Η ΕΚΤ δεν μπορεί να είναι... ισορροπιστής

Η καθυστέρηση της κεντρικής τράπεζας να αναλάβει δράση «κοστίζει». Πώς προσπαθεί ο κεντρικός τραπεζίτης να... ισορροπήσει μεταξύ γερμανικών γερακιών και γαλλικών περιστεριών. Οι δύο καταλύτες που προκαλούν ανατίμηση του ευρώ. Γράφει ο Κ. Μελάς.

  • του Κώστα Μελά*
Η ΕΚΤ δεν μπορεί να είναι... ισορροπιστής

Η ΕΚΤ, στη συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 2014 στις Βρυξέλλες, αποφάσισε να μην προβεί σε αλλαγή του ύψους των επιτοκίων της και να συνεχίσει τη μέχρι τώρα νομισματική πολιτική. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, δεν έχει φθάσει η στιγμή για περαιτέρω επεκτατική νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη.

Η επιχειρηματολογία του προέδρου M. Draghi προκειμένου να θεμελιώσει την απόφαση κινήθηκε στο ακόλουθο πλαίσιο:

Ο πληθωρισμός σε ετήσια βάση (HICP) διαμορφώθηκε τον Απρίλιο στο 0,7% έναντι 0,5% τον Μάρτιο. Η αύξηση οφείλεται κυρίως στην άνοδο των τιμών των υπηρεσιών. Επομένως δεν παρατηρήθηκαν σημάδια περαιτέρω μείωσης προς τον αντιπληθωρισμό. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει στα ίδια χαμηλά επίπεδα, με ελαφρά ανοδική τάση στους προσεχείς μήνες του 2014, θα αρχίσει να αυξάνεται σιγά-σιγά το 2015, για να φθάσει σε επίπεδο γύρω από τον στόχο 2% στο τέλος του... 2016. Πάντως το ζήτημα θα επανεξετασθεί τον Ιούνιο αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, κι οι αναλυτές εκτιμούν ότι τότε θα ληφθούν αποφάσεις. 

Σύμφωνα με τον M. Draghi, το σημερινό ευρωπαϊκό νομισματικό περιβάλλον υφίσταται τις επιδράσεις δύο συγκυριακών γεγονότων, ενός γεωπολιτικού και ενός νομισματικού, τα οποία το σπρώχνουν μακριά από την κανονικότητά του, δυσκολεύοντας τη διαμόρφωση σχετικά σταθερών προσδοκιών οι οποίες, ως γνωστόν, αποτελούν την πυξίδα διαμόρφωσης της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής.

Το γεωπολιτικό γεγονός αφορά τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Οι εξελίξεις αυτές έχουν προκαλέσει ροή πόρων προς την ευρωζώνη και το ευρώ, αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο. Τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΚΤ αναφέρουν ότι 160 δισ. ευρώ εγκατέλειψαν τη Ρωσία, πολλά εκ των οποίων κατευθύνθηκαν στο ευρώ.

Παράλληλα, η FED έχει αρχίσει να μεταβάλλει το μέγεθος της επεκτατικής της νομισματικής πολιτικής, η οποία άρχισε από το 2008, μέσω της συνεχούς, αλλά σταδιακής μείωσης αγορών χρεογράφων. Του γνωστού tapering.

Συγχρόνως προανήγγειλε ότι θα διατηρήσει το βασικό επιτόκιό της σε μηδενικό επίπεδο για απροσδιόριστη διάρκεια, υπονοώντας σαφώς για όσο χρόνο το κρίνει απαραίτητο προκειμένου να βοηθήσει στη μεγέθυνση της οικονομίας.

Η σταδιακή μεταβολή - προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής της FED οδήγησε μεγάλο μέρος των κεφαλαίων τα οποία εγκατέλειψαν (κι εγκαταλείπουν) τις αναδυόμενες αγορές, να οδηγηθούν στην Ε.Ε. για λόγους ασφαλείας αλλά και αποδόσεων (δες ομόλογα περιφερειακών χωρών της Ε.Ε.). Αυτό καταδεικνύεται από την αύξηση του δείκτη MFI net external assets, μέσω του οποίου παρακολουθείται η παρακράτηση στοιχείων ενεργητικού σε ευρώ από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτός των χωρών του ευρώ.

Οι δύο αυτές εξελίξεις προκαλούν ανατίμηση του ευρώ, γεγονός που με τη σειρά του μειώνει την αξία των εισαγόμενων πρώτων υλών, της ενέργειας και των τροφίμων, πιέζοντας προς τα κάτω τον πληθωρισμό.

