Η 9η Μαΐου, ως Ημέρα της Ευρώπης, δίνει την ευκαιρία να γιορτάσουμε την ειρήνη και την ενότητα στην ήπειρό μας, σηματοδοτώντας την επέτειο της ιστορικής «Διακήρυξης Σουμάν».
Σε ομιλία του στο Παρίσι το 1950, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν πρότεινε μια νέα μορφή πολιτικής συνεργασίας στην Ευρώπη, η οποία θα απέτρεπε κάθε ενδεχόμενο πολέμου μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών. Όραμά του ήταν η δημιουργία ενός υπερεθνικού ευρωπαϊκού οργάνου που θα διαχειριζόταν κεντρικά την παραγωγή άνθρακα και χάλυβα. Η Συνθήκη για την ίδρυση του οργάνου αυτού υπεγράφη έναν μόλις χρόνο μετά. Η πρόταση του Σουμάν θεωρείται η απαρχή της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης και τιμάται κάθε χρόνο με πλήθος επετειακών εκδηλώσεων σε όλα τα κράτη μέλη με στόχο την πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών για τις πολιτικές της Ε.Ε.
Η Ελλάδα συμπληρώνει 34 χρόνια από την ένταξή της στην ΕΟΚ/ΕΕ. Η 1η Ιανουαρίου του 1981 αποτέλεσε ορόσημο για τη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, καθώς τότε ξεκίνησε για την Ελλάδα μια νέα περίοδος στην πολιτική της Ιστορία. Η περίοδος αυτή υπήρξε δύσκολη και επίπονη, καθώς οι ελληνικές προσπάθειες πέρασαν από πολλά στάδια αβεβαιότητας και αμφιβολιών.
Αν και το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε αισθητά κατά την περίοδο αυτή, η σημερινή κρίση απεκάλυψε ότι η χώρα μας δεν εκμεταλλεύτηκε όσο θα μπορούσε τις δυνατότητες που της εξασφάλισε η συμμετοχή της στο μεγάλο αυτό ιστορικό εγχείρημα της μεταπολεμικής Ευρώπης για να επιτύχει μια σταθερή και βιώσιμη ευημερία. Παράλληλα όμως η περίοδος από το 1981 μέχρι σήμερα έδειξε και τις δυνατότητες της χώρας να προχωρεί μπροστά, όταν υπάρχουν κατάλληλες πολιτικές συνθήκες και όραμα. Με την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης άρχισε για την Ελλάδα μια μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία προσαρμογής στις κοινοτικές διαδικασίες, σε ένα νέο περιβάλλον, με μεγάλες οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές προκλήσεις αλλά και πολλές προσδοκίες. Προς αυτή την κατεύθυνση η Ελλάδα έπρεπε να επιλύσει τα διαρθρωτικά προβλήματα που αποτελούσαν τροχοπέδη στην επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης και να ξεπεράσει πολλά από τα εμπόδια που υπονόμευαν το μέλλον της.
Παρ' όλη την πρόοδο που επιτελέσθηκε σε υποδομές, η Ελλάδα, λόγω, κυρίως, των αδυναμιών και της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος δεν έχει κατορθώσει, τέσσερις δεκαετίες μετά, να προσαρμοσθεί σε ικανοποιητικό βαθμό στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ακόμη, η ευκαιρία της ένταξης στην ΟΝΕ πήγε χαμένη και η λάθος διαχείριση των νέων δεδομένων είχε ως αποτέλεσμα την εκτίναξη του εξωτερικού χρέους σε μη βιώσιμα πλέον επίπεδα.
