Ενδεχομένως να είναι ανόητο να τρέφει κανείς άλλες ελπίδες για την Ευρώπη, φαίνεται όμως πως η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία...
Όπως και χιλιάδες έλληνες και ευρωπαίοι πολίτες, παρακολούθησα κι εγώ το ευρωντιμπέιτ – ομολογώ με μια μικρή αγωνία ανάμικτη με προσδοκία για κάτι που θα έδειχνε ότι υπάρχει φως στον ορίζοντα. Μάταιος κόπος...
Σύμφωνα με τη δημοσιογραφική ομάδα που το οργάνωσε, το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρώπης είναι τα 27 εκατομμύρια των ανέργων της. Με την άποψη αυτή δεν διαφώνησε κανείς από τους πέντε υποψήφιους, Σκα Κέλερ των Πρασίνων, Αλέξης Τσίπρας της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, Μάρτιν Σουλτς των Σοσιαλιστών-Δημοκρατών, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Γκι Φερχόφσταντ των Φιλελεύθερων-Δημοκρατών.
Όταν όμως άρχισαν να περιγράφουν καθείς από τους υποψηφίους τον τρόπο με τον οποίο προτείνει ή σκοπεύει να αντιμετωπίσει την ανεργία και διαφάνηκε ο βαθμός προσήλωσής τους σε μετέωρα ιδεολογήματα, η αδυναμία ή (μήπως;) η άρνησή τους να αντιληφθούν τις ευρωπαϊκές αντιφάσεις, η απροθυμία τους να αγγίξουν ό,τι «καίει», η προθυμία τους να σπρώξουν τα σκουπίδια κάτω από το χαλί, ήταν τόσο μεγάλη η απογοήτευση... Είναι βαρύ να βλέπεις τους υποψηφίους μιας νέας πολιτικής διαδικασίας να αναλώνονται σε πολιτικά ποιήματα· η πασιφανής έλλειψη πραγματισμού δεν προοιωνίζει τίποτα καλό για την Ευρώπη. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένη:
Η αφέλεια των Πρασίνων και το κόστος ανεργίας των ΑΠΕ
Η εκπρόσωπος των Πρασίνων Σκα Κέλερ μας είπε ότι η ανεργία μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη δημιουργία νέων πράσινων θέσεων εργασίας, με επενδύσεις στις ΑΠΕ και την παιδεία και με τερματισμό της λιτότητας.
Σωστή η θέση περί ανάγκης για τέλος στη λιτότητα, μετέωρη όμως και καθαρό ευχολόγιο μέσα σε μια Ευρώπη που δια των θεσμικών αλλαγών τις οποίες υιοθέτησε την τελευταία τριετία, κινείται σε άλλη τροχιά. Μιλώ για το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας το οποίο θεσμοποίησε την προτεραιότητα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, πάση θυσία, ακόμη και σε συνθήκες ύφεσης, και το επιλεγμένο σχήμα της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης που δεν έλυσε τον γόρδιο δεσμό μεταξύ αδύναμων κρατών και αδύναμων τραπεζών και δεν θα επιτρέψει τη στήριξη της ανάπτυξης στον μαστιζόμενο από την ανεργία Νότο μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια. Τι νόημα έχει όμως η πολιτική αν περιορίζεται στα ευχολόγια και γιατί οι Πράσινοι, εφόσον, όπως λένε, διαφωνούν με τη λιτότητα, αποφεύγουν την άσκηση σοβαρής κριτικής στην τρέχουσα ευρωπαϊκή πραγματικότητα;
Κι έστω ότι αυτή η πρώτη αδυναμία τους είναι συγχωρητέα, επειδή οι οικονομικές αναλύσεις δεν είναι το φόρτε τους – αν και το πιθανότερο είναι ότι τις αποφεύγουν για να κρατούν τις ισορροπίες μεταξύ καπιταλισμού και αριστεράς. Πώς είναι όμως δυνατόν να υποστηρίζουν ότι η λύση της Ευρώπης για την αντιμετώπιση της ανεργίας είναι η επένδυση στις ΑΠΕ, μετά την καταγραφή όλων των αρνητικών επιπτώσεων των ακριβών πράσινων πολιτικών στην ευρωπαϊκή οικονομία και απασχόληση; Είναι σαν οι νεοφιλελεύθεροι να αρνούνται την κρίση του 2008-09!..
