Στις... τρεις και μίση πλέον δεκαετίες, όπου η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουμε συνηθίσει στην επιλεκτική σπουδή, με την οποία οι εκάστοτε κυβερνήσεις επιλέγουν να εφαρμόζουν κοινοτικές οδηγίες, όταν πρόκειται για εισπρακτικά μέτρα, αλλά και τη χαρακτηριστική αμέλεια, όταν η πολιτική, που πρέπει να εφαρμοστεί, σημαίνει ότι η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να βάλει το χέρι στην τσέπη.
Η πρακτική αυτή, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι πιο συχνή στα φορολογικά.
Και, παρά το γεγονός ότι θα περίμενε κανείς πως – λόγω της βαθύτατης κρίσης της τελευταίας πενταετίας – το κράτος θα ήταν συνεπές και αρωγός προς τις επιχειρήσεις, δίνοντας το καλό παράδειγμα, η μέχρι σήμερα εμπειρία έχει δείξει το αντίθετο.
Και, αν κάποιος επιχειρηματολογήσει υπέρ της πρακτικής του Δημοσίου, επικαλούμενος τις έκτακτες οικονομικές συνθήκες, η αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου και μείζονος σημασίας θέματος από τις άλλες – επίσης υπό καθεστώς κρίσης – χώρες του Νότου, δείχνει ότι εμείς επιλέγουμε για ακόμα μια φορά να... ξεχωρίζουμε.
Αφορμή για τον παραπάνω σχολιασμό αποτελεί το ζήτημα της έκπτωσης ΦΠΑ ανείσπρακτων απαιτήσεων.
Με την εγκύκλιο 1056, το Υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ότι (Β' παράγραφο): «Στην αξία της απαίτησης, προκειμένου για τον υπολογισμό πρόβλεψης επισφαλών απαιτήσεων, δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ με το οποίο επιβαρύνονται οι πωλήσεις ή υπηρεσίες, καθόσον δεν αποτελεί ακαθάριστο έσοδο της επιχείρησης...».
Παρόλο, δηλαδή, που αναγνωρίζεται ότι η απαίτηση είναι ενδεχομένως ανείσπρακτη και επιτρέπεται η δημιουργία προβλέψεως και, συνεπώς, παρέχεται στην επιχείρηση η δυνατότητα να μη φορολογηθεί για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος για την ανείσπρακτη αυτή απαίτηση, πρακτικά το δημόσιο ζητά να εισπράξει το ΦΠΑ από μία επιχείρηση, που δεν τον έχει εισπράξει!
Η λογική της έκπτωσης του ΦΠΑ στην περίπτωση αυτή βασίζεται στο αίσθημα δικαίου και συνοψίζεται στην – αυτονόητη - ιδέα ότι δεν είναι σωστό να επιβαρύνεται μια επιχείρηση με καταβολή ΦΠΑ, ο οποίος τελικά δεν εισπράχτηκε.
Ας δούμε, ωστόσο, πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδεχόμενη την παραπάνω λογική, με την οδηγία 112/2006 (άρθρο 90), προσπαθεί να αντιμετωπίσει το θέμα αυτό: «Σε περίπτωση ακύρωσης, καταγγελίας, λύσης, ολικής ή μερικής μη καταβολής, ή μείωσης της τιμής, που επέρχεται μετά την πραγματοποίηση της πράξης, η βάση επιβολής του φόρου μειώνεται ανάλογα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις, που καθορίζονται από τα κράτη μέλη».
Μάλιστα, δίνεται η επιλογή στα κράτη μέλη να μην το εφαρμόσουν σε περιπτώσεις ολικής ή μερικής μη καταβολής.
Τα κράτη μέλη, σε αυτή την περίπτωση, αφέθηκαν να κρίνουν, σύμφωνα με τα συμφέροντα τους, για την ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία αυτού του σημαντικού σημείου περί «ολικής ή μερικής μη καταβολής». Το ενδιαφέρον, εδώ, είναι ότι σχεδόν όλα τα κράτη μέλη επέλεξαν την εφαρμογή του, έστω και με διαφορετικές παραλλαγές το καθένα. Επέλεξαν, δηλαδή, την απομείωση του οφειλόμενου ΦΠΑ εκροών σε περιπτώσεις, όπου δεν έχει εξοφληθεί η οφειλή.
Μόνο έξι κράτη μέλη δε νομοθέτησαν περί αυτού, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται δυστυχώς και η... Ελλάδα !
Τι έκαναν οι άλλοι νότιοι
Ας δούμε λοιπόν τι συμβαίνει σχετικά με το μέτρο αυτό στις υπόλοιπες χώρες της συχνά αναφερόμενης ζώνης του Νότου, όπου οι ανεξόφλητες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων αυξήθηκαν ραγδαία, όπως συνέβη και στη δική μας οικονομία.
