Πώς γλιτώνει τον πληθωρισμό η Γερμανία

Γιατί παρά το μεγάλο εξωτερικό πλεόνασμα, το Βερολίνο καταφέρνει να μην αντιμετωπίζει πληθωριστικές πιέσεις. Οι τράπεζες, ο ρόλος του πληθωρισμού και της «πραγματικής» συναλλαγματικής ισοτιμίας. Γράφει ο Κ. Μελάς.

  • του Κώστα Μελά
Πώς γλιτώνει τον πληθωρισμό η Γερμανία

Επειδή με αφορμή το προηγούμενο άρθρο μου τέθηκε μια ενδιαφέρουσα ερώτηση-παρατήρηση, θα επιχειρήσω στο σημερινό μου άρθρο να δώσω μια απάντηση.

Προηγουμένως, όμως, θα παραπέμψω τον αγαπητό αναγνώστη σε δύο συναφή με το θέμα άρθρα μου, στο «Πώς έχτισε το πλεόνασμα η Γερμανία»  και στο «Δείγμα ανισορροπίας τα γερμανικά πλεονάσματα».

Το ερώτημα είναι πώς η Γερμανία καταφέρνει να μην έχει πληθωριστικές πιέσεις παρά τα μεγάλα εξωτερικά πλεονάσματα. Ευκαιρίας δοθείσας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ουσιαστικά τα τελευταία έτη η νομισματική βάση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας μεγαλώνει μόνο με βάση την εξωτερική της συνιστώσα. Κατ' αρχάς, η ανυπαρξία πληθωριστικών πιέσεων πιστοποιείται, εκτός της εξέλιξης του ρυθμού πληθωρισμού, και εμμέσως από την εξέλιξη της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.

Τα τελευταία 15 έτη το γερμανικό μάρκο και στη συνέχεια το γερμανικό ευρώ κέρδισαν 15% σε ονομαστικούς όρους αλλά, δεδομένου του περιορισμού των τιμών κατανάλωσης, στην πραγματικότητα εξασθένησε περισσότερο από 15% σε πραγματικούς όρους στη διάρκεια της συνολικής περιόδου.

Πίνακας 1.
Πραγματική Συναλλαγματική Ισοτιμία μάρκου/ευρώ
Έτος βάσης 2010=100. Με βάση τον Δείκτη Τιμών Κατανάλωσης.

1992

112

1995

118

1998

110

2001

100

2004

109

2007

107

2010

100

2012

94

2013

96

Πηγή: BIS

Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία της Γερμανίας και η πραγματοποιηθείσα πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ανατιμήθηκε μόνο την περίοδο 2012-2013. Αυτή η παρατήρηση ενδυναμώνεται αν για τον υπολογισμό της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας χρησιμοποιηθεί το κόστος ανά μονάδα εργασίας.

Τώρα στο ερώτημά μας.

Α. Η πρώτη απάντηση υπάρχει στο άρθρο «Δείγμα ανισορροπίας τα γερμανικά πλεονάσματα». Η Γερμανία έχει καταστεί ο τρίτος μεγαλύτερος πιστωτής σε πλανητικό επίπεδο. Διοχετεύει τα πλεονάσματά της στη διεθνή αγορά.

Β. Η δεύτερη απάντηση αφορά τη δημιουργία του ευρώ. Είναι κοινή πεποίθηση ότι η δημιουργία του ευρώ (με τη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική) επέτρεψε στη χώρα να επιτύχει και να διαχειριστεί ένα πολύ μεγαλύτερο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Πριν από το ευρώ η γερμανική οικονομία ήταν πολύ δύσκολο να διαχειριστεί και να ανακυκλώσει μεσοπρόθεσμα ένα πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών υψηλότερο του 4% του ΑΕΠ.

Οι γερμανικές τράπεζες ήταν βασικά ανίκανες να κτίσουν μακροχρόνιες διεθνείς θέσεις όταν το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έφθανε σε αυτό το ύψος δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις (χρηματοπιστωτικές και πραγματικής οικονομίας) δεν ήταν έτοιμες να το δεχτούν. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την περιοδική ανατίμηση του μάρκου.

Αυτό θα οδηγούσε σε εγχώρια ανακύκλωση των πλεονασμάτων, σε υψηλότερους πραγματικούς μισθούς, στην απώλεια ανταγωνιστικότητας, σε χαμηλότερα κέρδη και αποταμιεύσεις. Αυτή η εξέλιξη διακόπηκε με την ενοποίηση όταν οι επενδύσεις εκτοξεύτηκαν και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετατράπηκε σε αρνητικό, «εξαφανίζοντας» το καθαρό πλεόνασμα των ξένων στοιχείων ενεργητικού που είχε συσσωρεύσει η γερμανική οικονομία για μια γενιά.

Η ύπαρξη του ευρώ επέτρεψε στη γερμανική οικονομία να ανακυκλώσει τα πλεονάσματά της στην ευρωζώνη χωρίς το τραπεζικό της σύστημα να αναλάβει ιδιαίτερο συναλλαγματικό κίνδυνο. Αυτό της επέτρεψε να διαχειριστεί πλεονάσματα ύψους 7,5% του ΑΕΠ (2007).

Από την άλλη πλευρά, οι περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης δέχθηκαν μια καταιγίδα χρηματοδοτικών πόρων χαμηλού κόστους, κάτι που εκτόξευσε τα ελλείμματα των ισοζυγίων πληρωμών τους. Βεβαίως η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έδειξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει τραπεζική επένδυση χωρίς κίνδυνο, με αποτέλεσμα το γερμανικό τραπεζικό σύστημα να βρεθεί αντιμέτωπο με σοβαρά προβλήματα.

Η έκθεσή του πρωταρχικά στο χρέος των περιφερειακών κρατών της ευρωζώνης είναι μια ένδειξη. Όμως η Γερμανία κατάφερε να δημιουργήσει έναν μηχανισμό διάσωσης στα μέτρα της, με στόχο να διασώσει το τραπεζικό της σύστημα από αυτήν την έκθεση χωρίς η ίδια μέχρι τώρα να επιβαρυνθεί ως οικονομία, αλλά αντιθέτως να αποκομίσει και σημαντικό κέρδος.

Γ. Η μεγέθυνση του ΑΕΠ εξαρτάται από τις καθαρές εξαγωγές. Η γερμανική οικονομία στη δεκαετία του 2000 εξαρτάται από τις καθαρές εξαγωγές. Η ανάλυση των παραγόντων που συνέβαλαν στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, τη συγκεκριμένη περίοδο, το επιβεβαιώνει με σαφήνεια. Το 2012 η σύνθεση του ΑΕΠ ήταν η ακόλουθη: Ιδιωτική Κατανάλωση 57,4%, Δημόσια Κατανάλωση 19,3%, Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου 18,1%, Εξαγωγές Αγαθών και Υπηρεσιών 50,2%, Εισαγωγές Αγαθών και Υπηρεσιών 45,1% (κατά συνέπεια Καθαρές Εξαγωγές 5,1%).

Συμμετοχή στη μεγέθυνση του ΑΕΠ

 

Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών Γερμανίας

* Ο κ. Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, Όμιλος Κοινωνικού - Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης. 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v