρωτογενής μας τομέας, η βιομηχανία μας, η κατ' ουσίαν εκπαίδευση κ.λπ.
Τι μένει; Ένα ελληνικό τραπεζικό σύστημα που θα κληθεί να καθαρίσει τα «άπλυτα» των τουριστικών επιχειρήσεων, κυρίως των ξενοδοχείων, που από λεκέδες που είχαν πριν την κρίση, τώρα έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Κάποιοι φταίνε. Οι περισσότεροι είναι θύματα μιας πολιτικής αφελληνισμού των επιχειρήσεων στον βωμό του γρήγορου κέρδους ή της μείωσης της ζημίας. Και όλα αυτά σε έναν κλάδο που αποδίδει σε βάθος χρόνου και απαιτεί σταθερότητα για να δώσει το αποτέλεσμά του, είτε είναι οικονομικό, είτε είναι συνοχής και ανάδειξης περιοχών και χώρας. Η σταθερότητα, όμως, από δεδομένο, έγινε ζητούμενο.
Η κυβέρνηση σωστά πια προσπαθεί να περισώσει την ελληνική επιχειρηματικότητα, όχι γιατί μας βολεύει, αλλά γιατί σε μια νέα τάξη πραγμάτων, συνεκτικός ιστός θα είναι ο Έλληνας επιχειρηματίας και όχι η εφήμερη ξένη χρηματοδότηση που αποσκοπεί στο γρήγορο και, σχεδόν, ανήθικο κέρδος. Προφανώς και είναι απαραίτητη η εισροή ξένου κεφαλαίου για να πάρει ύψος ή να σταθεροποιηθεί το οικονομικό οικοδόμημα. Ο τρόπος, οι όροι αν θέλετε, και το εύρος, θα καταδείξει αν τελικά επιθυμούμε ακόμη να λεγόμαστε Ελλάδα, αν θα λειτουργήσουμε ως σύγχρονη Ελλάδα και αν η ελληνική φιλοξενία θα γίνει ξανά αυτό που λέει η φράση, Ελληνική Φιλοξενία.
* Ο Αλέξανδρος Αγγελόπουλος είναι αντιπρόεδρος του ξενοδοχειακού ομίλου Aldemar Resorts και μέλος των Δ.Σ. του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΞΕΕ).
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.