Προκειμένου το κράτος να μπορεί να λειτουργεί και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του απέναντι στους πολίτες, χρειάζεται πόρους. Τους πόρους αυτούς τους αντλεί μέσω της φορολογίας, την οποία επιβάλει στους πολίτες του, με διάφορες μορφές. Έτσι λοιπόν μεταξύ του κράτους και των πολιτών υπάρχει ένα άτυπο συμβόλαιο. Το κράτος εξασφαλίζει την παροχή ορισμένων υπηρεσιών και σε αντάλλαγμα οι πολίτες καταβάλλουν φόρους.
Οι φόροι για να είναι αποδεκτοί και να δημιουργούν αίσθημα υποχρέωσης καταβολής, εκτός των άλλων, πρέπει να έχουν μια βασική ηθική αρχή: Να είναι ανταποδοτικοί. Έτσι το κράτος αποκτά το ηθικό έρεισμα να απαιτεί και να επιβάλλει την καταβολή τους.
Αν λοιπόν δεχθούμε ότι η ανταποδοτικότητα είναι η βάση της φορολογίας και ότι ο ρόλος του κράτους είναι εποπτικός, πάνω σε κανόνες και αρχές που το ίδιο πρέπει να θέτει, τότε πρέπει να παραδεχθούμε ότι το Ελληνικό κράτος δεν πέτυχε στο ρόλο του και δεν έχει κανένα ηθικό δικαίωμα να απαιτεί από τους πολίτες να καταβάλλουν οποιοδήποτε φόρο. Διότι απλούστατα το κράτος έχει κυριολεκτικά εγκαταλείψει τον εποπτικό του ρόλο, τον οποίο ουσιαστικά έχει εκχωρήσει στα χέρια διαφόρων συντεχνιακών ομάδων που διαμορφώνουν μια καθημερινότητα ανάλογα με τις επιδιώξεις τους και χωρίς να τηρούν κανένα γενικότερο πλαίσιο κανόνων.
Ο φόρος, λοιπόν, είναι η τιμή που ζητεί το κράτος από τους πολίτες του για να τους «εξασφαλίζει» καλές δημόσιες υπηρεσίες. Οι φόροι στην Ελλάδα δυστυχώς δεν είναι ανταποδοτικοί. Δεν παρέχουν καλή και ποιοτική εκπαίδευση, καλή περίθαλψη, καλούς και ασφαλείς δρόμους, καλή άμυνα, καλή αστυνόμευση και ασφάλεια, γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης. Το κράτος, επειδή ασκεί την εξουσία, απαιτεί οποιοδήποτε φόρο εκείνο θεωρεί αναγκαίο για την λειτουργία του από τον πολίτη, ακόμη και αν εκείνο δεν τηρεί τους όρους του συμβολαίου που έχει συνάψει μαζί του.
Στην Ελλάδα οι διάφορες κοινωνικές ομάδες προσπαθούν να αποσιωπήσουν και να υποβαθμίσουν το θέμα της ανταποδοτικότητας των φόρων. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν προστατευόμενες συντεχνίες τις οποίες το κράτος επιτρέπει να λειτουργούν σε βάρος του συνόλου. Ουσιαστικά κανένα από τα λεγόμενα κλειστά επαγγέλματα δεν μπορεί να ασκηθεί ελεύθερα. Η φορολογία που εφαρμόζεται ήδη στην Ελλάδα είναι βαθιά αντιαναπτυξιακή και εχθρική στον φορολογούμενο. Για πάρα πολλούς, η φορολογία είναι ένα είδος τιμωρίας και ποινής την οποία το κράτος πρέπει να επιβάλλει στους πλούσιους.
Το θέμα της φορολογίας στην Ελλάδα, με άλλα λόγια, θα πρέπει να τεθεί στο ηθικό επίπεδο της ανταποδοτικότητας τους. Βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μας διαφεύγει ο κοινωνικός και αναδιανεμητικός χαρακτήρας της φορολογίας.
