Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιατί η Γερμανία παραβιάζει τους κανόνες της ΕΕ

Η Κομισιόν έχει θέσει όριο 6% του ΑΕΠ στα πλεονάσματα του εμπορικού ισοζυγίου των κρατών-μελών και για τους παραβάτες υπάρχει απειλή κυρώσεων. Στην περίπτωση της Γερμανίας, όμως, η ΕΕ «διεξάγει έρευνα». Γράφει ο Κ. Μελάς.

  • του Κώστα Μελά*
Γιατί η Γερμανία παραβιάζει τους κανόνες της ΕΕ
Το γερμανικό πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου δημιουργεί ρεκόρ. Όμως βρίσκεται σε αντίθεση με τους κανόνες της ΕΕ.

Το γερμανικό εμπορικό ισοζύγιο έκλεισε το 2014, με πλεόνασμα ρεκόρ ύψους 217 δισ. ευρώ. Οι εξαγωγές ανήλθαν σε 1.134 δισ. ευρώ, επίσης ύψος ρεκόρ, ενώ οι εισαγωγές έφθασαν στα 916,5 δισ. ευρώ.

Σε σχέση με το 2013 η ποσοστιαία μεγέθυνση των εξαγωγών ήταν της τάξεως του 3,7% ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 2%.

Συγκεκριμένα σύμφωνα με τα στοιχεία της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας Destatis, οι γερμανικές εξαγωγές προς τις χώρες της ΕΕ ανήλθαν σε 657 δισ. ευρώ το 2014 παρουσιάζοντας αύξηση 5,4% σε σχέση με το 2013.

Αντίστοιχα οι εισαγωγές ανήλθαν στα 600 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση 3,6% σε σχέση με το 2013. Μάλιστα σύμφωνα με πολλές αναλύσεις η παρατηρούμενη μείωση της αξίας του ευρώ θα υποβοηθήσει περαιτέρω την αύξηση των γερμανικών εξαγωγών προς τις τρίτες χώρες, ενώ αντιθέτως η αύξηση των εισαγωγών αναμένεται να περιορισθεί περαιτέρω λόγω της πτώσης της τιμής του πετρελαίου.

Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα τροφοδοτούν εκ νέου μια παλαιά αντιπαράθεση, η οποία έχει τεθεί εν πολλοίς στο αρχείο, αλλά παραμένει πάντοτε ζωντανή για τους οικονομολόγους αλλά και όσους ελέγχουν τους κανονισμούς της ΕΕ.

Η αντιπαράθεση αφορά στο ότι η Γερμανία δεν «σέβεται» τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με το επιτρεπόμενο ποσοστό των εξαγωγών ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Όπως είναι γνωστό οι Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του λεγόμενου «six pack» το οποίο θα έπρεπε να εγγυάται την οικονομική ισορροπία στην ευρωζώνη, έχει θέσει όριο 6,0% του ΑΕΠ στα πλεονάσματα του εμπορικού ισοζυγίου των μελών χωρών. Όποια χώρα υπερβαίνει το συγκεκριμένο όριο για τρία συνεχή έτη διατρέχει τον κίνδυνο να υποστεί κυρώσεις.

Η Γερμανία έχει υπερβεί το συγκεκριμένο όριο για πέμπτο συνεχή έτος (2010-2014) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «διεξάγει έρευνα».

Οι συνέπειες αυτής της οικονομικής συμπεριφοράς είναι γνωστό ότι δεν συνάδει με το ρόλο της μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης εντός μιας οικονομικής και νομισματικής περιοχής. Σύσσωμοι οι διεθνείς αναλυτές καταδικάζουν την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της Γερμανίας όταν μάλιστα στηρίζεται σε τέσσερις παράγοντες που επιταχύνουν την απόκλιση των οικονομιών της ευρωζώνης.

Πρώτον: στην χαμηλότερη αύξηση των μισθών σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Συγχρόνως έχει διαμορφωθεί μια μεγάλη κατηγορία εργαζομένων στη Γερμανία (περίπου 7 εκατομμύρια) που αμείβονται με το ποσό των 400 ευρώ.

Δεύτερον: στον κάτω από το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης σχηματισμό ακαθάριστων δημοσίων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου.

Τρίτον: στην χαμηλότερη πραγματική ισοτιμία του ενιαίου νομίσματος που βοηθά σημαντικότατα στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της εις βάρος των εταίρων της στην ευρωζώνη δεδομένου ότι το 50,0% των εμπορικών συναλλαγών της Γερμανίας πραγματοποιείται εντός της ευρωζώνης και

Τέταρτον: στο σημαντικά χαμηλότερο κόστος δανεισμού της οικονομίας της λόγω της διαφορετικής αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της Γερμανίας που επίσης αποτελεί σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Οι ΗΠΑ πρωταγωνιστούν στις κριτικές προς την ασκούμενη οικονομική πολιτική της Γερμανίας, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να αυξηθεί πάραυτα η γερμανική εγχώρια ζήτηση.

Μάλιστα σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ παρουσιάζουν αξιοσημείωτη μεγέθυνση με σημαντική μείωση της ανεργίας και ετοιμάζονται μετά την επεκτατική νομισματική πολιτική που ακολούθησαν τα τελευταία έτη να προβούν σε αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να αποφύγουν πιθανές ανισορροπίες στην οικονομία τους, θεωρούν ότι είναι η σειρά της Ευρώπης να πάρει τη σκυτάλη ακολουθώντας την πορεία που οι ίδιες χάραξαν έτσι ώστε η παγκόσμια οικονομία να ξεπεράσει τα προβλήματα που δημιούργησε η πρόσφατη οικονομική κρίση.

Συνεπώς οι προσαρμογές στην ευρωζώνη θα πρέπει να ξεκινήσουν από τις πλεονασματικές χώρες δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στις ελλειμματικές χώρες να προσαρμοστούν μέσα σε ένα σαφώς ευνοϊκότερο οικονομικό πλαίσιο.

Η μονόπλευρη απαίτηση για προσαρμογή των ελλειμματικών χωρών αποτελεί φενάκη και οδηγεί σε καταστροφικά αποτελέσματα σαν και αυτά που βιώνουμε στην χώρα μας, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης.

 

* Ο Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, Όμιλος Κοινωνικού - Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v