Το ευρώ είναι ένα ημιτελές νόμισμα, με πολλά προβλήματα, που προκύπτουν από το γεγονός ότι δεν συνοδεύεται από μια δημοσιονομική και πολιτική ένωση. Ως κοινό νόμισμα, δε, ωφελεί κυρίως τις ισχυρές εξαγωγικά χώρες του Βορρά (και κυρίως τη Γερμανία), που αν είχαν το δικό τους, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν το κόστος της ισχυρότερης ισοτιμίας.
Το γεγονός όμως ότι τα οικονομικά προβλήματα δεν εντοπίζονται πια μόνο στο Νότο αλλά κάνουν σταδιακά την εμφάνισή τους και στον πυρήνα της Ευρώπης, ακόμη δε και στο Βορρά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Φινλανδία, δείχνει ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Στην ουσία αφορά όχι μόνον την Ευρώπη, αλλά συνολικά την αποκαλούμενη «Δύση».
Για κάποιες εκατονταετίες η Ευρώπη, στην αρχή μόνη της και στη συνέχεια μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στο παγκόσμιο στερέωμα. Ακόμη και τον 20ό αιώνα, η Δύση ήταν οικονομικά επικυρίαρχος του πλανήτη. Η κατάσταση όμως αυτή έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει με τρόπο που σήμερα μοιάζει αναπόδραστος.
Ένα πρόσφατο γράφημα του Economist Intelligence Unit αποτυπώνει με ξεκάθαρο τρόπο τα δεδομένα και τις τάσεις. Το οικονομικό κέντρο βάρους μετατοπίζεται διαρκώς προς την Ασία και τον Ειρηνικό, με επίκεντρο βεβαίως την Κίνα και δευτερευόντως την Ινδία, ενώ η σημασία της «Δύσης» γίνεται ολοένα και μικρότερη.
Τη δεκαετία 1980-90 η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού κατείχε κάτι λιγότερο από το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σε αυτήν τη δεκαετία που διανύουμε το ποσοστό έχει φτάσει κοντά στο 35% και οι τάσεις δείχνουν ότι την επόμενη θα είναι κοντά στο 45%, τη μεθεπόμενη στο 50% και το 2041-50 θα είναι κοντά στο 55%, με τη Δύση (που στη δεκαετία του 1980 κατείχε μερίδιο της τάξεως του 70%!) να έχει πέσει σε ποσοστό της τάξεως του 35%.
Παρότι οι καταστάσεις δεν εξελίσσονται ποτέ γραμμικά στον χρόνο (εξ ου και οι προβλέψεις πέφτουν συνήθως έξω), οι τάσεις είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικές. Εκτός αν αλλάξει κάτι με τρόπο δραματικό, όλα όσα ξέραμε και όσα ζήσαμε στις προηγούμενες δεκαετίες κινδυνεύουν να ανατραπούν.
Με απλά λόγια, η «μπουκιά» της Ευρώπης στην «πίτα» του παγκόσμιου ΑΕΠ γίνεται μικρότερη και η αύξηση της πίτας συνολικά δεν αρκεί για να καλύψει τη διαφορά. Αυτό το γεγονός, που αντικατοπτρίζεται ήδη στους ρυθμούς ανάπτυξης, δημιουργεί πιέσεις τόσο σε θέματα κοινωνικού κράτους και ασφάλισης (καθώς οι παροχές δεν μπορούν παρά να προκύπτουν από τον παραγόμενο πλούτο και την ανακατανομή του, αλλά και να εξαρτώνται από τη γήρανση του πληθυσμού), όσο και σε θέματα ανταγωνιστικότητας και καινοτομίας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, λοιπόν, θα πρέπει να εξεταστεί και το αφήγημα της δραχμής, ένα αφήγημα που όπως και το «ευρώ πάση θυσία», για να είμαστε ειλικρινείς, δεν έχει ποτέ εξηγηθεί αναλυτικά από κανέναν. Όσοι αναπολούν τις εποχές της δραχμής λησμονούν ίσως ότι τότε, σχεδόν ως το τέλος της ζωής του ελληνικού νομίσματος, η παγκοσμιοποίηση ήταν απλώς μια λέξη, τα περισσότερα από τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης δεν είχαν ουσιώδη ανταγωνισμό με την Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένων και των κρατών της Βαλκανικής), ενώ οι γίγαντες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής δεν είχαν ακόμη ξυπνήσει από τον ύπνο τους.