Όμως, οι πολίτες πλέον δεν αντέχουν καμία νέα φορολογική επιβάρυνση. Τους έχει μάλιστα δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι οι φόροι είναι τόσο βαρείς και πολλαπλασιάζονται συνεχώς γιατί το κόστος των υπηρεσιών του κράτους παραμένει πολύ μεγάλο. Αντίθετα, η ποιότητα των υπηρεσιών του είναι πάρα πολύ χαμηλή και η κρατική αυθαιρεσία δημιουργεί άνιση μεταχείριση των πολιτών και δυσανάλογη επιβάρυνση των συνεπών φορολογούμενων. Και ναι μεν, αν οι παραπάνω φόροι πήγαιναν για ανακούφιση των άνεργων συνανθρώπων μας, θα ήταν αυτή μία αποδεκτή επιβάρυνση, αλλά δυστυχώς πολύ μικρό μέρος μόνο της παραπάνω επιβαρύνσεως πηγαίνει εκεί, τα περισσότερα πηγαίνουν για να καλύπτουν το σπάταλο, ανοικονόμητο και αναποτελεσματικό Δημόσιο. Κατά συνέπεια και οι συνεπείς φορολογούμενοι πλέον αισθάνονται ότι δεν έχουν καμία υποχρέωση να πληρώνουν τις αδυναμίες του κράτους, την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού, το σπάταλο και μη παραγωγικό Δημόσιο που συνεπάγεται την άνιση μεταχείριση των πολιτών και δυσανάλογη επιβάρυνση των συνεπών.
Στην Ελλάδα ανθεί ίσως η μεγαλύτερη παραοικονομία στην Ευρώπη. Το κράτος, μέχρι σήμερα, δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να διορθώσει τον τομέα αυτό. Λόγω των σοβαρών αδυναμιών και της κακής οργάνωσης του φορολογικού και φοροεισπρακτικού μηχανισμού, τα φορολογικά έσοδα αντλούνται και επιβαρύνουν δυσανάλογα αυτούς, που δεν δύνανται ή δεν κατορθώνουν να αποκρύπτουν εισοδήματα.
Αν κάποιος λοιπόν είναι νέος ελεύθερος επαγγελματίας και έχει την τύχη να κερδίζει σε μια υφεσιακή οικονομία 1.500,00 € το μήνα (18.000,00 € σε ετήσια βάση), ας δούμε τί μερίδιο θα δώσει στο κράτος ετησίως ως άμεση και έμμεση φορολογία ή ασφαλιστικές εισφορές, που στην πραγματικότητα είναι επίσης φορολογία.
Άμεσος φόρος, λοιπόν, από το πρώτο ευρώ 26% ήτοι 4.680,00 € συν 55% προκαταβολή φόρου του επόμενου έτους, δηλαδή άλλα 2.575,00 € και επειδή είναι επαγγελματίας θα πληρώσει και τέλος επιτηδεύματος άλλα 600,00 € ανεξάρτητα από το εισόδημά του, και επιπλέον ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Επίσης, χρειάζεται για ασφάλιστρα άλλα 450,00 € το μήνα. Αν υπολογίσουμε ότι, λόγω της κατανάλωσης, θα επιβαρυνθεί κατά μέσο όρο με ΦΠΑ 850,00 €, τότε το εισόδημα που του απομένει ανέρχεται σε 3.900 € το χρόνο ή 325 € τον μήνα. Συνολικά στο δημόσιο θα καταβάλει λοιπόν περίπου 14.100 € ή με απλά λόγια το 78% του εισοδήματός του θα πάει στο κράτος για να καλύψει ανελαστικά έξοδα. Νομίζω, μετά από το παραπάνω, οποιαδήποτε συζήτηση περί φοροδιαφυγής πρέπει να τεθεί και σε μια άλλη διάσταση.
Πρέπει να βρεθούν τρόποι ώστε το πραγματικό κόστος του κράτους να γίνει ανταποδοτικό στον φορολογούμενο. Είναι βέβαιο ότι αυτό και τη φοροδιαφυγή θα περιορίσει, αλλά κυρίως θα δώσει το ηθικό πλεονέκτημα στο κράτος να απαιτεί και να επιβάλλει την είσπραξη των φόρων. Γιατί μόνο με απειλές και κυνήγι μαγισσών, τα οποία εκτός των άλλων δημιουργούν και ανασφάλεια στους συνεπείς φορολογούμενους, δεν μπορεί να περιορισθεί η φοροδιαφυγή.
*Ο κ. Χρήστος Κήττας είναι Οικονομολόγος, μέλος του Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.