Καλώς ή κακώς, η Ευρώπη αποτελεί τη μόνη μεγάλη οικονομική περιφέρεια που χάρη στην ώθηση των Πρασίνων, υιοθέτησε εδώ και πολλά χρόνια μια δεσμευτική πολιτική υπέρ των ΑΠΕ, με επιδότησή της από νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Οι συνέπειες ήταν η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους, το τίναγμα στον αέρα των εθνικών λογαριασμών ενέργειας πολλών χωρών (με βεβαιότητα Ελλάδας, Πορτογαλίας, Ισπανίας, Γερμανίας ενδεχομένως και άλλων), η δημιουργία άνισων συνθηκών ανταγωνισμού ανάμεσα στις χώρες (π.χ. η Γερμανία, επειδή μπορεί, παραβιάζει τους κανόνες του ανταγωνισμού κι επιδοτεί την ενεργοβόρα βιομηχανία της, η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν το κάνει), η φυγή θέσεων εργασίας σε άλλες ηπείρους (π.χ. λουκέτα σε ενεργοβόρες βιομηχανίες του Βελγίου, της Ελλάδας, ίδρυση νέας μονάδας της BMW για την κατασκευή του νέου ηλεκτρικού μοντέλου από ανθρακονήματα στις ΗΠΑ κλπ.). Για να μην μακρηγορώ: το πράσινο επιχείρημα για την αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής ανεργίας μέσω των ΑΠΕ, έτσι από μόνο του, ελέγχεται ως αφελές και υποκριτικό.
Μπορεί να υποστηριχθεί αν συνδυαστεί με επιχειρήματα πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα, όπως η εισαγωγή δασμών έναντι των χωρών που δεν εφαρμόζουν αντίστοιχες ακριβές πράσινες πολιτικές ή η υποτίμηση του ευρώ προκειμένου να συμφέρει η παραγωγή στην Ευρώπη, παρά τα συνολικά αυξημένα ενεργειακά κόστη της – δηλαδή σενάρια που απεχθάνεται η Γερμανία, η πατρίδα της Σκα Κέλερ... Οι πράσινες πολιτικές δεν είναι κακές, η πράσινη αφέλεια, όμως, λύσεις για τα 27 εκατομμύρια ανέργων της Ευρώπης δεν δίνει.
Το πολιτικό κενό της Ευρωπαϊκής Αριστεράς
Ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) Αλέξης Τσίπρας μας είπε ότι η ανεργία μπορεί να αντιμετωπιστεί αν η Ευρώπη εγκαταλείψει τη λιτότητα, δώσει έμφαση στην ανάπτυξη μέσα από την τόνωση της ζήτησης, υιοθετήσει μια λύση διαγραφής του χρέους κατά τα πρότυπα της συνόδου του 1953 η οποία διέγραψε το χρέος της μεταπολεμικής Γερμανίας και προωθήσει ένα new deal για την απασχόληση. Ο υποψήφιος του ΚΕΑ εστίασε με σαφήνεια στο οικονομικό και πολιτικό, ούτε κι αυτός όμως πήγε πέρα από τα ευχολόγια.
Κατά την ουσία του μάλιστα το μήνυμα Τσίπρα δεν ήταν καν συνταγή για μείωση της ανεργίας· ήταν παράθεση ασύνδετων μεταξύ τους πολιτικών, που φωτογράφιζαν ιστορικές επιλογές με ισχυρό συμβολικό χαρακτήρα από διάφορες άσχετες μεταξύ τους συγκυρίες οι οποίες εμφανίζουν κάποιες αναλογίες με διάφορες όψεις του ελληνικού προβλήματος – όχι εν γένει του ευρωπαϊκού, ειδικώς του ελληνικού.