Τα δεδομένα σήμερα είναι εντελώς διαφορετικά. Ο ανταγωνισμός είναι παγκόσμιος και στις περισσότερες περιπτώσεις οι απόπειρες προσέλκυσης εξαγωγών με κύρια βάση την τιμή (και τα χαμηλά μεροκάματα) είναι σχεδόν μοιραίο να αποτύχουν μεσοπρόθεσμα καθώς υπάρχει τεράστια ψαλίδα ανάμεσα σε εμάς και στις προαναφερθείσες χώρες, ορισμένες εκ των οποίων (όπως η Κίνα) είναι σχεδόν βέβαιο ότι μέσα στα επόμενα χρόνια θα αρχίσουν πλέον να προσφέρουν προϊόντα πολύ υψηλότερης ποιότητας, σε άκρως ανταγωνιστικές τιμές, όπως συνέβη κάποτε και στην περίπτωση της Ιαπωνίας.
Ποιο είναι το συμπέρασμα με βάση όλα αυτά; Ότι το ερώτημα περί ευρώ ή δραχμής αυτή τη στιγμή δεν έχει παρά δευτερεύουσα σημασία, για μια μικρή χώρα που είναι ήδη χρεοκοπημένη και στηρίζεται στη βοήθεια των εταίρων της. Η οποία μάλιστα θα συνεχίσει να στηρίζεται στη βοήθειά τους ακόμη κι αν θελήσει να αποχωρήσει από το ευρώ και να αντιμετωπίσει βραχυμεσοπρόθεσμα ακόμη χειρότερες συνέπειες.
Το δίλημμα είναι εξόχως παραπλανητικό κι εν τέλει κοιμίζει για μία ακόμη φορά την κοινωνία της χώρας, αποκρύπτοντας τις πραγματικές συνθήκες, τις αναπόδραστες αλλαγές που πρέπει να γίνουν, αν δεν θέλουμε το βιοτικό μας επίπεδο να κατρακυλήσει στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Αυτό που έχει σημασία είναι να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της χώρας, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, να καταλάβουμε ότι έχουμε μείνει πίσω από τις εξελίξεις και να προσπαθήσουμε να αντλήσουμε βέλτιστες πρακτικές από το εξωτερικό, ώστε να χτίσουμε το δικό μας «εθνικό σχέδιο» εξόδου από την κρίση. Ένα σχέδιο επανίδρυσης της χώρας.
Δυστυχώς, μέχρι τώρα η εθνική συνεννόηση που προϋποτίθεται κολλάει όχι μόνο σε πληθώρα κατεστημένων συμφερόντων, όχι μόνο σε αναχρονιστικές αντιλήψεις που αντιστέκονται σε κάθε πιθανή αλλαγή, αλλά και σε ιδεοληψίες που ψάχνουν την αριστερή, ή τη δεξιά, ή φιλελεύθερη «ταυτότητα» κάθε εναλλακτικής, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι επί της ουσίας, μέσα στο καθεστώς αναποτελεσματικότητας, προχειρότητας, αναξιοκρατίας,διαφθοράς και συναλλαγής το οποίο εγκαθιδρύσαμε, κανένας δρόμος δεν μπορεί να οδηγήσει σε καλή λύση.
Από εδώ λοιπόν πρέπει να ξεκινήσουμε. Από μια προσπάθεια επανίδρυσης της χώρας με νέους όρους, με πόνο, με δυσκολίες, με το βλέμμα στην κοινωνία και στις ανισότητες που δημιουργούνται. Διότι χωρίς την κοινωνία να ακολουθεί, τέτοιες αλλαγές δεν γίνεται να υλοποιηθούν.
Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία που έχει η Ελλάδα. Κι αν δεν αξιοποιηθεί, η ολοσχερής πλέον καταστροφή θα είναι θέμα σύντομου χρόνου.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.