Η οικονομική ασυνέπεια του δημόσιου τομέα, η πολύμηνη έως και μακρόχρονη καθυστέρηση των καταβολών των υποχρεώσεών του, έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο πολλές επιχειρήσεις. Είναι επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας μηχανισμών που θα επιλύουν και όχι θα προσθέτουν προβλήματα στις επιχειρήσεις.
Τουναντίον, παρατηρούνται ασάφειες στα σχετικά νομοθετήματα, με αποτέλεσμα να συντηρείται μια «βιομηχανία» ερμηνευτικών εγκυκλίων που ενισχύει το ήδη δαιδαλώδες πεδίο επίλυσης των θεμάτων που προκύπτουν. Η πραγματικότητα αποτυπώνεται ανάγλυφα και από την έκδοση πληθώρας ερμηνευτικών εγκυκλίων για τα φορολογικά και τα ασφαλιστικά νομοσχέδια της τελευταίας πενταετίας.
Φυσικά αυτό δημιουργεί προβλήματα και στους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις εάν κρίνουν και λειτουργήσουν όπως θα έπρεπε, δηλαδή με γνώμονα τη χρηστή διαχείριση και επίλυση κάθε θέματος που προκύπτει, είναι πιθανόν να βρεθούν εκτεθειμένοι γιατί τα νομοθετικά πλαίσια σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι σαφή.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες όπου το κράτος, είτε μέσω των υπουργείων είτε μέσω Ν.Π.Δ.Δ. ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα οφείλει σε επιχειρήσεις, ελεύθερους επαγγελματίες και φυσικά πρόσωπα, χρηματικά ποσά που προκύπτουν είτε από πιστωτικές οικονομικές καταστάσεις όπως π.χ. Φ.Π.Α., είτε από επιστροφές φορολογηθέντων εισοδημάτων, είτε από οφειλές από επιδοτήσεις, οι οποίες δίνονται σε επιχειρήσεις ως κίνητρα ανάπτυξης και λειτουργίας αυτών. Ακόμη δε και οφειλές που προκύπτουν από αναθέσεις έργων ή υπηρεσιών στο Δημόσιο ύστερα από διαγωνισμούς.
Έχει παρατηρηθεί επίσης το φαινόμενο να υπάρχουν πολύμηνες καθυστερήσεις επιστροφής χρημάτων από ένα παράβολο που έτυχε να εκδοθεί από ανθρώπινο λάθος ή παράβολο που εκδόθηκε για δικαστική διεκδίκηση υποθέσεων και δεν απαιτήθηκε τελικά ή αναβλήθηκε η δίκη.
Από τη μια πλευρά το Δημόσιο (στενό και ευρύτερο) αφενός μεν δεν βεβαιώνει έγκαιρα τις οφειλές του, αφετέρου δε και όταν κάποτε τις βεβαιώσει, τις καταβάλλει μετά από μακρό χρονικό διάστημα και εφόσον τα εξασφαλίσει από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Από την άλλη το ασυνεπές κράτος υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να είναι συνεπείς ως προς τις υποχρεώσεις τους απέναντί του, αδιαφορώντας για τα προβλήματα που δημιουργούνται σε αυτές από τη δική του ασυνέπεια. Πέραν αυτών, το ασυνεπές κράτος τιμωρεί την κατ' ανάγκη ασυνεπή επιχείρηση με πολύ υψηλά πρόστιμα!
Όλη αυτή η αρρωστημένη κατάσταση οδηγεί τις επιχειρήσεις είτε στη μείωση προσωπικού, είτε στη μεταφορά τους εκτός της χώρας και στη χειρότερη περίπτωση στο κλείσιμο.
Η κατάσταση αυτή έχει πολλαπλό αντίκτυπο, διότι συμβάλλει στην απώλεια θέσεων εργασίας, στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, στην αύξηση της ανεργίας, στη μείωση της εμπορικής δραστηριότητας, στη μείωση των κρατικών εσόδων κ.λπ.
Επίσης έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο, παρότι υπάρχουν σχετικές διατάξεις ή νόμοι που αναφέρονται στις εμπρόθεσμες αποπληρωμές των υποχρεώσεων του Δημοσίου, να καθυστερούν αδικαιολόγητα οι χρηματικές καταβολές υποχρεώσεων και προκειμένου να μην στραφεί το Ν.Π.Ι.Δ. κατά του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., να του ζητηθεί να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση ότι δεν έχει οποιαδήποτε απαίτηση προκειμένου να εξοφληθεί όταν το καλέσουν.
Η ασυνέπεια του Δημοσίου (στενού ή ευρύτερου) απέναντι στις επιχειρήσεις και στα φυσικά πρόσωπα, απέναντι στους πολίτες του, προκαλεί θυμό και έλλειψη εμπιστοσύνης.