Λίγο από Αμερική του 30, λίγο από Γερμανία του 53, λίγο από Κέινς, και να η συνταγή του ΚΕΑ... Να διαγραφούν τα χρέη, ναι... αλλά ποια χρέη, με ποια λογική και με ποια επιχειρήματα; Να τονωθεί η ζήτηση, ναι ... αλλά με ποιο τρόπο, σε ποιες χώρες, σε κάποιες, σε όλες; Και με ποιο τρόπο θα γίνουν αυτά όταν η Ευρώπη έχει ήδη επιλέξει τη δημοσιονομική πειθαρχία, την εθνική ευθύνη για τα χρέη και τον αποπληθωρισμό; Το new deal για την απασχόληση στην Ευρώπη τι ακριβώς σημαίνει;
Στην αφήγηση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για την ανεργία, όπως διατυπώθηκε δια στόματος Τσίπρα, διεφάνη ένα μεγάλο πολιτικό κενό, που, κατά τη γνώμη μου, προκύπτει ως ευθεία συνέπεια της βούλησης της αριστεράς για ολοκληρωτική αμφισβήτηση της τρέχουσας Ευρώπης, με διατήρηση όμως της δέσμευσής της στο ευρωπαϊκό σχέδιο.
Η ΕΕ παραμένει ιερή στο όνομα μιας φανταστικής Ευρώπης που κάπως είναι εφικτή, αλλά το πώς παραμένει ασαφές, δεν εξηγείται. Τόση είναι η προσήλωση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στην Ευρώπη που προτιμά να παραμείνει μετέωρη κολυμπώντας στο πέλαγος του ιστορικού εκλεκτικισμού παρά να μπολιαστεί με τις στέρεες αναλύσεις επί του συγκεκριμένου και του σύγχρονου, δηλαδή επί της αποτυχίας του σχεδίου του ευρώ και του ρόλου του στην κρίση τις οποίες έχουν καταθέσει οικονομολόγοι από διάφορες χώρες του Νότου· αναλύσεις οι οποίες ναι μεν υποστηρίζουν με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια τη διαγραφή χρεών αλλά ως επιστέγασμα της διάλυσης του ευρώ που θεωρείται ως κύριος παράγοντας γενίκευσης της ανεργίας στο Νότο. Με τέτοια άρνηση απέναντι στο ευρωπαϊκό αδιέξοδο, τι λύσεις όμως να φέρει το ΚΕΑ στα 27 εκατομμύρια των ανέργων;
Η ατολμία του Σουλτς
Ο εκπρόσωπος των Σοσιαλιστών/Δημοκρατών (όπου ανήκουν το ΠΑΣΟΚ/Ελιά, η ΔΗΜΑΡ, φαντάζομαι θα ενταχθεί και το Ποτάμι) Μάρτιν Σουλτς επέλεξε να μας πει τα εύκολα και προφανή: ότι η ανεργία στην Ευρώπη, όπου υπάρχει, (δεν θέλησε να διακρίνει Βορρά-Νότο) συνδέεται με την αδυναμία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό. Αν, κατά συνέπεια, υπάρξει πρόβλεψη να δοθούν δάνεια στις ΜΜΕ που θα συνοδευτούν από μειώσεις επιτοκίων ως δεσμευτικό κίνητρο για να γίνουν προσλήψεις, το πρόβλημα θα λυθεί. Τι καλά που θα ήταν να ήταν τόσο απλά τα πράγματα! Δεν είναι όμως...
Η σκληρή πραγματικότητα είναι πως η εκδοχή τραπεζικής ένωσης που προέκρινε η Ευρώπη, κατόπιν της ακλόνητης επιμονής του Βερολίνου για ολοκληρωτική κατίσχυση της αρχής της εθνικής ευθύνης, δεν έλυσε το πρόβλημα των αδύναμων τραπεζών του Νότου – μόνο η πρόσφατη αύξηση της ροής κεφαλαίων από τις αναδυόμενες τις βοήθησε – και γι' αυτό ο δανεισμός των επιχειρήσεων του Νότου θα παραμείνει συμπιεσμένος αρκετό καιρό ακόμη.
