Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών ζητά από την κυβέρνηση να έρθει άμεσα σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους δανειστές, φοβούμενη πως σε διαφορετική περίπτωση θα ακολουθήσουν πολύ χειρότερες μέρες.
Όλοι επίσης συμφωνούν πως ακόμη και μια «κακή λύση» θα ήταν προτιμότερη από την απουσία λύσης και τη ρήξη.
Από εκεί και μετά όμως, τίθεται μια σειρά ερωτημάτων και για το περιεχόμενο της συμφωνίας, με κύκλους της αγοράς να φοβούνται πως η κυβέρνηση επιδιώκει μια συμφωνία με λάθος τρόπο, δυσκολεύοντας τα πράγματα και δημιουργώντας κινδύνους για το μέλλον.
«Η κυβέρνηση φαίνεται να προσπαθεί να πιάσει το δεξί της αφτί με το αριστερό της χέρι», ειπώθηκε χαρακτηριστικά.
Τα κρίσιμα ερωτήματα
Ερώτημα πρώτο: Θα επηρεάσουν την πραγματική οικονομία τα όποια νέα φορολογικά μέτρα αποφασίσει η κυβέρνηση προκειμένου να συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους και αν ναι, θα προκαλέσουν ύφεση;
Προφανώς ναι, αν το ποσό των μέτρων είναι μεγάλο!
Με όποιο τρόπο και αν αφαιρέσει κάποιος πολλά χρήματα από μια οικονομία, επηρεάζει αρνητικά τη ζήτηση και το ΑΕΠ. Στη μνημονιακή Ελλάδα αυτό έγινε μέσα από μειώσεις μισθών και (κυρίως) αυξήσεις φόρων, ενώ στην Κύπρο κατά βάση μέσα από το κούρεμα των μεγάλων καταθέσεων. Το αποτέλεσμα ήταν παρόμοιο.
Αν λοιπόν, η Ελλάδα αποφασίσει τη λήψη μέτρων -όπως ακούγεται- της τάξεως των 4 ή των 6, πόσο μάλλον των 10 δισεκατομμυρίων σε μία διετία, τότε τα μέτρα θα είναι... υφεσιακά μέχρι το κόκαλο.
Ερώτημα δεύτερο: Όλα τα μέτρα έχουν την ίδια αρνητική επίδραση στην οικονομία και την κοινωνία;
Όχι, καθώς τη μικρότερη αρνητική επίδραση θα την είχαν -σύμφωνα με τους οικονομολόγους και τους αναλυτές- μέτρα που:
• Θα μείωναν τις δημόσιες καταναλωτικές δαπάνες (κυρίως τις σπατάλες), χωρίς να αυξάνουν τη φορολογία.
• Αν αύξαναν τη φορολογία, θα ανέβαζαν τη φορολογία εισοδήματος και όχι τους έμμεσους φόρους (ΦΠΑ).
Ερώτημα τρίτο: Υπάρχουν κυβερνητικές κινήσεις που θα μπορούσαν να αμβλύνουν το ύψος των μέτρων και τελικά να επιβαρύνουν λιγότερο τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις; Προφανώς, ΝΑΙ.
Η πρώτη είναι η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς τα έσοδα που θα προκύψουν θα περιορίσουν το δημόσιο χρέος και κυρίως θα μπορούσαν να συνδυαστούν με υποχρεώσεις των αγοραστών για περαιτέρω επενδύσεις. Επιπλέον, θα μπορούσε να συμφωνηθεί, μέρος των ιδιωτικοποιήσεων να καλύπτει πόρους για κοινωνική πολιτική και για συνταξιοδοτικές δαπάνες.
Η δεύτερη κίνηση είναι η ταχεία και εκτεταμένη προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό, προκειμένου να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να βελτιωθεί η ρευστότητα.
Και η τρίτη είναι η ουσιαστική πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής.
Λάθος συνταγή
Μετά από όλα αυτά, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι η κυβέρνηση φαίνεται να επιδιώκει μια «κακή συμφωνία», γιατί το δημοσιονομικό κενό που θα κληθεί να καλύψει:
α) Θα το καλύψει κυρίως μέσα από αύξηση φορολογικών εσόδων και όχι μέσα από περικοπές δημοσίων δαπανών (όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις).
β) Θα το εισπράξει κυρίως μέσα από αύξηση της έμμεσης φορολογίας που θεωρείται ως η πλέον άδικη από κοινωνική πλευρά.
Πέραν αυτών, δείχνει διατεθειμένη να ψαλιδίσει το εύρος των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ παράλληλα υπουργοί της έχουν κινηθεί για να μπλοκάρουν επενδύσεις που -θεωρητικά τουλάχιστον- ήταν δρομολογημένες (π.χ. Ελληνικό).
Όσο για το ζήτημα της πάταξης της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου και της εισφοροδιαφυγής, θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε την αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών κινήσεων...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.