Στην περίπτωση των ανωτέρω συμψηφισμών όμως, δεν θα υπάρξει εκταμίευση χρημάτων από το Δημόσιο, αλλά δίκαιη, ηθική και νόμιμη αντιμετώπιση των νομικών και των φυσικών προσώπων από αυτό. Επί της ουσίας, θα υπάρξει λογιστική τακτοποίηση οφειλών και απαιτήσεων και κατά συνέπεια εξορθολογισμός οικονομικών καταστάσεων τόσο των Ν.Π.Ι.Δ. όσο και των Ν.Π.Δ.Δ..
Ο συμψηφισμός των απαιτήσεων ναι μεν υπάρχει σήμερα, αλλά λειτουργεί με περίεργο και αντικρουόμενο τρόπο. Με το Ν. 3943/11 άρθ. 11 που τροποποίησε το άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε., επιτρέπεται ο συμψηφισμός απαιτήσεων, αλλά το υπουργείο Οικονομικών έχει εκδώσει την ΠΟΛ. 1022/2012, σύμφωνα με την οποία θεωρεί τρίτους τα ασφαλιστικά ταμεία και τα Ν.Π.Δ.Δ.. Κατά συνέπεια αποκλείονται αυτά από τη διαδικασία συμψηφισμού, παρότι θεωρούνται δημόσιοι φορείς.
Τέλος, για το ύψος του ποσού που οφείλει το Ν.Π.Δ.Δ. στα Ν.Π.Ι.Δ. θα ήταν δίκαιο να μην υπάρχει προσαύξηση για αντίστοιχο ύψος ποσού απαιτήσεων από το Ν.Π.Ι.Δ. σε οποιοδήποτε Ν.Π.Δ.Δ. από τη στιγμή της πιστοποίησής του και μέχρι την εκκαθάρισή του ή του συμψηφισμού του.
Το τραγελαφικό δε της ιστορίας είναι ότι υπάρχει απόφαση του ΣτΕ (2164/2012) για τη συνταγματικότητα αυτεπάγγελτου συμψηφισμού οφειλών Δημοσίου με μη ληξιπρόθεσμες δόσεις ρυθμισμένων οφειλών.
Συγκεκριμένα στην απόφαση αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Για το συμψηφισμό αρκεί οι εκατέρωθεν απαιτήσεις να είναι βέβαιες και εκκαθαρισμένες, δηλαδή να μην υπόκεινται σε αμφισβήτηση και να είναι προσδιορισμένες κατά το ποσό και την αιτία τους, να αποδεικνύονται δε με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις ή δημόσια έγγραφα. (Πρβλ. ΣτΕ 1877/2009 7μ., ΣτΕ 2244/2009, ΣτΕ 2006/2001, ΣτΕ 2864/1996, ΣτΕ 1555/1996, ΣτΕ 3144/1994, ΣτΕ 3490/1992, ΣτΕ 3169/1992 7μ., ΣτΕ3328/1991.)».
Οφείλει, λοιπόν, το Δημόσιο να μην αδιαφορεί και με βάση αυτήν την απόφαση του ΣτΕ να άρει τις οποιεσδήποτε αντισυνταγματικές διατάξεις ή αποφάσεις που έχει εκδώσει και να εφαρμόσει το αυτονόητο, δηλαδή συμψηφισμό όλων των εκατέρωθεν βεβαιωμένων απαιτήσεων που να καλύπτει όλο το φάσμα του δημόσιου τομέα (Δ.Ο.Υ. ασφαλιστικά ταμεία, ΟΑΕΔ κ.λπ.).
Εν κατακλείδι, είναι αναγκαία η ύπαρξη δίκαιων και ξεκάθαρων νόμων και η εφαρμογή αυτών. Θα ήταν μια αρχή ανάκτησης της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος.
Νόμων χωρίς ψιλά γράμματα και παιχνίδια λέξεων και εννοιών. Καθώς επίσης και η ανάληψη ευθύνης και η άμεση επίλυση θεμάτων από τους εκπροσώπους, εργαζόμενους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Το βέβαιο είναι ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν πλέον να περιμένουν, γιατί κάθε ημέρα που περνάει τις οδηγεί, προκειμένου να επιβιώσουν σε δραστικό περιορισμό των δραστηριοτήτων τους, σε «φυγή» ή σε «βέβαιο θάνατο».
Είναι επιτακτική ανάγκη άμεσα να αποκατασταθούν τα κενά που υπάρχουν και οι εφαρμοστές των νόμων να πράξουν τα δίκαια και προφανή.
Χρειάζεται απλώς η πολιτική βούληση και η συνεργασία των υπουργείων Οικονομικών, Κοινωνικής Ασφάλισης, Απασχόλησης και κάθε άλλου αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργείου.
* Η κ.Μαρίνα Πολίτου είναι Οικονομολόγος και Γενική Γραμματέας του Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.