Αυτό θεώρησε καλύτερο να μην το πει ο Σουλτς. Παρέλειψε επίσης ο Γερμανός υποψήφιος των Σοσιαλιστών-Δημοκρατών να πει – αν το έχει συνειδητοποιήσει... – ότι η Ευρωζώνη δεν έχει σήμερα στρατηγική ανάπτυξης ικανή να αντικαταστήσει το αναπτυξιακό μοντέλο της πρώτης δεκαετίας του ευρώ – που βασίζονταν στον απεριόριστο δανεισμό του ιδιωτικού τομέα ο οποίος, υποτίθεται, ότι θα οδηγούσε σε σύγκλιση αλλά οδήγησε σε φούσκες...
Παρέλειψε, τέλος, να αναγνωρίσει πως η λογική τού να γίνουν όλοι στην Ευρώπη Γερμανία, άρα να αναπτυχθούν μέσα από εξαγωγές, έχει ήδη οδηγήσει και θα διατηρήσει την ευρωπαϊκή οικονομία σε χαμηλές πτήσεις για πολύ καιρό, άρα δεν θα παράγει θέσεις εργασίες ικανές να απορροφήσουν τα πολλά εκατομμύρια των ανέργων του Νότου.
Ok, δεκτόν, παραλογίζομαι: ήταν ποτέ δυνατόν ο Γερμανός υποψήφιος των Σοσιαλιστών- Δημοκρατών, έχοντας σίγουρη την εκλογή του στην Κομισιόν, να αμφισβητήσει τις εθνικές επιλογές της χώρας του οι οποίες όρισαν τις νέες κατευθύνσεις της Ευρώπης και να ενοχλήσει, έτσι, και την Άγκελα Μέρκελ η οποία έχει ρητά δηλώσει ότι το Συμβούλιο – στο οποίο η ίδια κυριαρχεί – διατηρεί τον τελικό λόγο επί του ορισμού του προέδρου της Επιτροπής;
Όχι, ο Σουλτς δεν θα ήθελε να διακινδυνεύσει την εκλογή του. Για να το σκεφτούμε όμως καλύτερα: δεν θα αντιπροσώπευε μια ελπίδα για το μέλλον της Ευρώπης μια τολμηρή αναφορά του φαβορί για την Κομισιόν στην ανάγκη της Ευρώπης για μια νέα στρατηγική ανάπτυξης, μέσω υποτίμησης του ευρώ όπως ζητούν οι Γάλλοι κι οι Ιταλοί; Ένας ήπιος πληθωρισμός δεν είναι προς όφελος της εργασίας – την οποία υποστηρίζουν υποτίθεται οι Σοσιαλδημοκράτες – και σε βάρος του κεφαλαίου; Αν ναι, γιατί παραμένει ταμπού;
Η (προβληματική) ευρωπαϊκή ορθοδοξία του Γιουνκέρ
Ο υποψήφιος του ΕΛΚ (όπου ανήκει η Νέα Δημοκρατία) Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ μας είπε όλα όσα αποτελούν την (προβληματική) ευρωπαϊκή ορθοδοξία, είχε όμως κι ένα καλό: ήταν πρακτικός και συγκεκριμένος.
Όντως, αναγνώρισε ο Γιουνκέρ, επείγει η αντιμετώπιση της ανεργίας στην Ευρώπη κι αυτό μπορεί να γίνει με δυο τρόπους. Σε ό,τι αφορά ειδικώς την ανεργία των νέων, η λύση μπορεί να δοθεί με την εσωτερική κινητικότητα, τη μετανάστευση των νέων από τις χώρες υψηλής ανεργίας σε χώρες χαμηλής ανεργίας, με τη βοήθεια και των σπουδών στο εξωτερικό που διευκολύνονται από τα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Σε ό,τι αφορά το γενικότερο πρόβλημα της ανεργίας, συνέχισε, αφ' ής στιγμής η Ευρώπη συσσώρευσε υψηλά χρέη και έχει δεμένα τα χέρια της από επενδυτικής άποψης, η λύση βρίσκεται στη συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ για το εμπόριο και τις επενδύσεις, η οποία μπορεί να προσθέσει δουλειές και επιπλέον ετήσια έσοδα 500 ευρώ ανά Ευρωπαίο.
