Μπορεί η νέα ελληνική κυβέρνηση να μην έχει καταφέρει πολλά τους πρώτους δύο μήνες, ωστόσο την προηγούμενη εβδομάδα κατάφερε να προχωρήσει στη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τις συνθήκες που οδήγησαν στο Μνημόνιο, σύμφωνα με τον Simon Nixon, βασικό αρθρογράφο της Wall Street Journal.Κατά παράδοξο τρόπο, τονίζει, στην εξεταστική επιτροπή θα επιτραπεί να ερευνήσει αποφάσεις που ελήφθησαν από τον Οκτώβριο του 2009, μετά τις εκλογές που έφεραν τον Γιώργο Παπανδρέου στην κυβέρνηση. Φαίνεται πως στόχος της Επιτροπής είναι να δείξει ως υπεύθυνους για την τρέχουσα κατάσταση της Ελλάδας, εκείνους που υπέγραψαν και προσπάθησαν να εφαρμόσουν τα προγράμματα διάσωσης που συμφωνήθηκαν το 2010 και το 2012 με τους ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ.
Οι προηγούμενες κυβερνήσεις των οποίων οι αποφάσεις και η έλλειψη αποφάσεων των οποίων έκαναν απαραίτητα τα προγράμματα διάσωσης, φαίνεται να έχουν επίσημα απαλλαχθεί.
Αυτό μοιάζει σαν μια χαμένη ευκαιρία. Ενώ οι περισσότερες από τις αποφάσεις που ελήφθησαν τα τελευταία πέντε χρόνια έγιναν υπό το φως του διεθνούς ελέγχου, ακόμα δεν έχει καταστεί σαφές το πώς η Ελλάδα είχε καταφέρει να τρέχει ένα έλλειμμα 15% του ΑΕΠ, χωρίς κανένας να το προσέξει.
Πώς κατάφεραν οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις να κρύψουν την καταστροφική κατάσταση των δημόσιων οικονομικών για τόσον καιρό, όχι μόνο από τους Έλληνες πολίτες αλλά και από τους Ευρωπαίους εταίρους, των οποίων η οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα τέθηκε σε κίνδυνο, διερρωτάται ο αρθρογράφος.
Κάθε πιθανή απάντηση σε αυτή την ερώτηση, θα δείξει αναπόφευκτα τις τεράστιες αδυναμίες στα λογιστικά συστήματα του ελληνικού δημόσιου τομέα.
Βάσει νόμου, οι ευρωπαϊκές οφείλουν να δημοσιεύουν τακτικά ισολογισμούς και τα αποτελέσματα χρήσης, υπό τον σφιχτό έλεγχο λογιστών. Αυτές καταρτίζονται σε μια δεδουλευμένη βάση, στην οποία οι συναλλαγές καταγράφονται, όποτε έχει δημιουργηθεί ή χαθεί αξία, ή όταν υποχρεώσεις και απαιτήσεις δημιουργούνται ή έχουν αποπληρωθεί. Αυτό επιτρέπει στους επενδυτές να έχουν σαφή εικόνα των οικονομικών τους.
Όμως στην Ελλάδα, οι κυβερνητικές συναλλαγές καταγράφονταν σε ταμειακή βάση -με άλλα λόγια, καταγράφονταν μόνο όταν τα πραγματικά κεφάλαια έρεαν πρός ή από το Υπουργείο Οικονομικών. Αυτό έκανε την πραγματική κατάσταση των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας σχεδόν απροσπέλαστη στους ξένους -πιθανόν και στους εγχώριους ενδιαφερόμενους.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη με αδύναμο λογιστικό σύστημα. Στα πέντε χρόνια από τότε που εκδηλώθηκε η κρίση στην Ευρωζώνη, η Ε.Ε. έχει υιοθετήσει έναν μεγάλο αριθμό μέτρων για τη βελτίωση της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών. Ωστόσο κατά παράδοξο τρόπο, ακόμα δεν έχει καταφέρει να βρει έναν εναρμονισμένο τρόπο μέτρησης και παρακολούθησης των οικονομικών δραστηριοτήτων των κρατών μελών.
Κάθε χώρα έχει τους δικούς της εθνικούς κανόνες για τη λογιστική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Σήμερα μόνο 11 από τα 28 μέλη της Ε.Ε. χρησιμοποιούν λογιστική σε δεδουλευμένη βάση (accruals-based accounting) μέχρι ένα επίπεδο, σύμφωνα με μελέτη της PWC για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε πολλές χώρες διαφορετικά συστήματα λειτουργούν σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα. Τα περισσότερα συστήματα είναι σε ταμειακή βάση, κάτι που αφήνει περιθώριο στις κυβερνήσεις να προγραμματίζουν το χρονοδιάγραμμα των πληρωμών ανάλογα με τις πολιτικές τους επιδιώξεις.
Οι ισχυρότερες πιέσεις για δραστική μεταρρύθμιση έρχονται από τη Eurostat. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, είναι υποχρεωμένη να παρουσιάζει στοιχεία για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα δημόσια χρέη σε δεδουλευμένη βάση για να είναι δυνατή μια διασυνοριακή σύγκριση. Αλλά για να το επιτύχει, πρέπει να εκτιμήσει την πραγματική κατάσταση των εθνικών ισολογισμών, κάνοντας τις δικές της ρυθμίσεις και προσεγγίσεις στα δεδομένα σε ταμειακή βάση που παρέχονται από τις περισσότερες κυβερνήσεις.
