Το τρίτο μνημόνιο, που επιτάσσει σκληρά φορολογικά μέτρα με σκοπό την αύξηση των κρατικών εσόδων για την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους προς τους δανειστές, θα φέρει το εντελώς αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, αφού θα οδηγήσει στη μείωση των εσόδων και εν τέλει στον μηδενισμό τους, διότι ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος και για να ακριβολογούμε, ουκ αν λάβοις παρά του αφανισμένου.
Η νέα φοροκαταιγίδα αποτελεί τη χαριστική βολή για τις επιχειρήσεις που προσπαθούν και έχουν καταφέρει, με επώδυνα μέτρα και για τις ίδιες και για τους εργαζόμενούς τους, να επιβιώσουν τα τελευταία χρόνια ύπαρξης των μνημονίων.
Ο συντελεστής ΦΠΑ αυξάνεται από το 13% στο 23% σε πληθώρα καταναλωτικών αγαθών διατροφής καθώς και στην παροχή υπηρεσιών όπως η εστίαση και η μεταφορά προσώπων, ενώ επιβάλλεται και σε υπηρεσίες που πριν δεν υπάγονταν στον ΦΠΑ, όπως φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης και ξένων γλωσσών, ιατρικές υπηρεσίες κ.ά. Επιπροσθέτως, ιδιαίτερης σημαντικότητας είναι η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά.
Παράλληλα, η φορολογία κερδών των επιχειρήσεων αυξάνεται από 26% σε 29% και οι προκαταβολές φόρου από 80% σε 100% στις κεφαλαιουχικές εταιρείες και από 55% σε 75% στις προσωπικές και ατομικές επιχειρήσεις.
Η αλλαγή των συντελεστών ΦΠΑ μπορεί να αντιμετωπιστεί από τις επιχειρήσεις με δύο τρόπους: είτε με εσωτερική απορρόφηση, είτε με μετακύλιση της αύξησης στον καταναλωτή.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η πρώτη τακτική μειώνει τα έσοδα των επιχειρήσεων, τη στιγμή που τα έξοδά τους παραμένουν σταθερά ή αυξάνονται, μειώνοντας έτσι το συνολικό τους εισόδημα, ενώ η δεύτερη τακτική αυξάνει τις τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών μειώνοντας έτσι τον τελικό τους τζίρο, άρα και τα έσοδα και το εισόδημά τους.
Επιπλέον, η αύξηση των τιμών έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ανταγωνιστικότητας σε νευραλγικούς κλάδους της χώρας, όπως του τουρισμού, της εστίασης, της παραγωγής και εμπορίας τροφίμων, που αποτελούν το κλειδί για την ανάπτυξη της οικονομίας και επομένως των κρατικών εσόδων.
Στα ήδη μειωμένα έσοδα λοιπόν των επιχειρήσεων επιβάλλεται αυξημένη φορολογία κατά 3% και εξωφρενικά μεγάλο ποσοστό προκαταβολής, της τάξης του 100% και του 75%, μειώνοντας έτσι το εναπομείναν εισόδημά τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους όχι μόνο απέναντι στο κράτος αλλά κυρίως απέναντι στην ίδια τη λειτουργία τους.
Οι επιχειρήσεις, στην προσπάθειά τους να αντεπεξέλθουν στη νέα φορολογική επιδρομή διατηρώντας σταθερό το επίπεδο του καθαρού τους εισοδήματος, θα προβούν στη μείωση των λειτουργικών τους εξόδων κατά κύριο λόγο, με περικοπές μισθών και υπαλληλικού προσωπικού.
Συνεπώς, θα ακολουθήσει μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών και ταυτόχρονα αύξηση της ανεργίας, γεγονός που μέσω του οικονομικού κυκλώματος επιφέρει πτώση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες και επομένως περαιτέρω μείωση του τζίρου και των εσόδων των επιχειρήσεων, που σταδιακά θα οδηγηθούν, μη έχοντας άλλες επιλογές, στο κλείσιμο ή στην αυξανόμενη φοροδιαφυγή για να καταφέρουν να επιβιώσουν.
Ενώ λοιπόν, οι επιχειρήσεις οδηγούνται είτε στην αυτοκτονία, είτε στην παρανομία, δεν διαφαίνεται πουθενά μια σοβαρή κρατική πρωτοβουλία για την προσπάθεια μείωσης των λειτουργικών εξόδων των επιχειρήσεων, μέσω της εκπαίδευσης και της μετάδοσης συμβουλών και τεχνογνωσίας στους επιχειρηματίες ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά τους, αλλά ούτε και προσπάθεια αύξησης των εξαγωγών μέσω οργανωμένης και καθολικής εκπροσώπησης των επιχειρήσεων στο εξωτερικό, είτε άμεσα με ειδικά κυβερνητικά κλιμάκια, είτε με τη σωστή καθοδήγηση και βοήθεια των διαφόρων συνεταιρισμών, συντεχνιών και εμπορικών συλλόγων.
Συνοψίζοντας λοιπόν, διαπιστώνουμε πως η πολιτεία, ούσα ανίκανη να δημιουργήσει και να εφαρμόσει μια οικονομική-φορολογική πολιτική που θα αυξήσει τα φορολογικά έσοδα και θα πατάξει τη φοροδιαφυγή, θεσπίζει ένα συνδυασμό μέτρων που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί είτε στην εξόντωση των επιχειρήσεων, είτε στην αύξηση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, με αποτέλεσμα τη σταδιακή πτώση των κρατικών εσόδων και εν τέλει τον μηδενισμό τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις, για τους πολίτες και για όλη τη χώρα.
Δυστυχώς, η οικονομία της χώρας έχει βουλιάξει και αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, έστω και αργά, σε λίγο καιρό δεν θα μπορούμε να σώσουμε ούτε το κουφάρι της.
* Ο Μιχάλης Πόλυγγερ είναι οικονομολόγος, Γενικός Διευθυντής και Επίτιμος Πρόεδρος του Λ.Σ.Α. Η Χριστίνα Κολίντζα είναι φοροτεχνικός.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.