Για το ότι τα ευρωπαϊκά προγράμματα σπουδών βοηθούν στη μετανάστευση των νέων από χώρες του Νότου σε χώρες του Βορρά και άρα σε κάποια μείωση της ανεργίας τους ως ειδικής ομάδας, δεν υπάρχει αμφιβολία. Από την άλλη πλευρά, εξίσου αληθές είναι ότι η ελεύθερη κινητικότητα των εργαζομένων εντός ΕΕ δεν αποδίδει αρκετά, πως οι διαφορές της γλώσσας παραμένουν εμπόδιο για τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων και των μεγαλύτερων σε ηλικία ανέργων και πως οι περισσότεροι άνεργοι της Ισπανίας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας (και της Ελλάδας μέχρι να πέσει η Κύπρος...) που βρήκαν μια άκρη, την βρήκαν εκτός Ενωμένης Ευρώπης, σε χώρες με τις οποίες μοιράζονταν την ίδια γλώσσα.
Και βέβαια, ας μην ξεχνάμε πως όλη αυτή η ανταλλαγή πληθυσμών που συντελείται στο όνομα της Ευρώπης, με τη φυγή μορφωμένων πληθυσμών από το Νότο προς το Βορρά ένεκα της ανεργίας, σε συνδυασμό με την παγίδευση αραβικών, αφρικανικών και ασιατικών πληθυσμών μεταναστών και προσφύγων χωρίς πόρους ζωής στις φτωχοποιημένες χώρες του Νότου ένεκα της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, δεν κάνει κανέναν ευτυχισμένο. Αντιθέτως, δημιουργεί ισχυρές εντάσεις μέσα στις κοινωνίες και, τουλάχιστον στην Ιταλία και την Ελλάδα, θρέφει την ακροδεξιά.
Από την άλλη μεριά, σε πλήρη αντίθεση με τους ισχυρισμούς Γιουνκέρ, η υπό διαπραγμάτευση συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ, όπως τα ίδια τα επίσημα ευρωπαϊκά έγγραφα αποκαλύπτουν (Impact Assessment Report on the future of EU-US trade relations, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ιδίως παράγραφος 5.9.2) δεν αναμένεται να αυξήσει την απασχόληση στην Ευρώπη. Μόνο μετατοπίσεις θέσεων εργασίας θα προκαλέσει ανάμεσα στους διάφορους οικονομικούς κλάδους. Κάποιες κλάδοι θα χάσουν θέσεις εργασίας, κάποιοι θα κερδίσουν, οι χώρες με τους χαμένους κλάδους θα πληγούν, οι χώρες με τους κερδισμένους κλάδους θα ωφεληθούν.
Καθώς οι σχετικές διαπραγματεύσεις διεξάγονται με απόλυτη μυστικότητα, δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε από τώρα ποιο από τα τρία σενάρια (συντηρητικό, βασικό, φιλόδοξο) της συμφωνίας θα υιοθετηθεί, άρα ποιοι θα είναι οι τελικοί χαμένοι και κερδισμένοι. Επειδή όμως ήδη ανακοινώθηκε ότι θα προστατευθεί η ευρωπαϊκή κτηνοτροφία αλλά όχι η γεωργία, φαίνεται ότι η Ελλάδα, η χώρα του Νότου, για την οποία τα αγροτικά προϊόντα και η βιομηχανία τροφίμων τείνουν να καταστούν σημαντικός εξαγωγικός κλάδος, ενώ έχει και την υψηλότερη ανεργία στην Ευρώπη, θα είναι μεταξύ των χαμένων. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποκληθεί ευρωπαϊκή πολιτική για την ανεργία...
Λύσεις από νεοφιλελεύθερα δόγματα;
Ο εκπρόσωπος των Ελεύθερων Δημοκρατών (όπου ανήκουν οι Γέφυρες) Γκι Φερχόφσταντ, τέλος, μας είπε ότι η ανεργία μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιστροφή στο πνεύμα Ντελόρ: αυτό θα πει μέσα από την επέκταση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε νέες αγορές που παραμένουν ακόμη εθνικά οργανωμένες, όπως είναι η ενέργεια και τα ψηφιακά.