Σύμφωνα με την παραδοχή της ίδιας της Eurostat, η τρέχουσα προσέγγιση για την κατάρτιση των χρηματοοικονομικών στοιχείων του δημόσιου τομέα της Ε.Ε. είναι αποσπασματική και έχει φτάσει τα όριά της. Η στατιστική αρχή θέλει από την ΕΕ να υιοθετήσει ένα εναρμονισμένο σύστημα λογιστικής σε δεδουλευμένη βάση του δημόσιου τομέα.
Η Eurostat πιστεύει ότι τα οφέλη από μια υψηλού επιπέδου λογιστική αποτύπωση των δημόσιων οικονομικών εκτείνονται πολύ πέρα από την προστασία της Ευρωζώνης από μελλοντικές καταστροφές ελληνικού τύπου. Πράγματι, η υψηλής ποιότητα τήρηση αρχείων είναι ένα χαρακτηριστικό όλων των επιτυχημένων οικονομιών, από την αναγεννησιακή Ιταλία έως την Ολλανδική Δημοκρατία του 19ου αιώνα, σύμφωνα με τον καθηγητή ιστορίας και λογιστικής, Jacob Soll, στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.
Στην αρχαία Ελλάδα, ένα πολύπλοκο σύστημα τήρησης βιβλίων και λογιστικού ελέγχου των δημοσιονομικών, θεωρήθηκε ο πυρήνας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το αθηναϊκό θησαυροφυλάκιο θεωρούταν ιερό και κρατούταν στη Δήλο υπό το άγρυπνο βλέμμα των φυλάκων του.
Στον αντίποδα, οι περισσότερες χρηματοοικονομικές καταρρεύσεις, όπως αυτή της σύγχρονης Ελλάδας, μπορεί να οφείλεται σε λογιστικές αποτυχίες. Αυτό αντικατοπτρίζει το ρόλο που διαδραματίζει η λογιστική, όχι μόνο στην παροχή μιας ακριβούς εικόνας της οικονομικής θέσης μιας χώρας, αλλά και στην προώθηση μεγαλύτερης διαφάνειας που επιτρέπει την καλύτερη λήψη αποφάσεων και βοηθά στην καταπολέμηση της διαφθοράς. Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη, ότι η Ιταλία ήταν η χώρα της οποίας η απόδοση της δημόσιας λογιστικής ήταν η χειρότερη μετά την Ελλάδα, σύμφωνα με τη μελέτη της PwC.
Όμως ενώ η Ε.Ε διεξήγαγε διαβουλεύσεις και καθιέρωσε μια σειρά από ομάδες εργασίας, η πρόοδος προς την κατεύθυνση μιας δεδουλευμένης βάσης στα δημόσια λογιστικά για την Ευρώπη, υπήρξε αργή. Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης έχουν αποκλείσει την υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων Δημοσίου Τομέα (International Public Sector Accounting Standards) , ένα σύνολο παγκόσμιων κανόνων που ακολουθεί κατά πόδας τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης που χρησιμοποιούνται ευρέως στον τομέα των επιχειρήσεων, παρά τα σαφή οφέλη που έχουν φέρει σε χώρες που τα υιοθέτησαν, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Ζηλανδίας, της Αυστραλίας και της Ελβετίας.
Αντ' αυτού, η Ε.Ε. τώρα εξετάζει το κατά πόσο θα εισάγει τα δικά της Ευρωπαικά Λογιστικά Πρότυπα Δημόσιου Τομέα (European Public Sector Accounting Standards), τη δεύτερη καλύτερη επιλογή που θα επιτρέψει στην Ε.Ε να διατηρήσει τον έλεγχο. Αλλά ακόμα και αυτό αντιμετωπίζει αντιδράσεις, εν μέρει για λόγους κόστους και εν μέρει επειδή ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, παραμένουν προσηλωμένες στο ταμειακό τους σύστημα.
Για πολλούς παρατηρητές, αυτή η απροθυμία ορισμένων χωρών να αποδεχτούν ακόμα και τα EPSAS φαίνεται κοντόφθαλμη. Ωστόσο ενισχύεται η δυναμική των IPSAS ως ένα νέο παγκόσμιο πρότυπο που υποστηρίζεται από μια συμμαχία διεθνών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών.
Η Ευρώπη κινδυνεύει να μείνει πίσω. Ενώ το κόστος και τα οφέλη μπορεί να είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν, τα μακροπρόθεσμα οφέλη από ισχυρά και εναρμονισμένα δεδομένα θα μπορούσαν να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη εντός της ευρωζώνης. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση του κόστους δανεισμού και να συμβάλει στην προώθηση της εμπιστοσύνης που απαιτείται για την υποστήριξη της περαιτέρω ολοκλήρωσης.
Αναφορικά με την Ελλάδα, μια ανάλυση από τη Japonica Partners αναφέρει ότι η αλλαγή σε δεδουλευμένη βάση θα δείξει ότι μετά την ελάφρυνση του χρέους που έχει ήδη λάβει η χώρα, η μακροπρόθεσμη θέση της Ελλάδας δεν είναι τόσο τρομερή όσο φαίνεται σε ταμειακή βάση. Φυσικά αυτή η εκτίμηση μπορεί να είναι τόσο ανεπιθύμητη στην παρούσα κυβέρνηση, όσο ήταν για τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις η πραγματικότητα πριν την εκδήλωση της κρίσης.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.