Η σημερινή κρίσιμη κατάσταση δεν πρέπει να μας ωθεί, όμως, στο να διαγράφουμε τα σημαντικά οφέλη από την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απαρίθμηση των θετικών στοιχείων δεν είναι δυνατή. Αρκεί, όμως, μια ματιά και στις πιο απόμακρες γωνιές της πατρίδας μας, όπου συναντάς τις πινακίδες με την ένδειξη «Αυτό το έργο συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση» δίπλα στην ευρωπαϊκή σημαία. Οφέλη πολλαπλά και ανυπολόγιστα, όπως η απελευθέρωση των αγορών στις τηλεπικοινωνίες και στις αεροπορικές μεταφορές, η ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων στην εσωτερική αγορά, η κοινή εμπορική πολιτική, τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για επικίνδυνα προϊόντα κ.ά.
Το ευρώ, παρά τις επικρίσεις που δέχεται, παρέχει πλεονεκτήματα τόσο στους ιδιώτες όσο και στις επιχειρήσεις,διευκολύνοντας τις συναλλαγές και τις συγκρίσεις των τιμών των προϊόντων.
Δυστυχώς, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν επέτρεψαν στην Ελλάδα και στους πολίτες της να επωφεληθούν πλήρως από την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η έλλειψη εθνικής αγροτικής πολιτικής εμπόδισε την ανάπτυξη της ποιοτικής γεωργίας και μετέτρεψε τις αγροτικές επιδοτήσεις της Ένωσης σε πολυτελή αυτοκίνητα, ή βίλες, οδηγώντας τα ελληνικά προϊόντα στις χωματερές και τους αγρότες στην αεργία.
Η διαφθορά στο κύκλωμα των δημόσιων έργων που χρηματοδοτήθηκαν πλουσιοπάροχα από τις Βρυξέλλες άφησε το εθνικό οδικό δίκτυο ημιτελές και τους ελληνικούς σιδηροδρόμους αναποτελεσματικούς και επικίνδυνους. Τα χρήματα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου ελάχιστα χρησιμοποιήθηκαν για την μετεκπαίδευση ανέργων αφού κατέληξαν στις τσέπες των επιτήδειων. Και φυσικά, τα ευνοϊκά επιτόκια των δανείων σε ευρώ, οδήγησαν το κράτος αλλά και τους ιδιώτες στον εύκολο δανεισμό και στην διόγκωση του δημόσιου χρέους.
Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η κρίση δημοσίου χρέους στην Ελλάδα και άλλες χώρες έδειξαν καθαρά τις ελλείψεις στον σχεδιασμό της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Υπό την πίεση των αγορών και με τις εγγενείς αδυναμίες του ευρωπαϊκού συστήματος και τους αργούς - για τα μέτρα των αγορών - ρυθμούς της ΕΕ έχουν πλέον δρομολογηθεί οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις (συντονισμός οικονομικής πολιτικής, μηχανισμός στήριξης κλπ.) ώστε να ενισχυθεί η διακυβέρνηση της ΟΝΕ. Επί πλέον η ΕΕ πρέπει να πρωτοστατήσει στην προσπάθεια για την παγκόσμια ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Η Ελλάδα στηρίχτηκε από τους εταίρους ώστε να αποφευχθεί η πτώχευση και η απειλούμενη αποχώρηση από την ΟΝΕ η οποία συνιστά τον λεγόμενο σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Πολλοί βλέπουν την δανειακή στήριξη με τους όρους που την συνοδεύουν (Μνημόνιο Ι και ΙΙ) και τη μακρά περίοδο προσαρμογής που θα ακολουθήσει ως αρνητική εξέλιξη. Πέρα από το κοινωνικό κόστος που μια τέτοια επίπονη διαδικασία απαιτεί πρέπει να τονισθεί και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Κάθε κρίση (μπορεί να) είναι ταυτόχρονα και μια ευκαιρία για να γίνουν επί τέλους οι υπερώριμες διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες θα επιτρέψουν στη χώρα μας να εξέλθει από την κρίση ανανεωμένη και ενισχυμένη για να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις του μέλλοντος. Με κανένα τρόπο δεν θα πρέπει να χαθεί και αυτή η τρίτη ευκαιρία στις σχέσεις Ελλάδος - ΕΕ.