Η θέση Φερχόφσταντ όμως περιλαμβάνει περισσότερη ιδεολογία παρά πραγματικότητα. Και μολονότι κανείς δεν αμφισβητεί ότι η ολοκλήρωση των αγορών οδηγεί σε αύξηση του συνολικού πλούτου, είναι απαραίτητο, ιδίως στο πλαίσιο της τρέχουσας ευρωπαϊκής συγκυρίας, να δούμε πως αν κερδίζουν ή χάνουν όλο οι ίδιοι, υπάρχει κάποιο προβληματάκι...
Ή για να το πω με τον τρόπο που το περιέγραψε ο αναλυτής της παγκοσμιοποίησης Ντάνι Ρόντρικ, αν με τις εμπορικές ολοκληρώσεις ο Α αυξάνει τον πλούτο του από τα 70 στα 100, ο Β από τα 90 στα 190, ο Γ τον μειώνει από τα 50 στα 0 κι ο Δ από τα 60 στο 10, ναι μεν ο πλούτος και των τεσσάρων σαν σύνολο αυξάνεται από τα 270 στα 300, μόνο που αυτό δεν έχει καμιά αξία για τον Γ και τον Δ οι οποίοι δεν μπορούν να ζήσουν και η κατανομή στην οποία καταλήγουμε δεν συμβαδίζει με τη δημοκρατία.
Επιπλέον τούτων, τα προβλήματα της μέχρι σήμερα ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής συστήνουν επιφυλακτικότητα απέναντι σε αναπτυξιακές προσδοκίες από την ολοκλήρωση των αγορών ενέργειας. Δυστυχώς η ενεργειακή πολιτική της Ευρώπης τα τελευταία 10 χρόνια, είτε επειδή έγιναν λάθος εκτιμήσεις και κυριάρχησε η υπεραισιοδοξία, είτε επειδή εξυπηρετούσε πρωτίστως τα εθνικά βιομηχανικά συμφέροντα κάποιων χωρών όπως έχουν πει κάποιες κακές γλώσσες, αποδείχτηκε κοντόφθαλμη και αντιαναπτυξιακή.
Τα σχέδια για ενοποίηση των εθνικών αγορών ενέργειας μέσα από τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού δικτύου φαίνεται να συνδέονται με φαραωνικά έργα υψηλού κόστους που θα αυξήσουν εκ νέου το ήδη υψηλό ευρωπαϊκό ενεργειακό κόστος ενώ δείχνουν να αγνοούν και τη φύση της τεχνολογίας: η ενέργεια, ως γνωστόν, δεν αποθηκεύεται, χάνεται κατά τη μεταφορά της σε μακρινές αποστάσεις και άρα συμφέρει να παράγεται και να καταναλώνεται κυρίως τοπικά. Μπορούμε άραγε να καταπολεμήσουμε την ανεργία στην Ευρώπη με φαραωνικά ενεργειακά σχέδια που ανεβάζουν τα κόστη;
Συμπέρασμα: μεγάλη απογοήτευση...
Νομίζω ότι χρειαζόμαστε κάτι πολύ πιο απλό: μια Ευρώπη που θα κάνει στροφή στην ίδια παραγωγή και θα τη στηρίξει, περιορίζοντας τις εισαγωγές. Αυτό έκαναν οι ΗΠΑ μετά την κρίση του 2008-09 κι επανέφεραν εργοστάσια από την Κίνα, αυτό μπορεί να δώσει νέες θέσεις εργασίας ώστε να περιοριστεί η δομική, πλέον, ευρωπαϊκή ανεργία.
Έτσι λειτουργούσε το ευρωπαϊκό σχέδιο ως τη δεκαετία του 80, που θεωρούνταν ακόμη επιτυχημένο. Το αν και πώς μπορεί να επιτευχθεί η επιστροφή της παραγωγής στην Ευρώπη σηκώνει πολλή συζήτηση. Πρέπει όμως καταρχήν να τεθεί ο στόχος κι αυτός δεν τέθηκε από κανέναν στις ευρωεκλογές: αν δεν αρχίσουμε με αυτό, δεν υπάρχουν ελπίδες για τα 27 εκατομμύρια των Ευρωπαίων ανέργων.
(*) Η Μαριάννα Τόλια είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου "Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα. Έρευνες και Προσεγγίσεις για την κρίση στον Ευρωπαϊκό Νότο και τον ρόλο του ευρώ", Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2014
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.