Το ερώτημα που θέτει η ΕΚΤ είναι κατά πόσον οι δύο αυτές κινήσεις είναι απλώς συγκυριακές ή θα αποτελέσουν μια μονιμότερη κατάσταση. Εάν είναι μονιμότερης διάρκειας, η ΕΚΤ πρέπει να παρέμβει για διορθωτικές κινήσεις. Αν είναι απλώς συγκυριακές, χρειάζεται να περιμένει μέχρι να εξαλειφθεί αυτή η συγκυρία.

Επομένως, σύμφωνα πάντα με την ΕΚΤ, απαιτείται διαμόρφωση σαφούς εικόνας των προσδοκιών οι οποίες αποτελούν τη βάση άσκησης της νομισματικής πολιτικής. Στην αντίθετη περίπτωση, υπάρχει κίνδυνος να δοθούν λανθασμένα σημάδια στην οικονομία.

Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στη σχολή οικονομικής σκέψης στην οποία ανήκει σήμερα η ΕΚΤ, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που ομολογουμένως καταβάλλει ο πρόεδρος M. Draghi. Το ότι συναρτά την παρέμβασή του στις διαμορφούμενες προσδοκίες των αγορών, in ultima istanza, και δεν τη συναρτά στην υποβοήθηση της διαμόρφωσης των προσδοκιών, όπως π.χ. πράττει η FED, η Bank of England, η Bank of Japan κ.λπ., δείχνει απερίφραστα ποια σχολή οικονομικής σκέψης υπηρετεί η ΕΚΤ.

Επίσης, παρά την παρατηρούμενη άνοδο της τιμής του ενιαίου νομίσματος σε σχέση με το δολάριο όπως και με τα άλλα νομίσματα, ο πρόεδρος M. Draghi εξήγησε ότι το ύψος της ισοτιμίας του ευρώ δεν αποτελεί στόχο της συναλλαγματικής πολιτικής, αλλά μόνο μελετώνται οι επιδράσεις του στον πληθωρισμό και στον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας.

Ειρήσθω εν παρόδω, το πραγματικό ΑΕΠ στην ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 0,2% το τελευταίο τρίμηνο του 2013, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και περίπου στο ίδιο επίπεδο αναμένεται να αυξηθεί και το πρώτο τρίμηνο του 2014, πιστοποιώντας την αναιμική μεγέθυνση της οικονομίας της ευρωζώνης, η οποία παράλληλα παρουσιάζει και υψηλή ανεργία. Το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται στο 11,8%.

Λεπτή ισορροπία

Για ακόμη μια φορά με τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία ο M. Draghi προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ των γερμανικών γερακιών και των γαλλικών περιστεριών. Όμως η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να αναζητά την εξισορρόπηση των βουλήσεων των ισχυρών και κυρίαρχων κρατών της ένωσης.

Μάλιστα, αυτή η προσπάθεια «εξισορρόπησης» γίνεται περισσότερο εμφανής επειδή βρισκόμαστε μόνο λίγες μέρες πριν από τις ευρωεκλογές. Είναι φανερό ότι αν η ΕΚΤ αποφάσιζε τώρα την ενδυνάμωση της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, αυτή η πράξη θα είχε πολιτικές επιδράσεις στο εκλογικό σώμα.

Όμως η νομισματική πραγματικότητα δείχνει για την ανάγκη άμεσων παρεμβάσεων αδιαφορώντας για τις πολιτικές επιδράσεις. Συγκεκριμένα η ετήσια μεγέθυνση του Μ3 μειώθηκε στο 1,1% τον μήνα Μάρτιο 2014, από 1,3% τον Φεβρουάριο. Επίσης το Μ1 μειώθηκε κατά 5,6% τον Μάρτιο μετά από μείωση 6,2% τον Φεβρουάριο. Ο ετήσιος ρυθμός των δανείων σε μη χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μειώθηκε κατά 3,1% τον Μάρτιο, ακριβώς όπως και τον Φεβρουάριο. Η ετήσια μεγέθυνση των δανείων προς τα νοικοκυριά (μαζί με τις τιτλοποιήσεις) παραμένει καθηλωμένη από τις αρχές του 2013 στο 0,5%.

Τα πιστωτικά κριτήρια με βάση τα οποία τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αξιολογούν τους πελάτες τους εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα δυσκολεύοντας τη χορήγηση νέων δανείων. Η ΕΚΤ πρέπει να δράσει.

* Ο κ. Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, Όμιλος Κοινωνικού - Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v