Τα τελευταία 2-3 χρόνια οι σχέσεις με τους εταίρους έχουν επισκιασθεί από τον δανεισμό και το Μνημόνιο οικονομικής πολιτικής που έχει συνομολογηθεί μεταξύ Ελλάδος και τρόικας. Η διάκριση μεταξύ μνημονιακής και αντιμνημονιακής στάσης είναι παραπλανητική και συσκοτίζει τον δημόσιο διάλογο για τα πραγματικά προβλήματα και τον τρόπο επίλυσής τους. Θα ήταν προφανώς προτιμότερο να είχε εκπονηθεί ένα εθνικό σχέδιο από τις ελληνικές πνευματικές και πολιτικές δυνάμεις, να είχε συζητηθεί και υιοθετηθεί από την ελληνική κοινωνία κατά πλειοψηφία αντί να έχει επιβληθεί από τους δανειστές. Το γεγονός ότι δεν συνέβη οφείλεται στην έλλειψη ορθολογισμού στη χάραξη πολιτικής, στην έλλειψη διαλόγου και ικανότητος σύνθεσης καθώς και στη μη συνεπή εφαρμογή των όσων κατά καιρούς εξαγγέλλονται.
Τελικά, ο θετικός απολογισμός της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν πολύ θετικότερος αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα είχε ενεργήσει με σωφροσύνη, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και χωρίς να επιδιώκει βραχυπρόθεσμα κομματικά και εκλογικά οφέλη. Ωστόσο, η συμμετοχή μας στην Ένωση μπορεί και πρέπει να μας βοηθήσει στις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα, οι περισσότερες από τις οποίες αποτελούν μέρος των συμβατικών μας υποχρεώσεων ως μέλη.
Σημειωτέον ότι η ίδια η μελλοντική πορεία της ΕΕ δεν είναι σαφώς προδιαγεγραμμένη. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες βρίσκονται πλέον συχνά αντιμέτωποι με μια αντιφατική κατάσταση. Αφενός, οι Ευρωπαίοι πολίτες απαιτούν από αυτούς την επίλυση των μείζονων προβλημάτων που ταλαιπωρούν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, αφετέρου, αποδεικνύεται σαφώς ότι οι πολίτες αυτοί εμπιστεύονται ολοένα και λιγότερο τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αλλά και τις ευρωπαϊκές πολιτικές. Πρόκειται για ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης που οδηγεί τελικά τους πολίτες σε μια επικίνδυνη αδιαφορία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται επειγόντως την καθιέρωση ενός συστήματος πολυεπίπεδης δημοκρατικής διακυβέρνησης, που σημαίνει και την πλήρη εφαρμογή της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου σε όλα τα επίπεδα άσκησης εξουσίας, δηλαδή ευρωπαϊκό, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό.
Τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο επίκαιρης διαπραγμάτευσης μεταξύ των κρατών – μελών. «Δεν δημιουργούμε συμμαχίες κρατών, ενώνουμε ανθρώπους», έλεγε ο Ζαν Μονέ. Οι Ευρωπαίοι πολίτες λοιπόν, έχουν τον τελευταίο λόγο. Η δυνατή, ενωμένη Ευρώπη μόνο με τη συναίνεση των πολιτών της μπορεί να οικοδομηθεί. Το κλειδί για τη διαμόρφωση ευρωπαϊκής πολιτικής ταυτότητας είμαστε εμείς, οι Ευρωπαίοι πολίτες. Ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας! Ας αναλάβουμε τις τύχες μας!
*Ο κ. Μιχάλης Χάλαρης είναι Δρ Χημικού, Μέλος Γραμματείας ΕΟΕΣ του ΠΑΣΟΚ - Δημοκρατικής Παράταξης, Υποψήφιου βουλευτή Κυκλάδων, π. Προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Χημικών & Ειδικού Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.