Η Ισπανία, εφαρμόζοντας το μέτρο, θέτει ως προϋπόθεση το ποσό της οφειλής να ξεπερνά τα 300 ευρώ και να έχει παρέλθει ένα τουλάχιστον έτος από την ημερομηνία λήξης της οφειλής, ενώ για επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών κάτω των 6 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο χρονικό όριο μειώνεται στους έξι μήνες, με βασική προϋπόθεση ο προμηθευτής να έχει προχωρήσει σε δικαστική διαταγή πληρωμής έναντι του οφειλέτη και εντός τριών μηνών να έχει κατατεθεί στις αρχές το αίτημα έκπτωσης του ανείσπρακτου ΦΠΑ.
Στη γειτονική μας Ιταλία, η νομοθεσία προϋποθέτει το απλήρωτο ποσό να σχετίζεται με πτώχευση του οφειλέτη, κάτι που ισχύει και στην Πορτογαλία, όπου η οφειλή πρέπει να έχει μείνει ανεξόφλητη για χρονικό διάστημα άνω των δύο ετών και να αποδεικνύονται οι προσπάθειες του προμηθευτή για την ανάκτηση του. Στη συγκεκριμένη χώρα είναι απαραίτητη η συγκατάθεση των αρχών για την έκπτωση του ΦΠΑ που σχετίζεται με ανεξόφλητη οφειλή άνω των 150.000 ευρώ, ενώ το μέτρο δεν ισχύει για επιχειρήσεις, που διαθέτουν πιστωτική ασφάλιση ή οποιονδήποτε τύπο εγγύησης.
Στη Γαλλία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, ο προμηθευτής - για να διεκδικήσει το ΦΠΑ - πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι η οφειλή δεν είναι πλέον διεκδικήσιμη, καθώς ο οφειλέτης έχει πτωχεύσει οριστικά και η απαίτηση έχει πλέον διαγραφεί.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η νομοθεσία για την απαλλαγή του ΦΠΑ επισφαλών χρεών σε μερικές χώρες έχει ιστορία πολλών ετών, όπως συμβαίνει με την κοντινή μας Κύπρο. Εκεί, ο σχετικός νόμος ξεκινάει από το 1992 και πλέον, η σχετική νομοθεσία επιτρέπει στους προμηθευτές να διεκδικούν ελάφρυνση από τον ΦΠΑ των ανεξόφλητων απαιτήσεων, χωρίς να έχει καταστεί τυπικά αφερέγγυος ο πελάτης, μετά την πάροδο 12 μηνών από την ημερομηνία της συναλλαγής.
Μελετώντας την νομοθεσία των παραπάνω χωρών, διαπιστώνει κανείς ότι από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, μόνο η Ελλάδα αποφάσισε να απέχει από την εφαρμογή του άρθρου 90, σχετικά με την έκπτωση του ΦΠΑ των ανεξόφλητων απαιτήσεων. Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες; Βουλγαρία, Τσεχία, Εσθονία, Ουγγαρία και Σλοβακία.
Το πρώτο ελληνικό...βήμα
Για να είμαστε, πάντως, δίκαιοι, η χώρα μας έκανε ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, με τον τρόπο, που εφάρμοσε το νέο μέτρο του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ για επιχειρήσεις με τζίρο κάτω των 500.000 ευρώ. Σύμφωνα με το μέτρο αυτό, οι επιχειρήσεις αυτές δεν καταβάλλουν το ΦΠΑ, εάν πρώτα δεν έχουν εξοφληθεί τα αντίστοιχα παραστατικά. Το μέτρο αυτό δε θέτει χρονικά όρια, όπως συνέβη σε άλλα Κράτη μέλη, και πρακτικά σημαίνει ότι - για μια οφειλή, που δεν πρόκειται να καταβληθεί ποτέ - ούτε ο ΦΠΑ θα καταβληθεί για το χρονικό διάστημα, που η επιχείρηση παραμένει στο καθεστώς.
Πρόκειται, δηλαδή, για ένα είδος προστασίας του προμηθευτή, στη λογική του άρθρου 90, που αναφέραμε πρωτύτερα. Μένει να δούμε εάν ο νομοθέτης θα αποφασίσει να ακολουθήσει τις υπόλοιπες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου εφαρμόζοντας και τη νομοθεσία που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την ελάφρυνση από τον ΦΠΑ ανεξόφλητων απαιτήσεων, που θα μπορούσε να ελαφρύνει την ελληνική οικονομία καθώς θα περιλάμβανε όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως κύκλου εργασιών.
Το ελληνικό Δημόσιο έχει τα εργαλεία, αν το ίδιο θέλει, για να προσδώσει στις ελληνικές επιχειρήσεις το απαιτούμενο αίσθημα δικαίου και με τον τρόπο αυτό να αναπτυχθεί μία αμοιβαία και μακρόχρονη σχέση εμπιστοσύνης.
*Ο κ. Νίκος Σιακαντάρης (φωτογραφία) είναι Managing Partner της UnityFour και o κ. Παναγιώτης Θλιβερός είναι VAT Reclaim Manager της ίδιας εταιρείας
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.