Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Πώς θα «δει» ανάπτυξη η Ευρώπη

Ιστορική σπαζοκεφαλιά χαρακτηρίζει το μέλλον της ανάπτυξης στην Ευρώπη ο Αθ. Παπανδρόπουλος. Η υπερχρέωση των μελών της και το μπρα ντε φερ με τις αναπτυσσόμενες αγορές. Η εξυγίανση των τραπεζών και ο ρόλος EKT και ΕΤΕπ.

Πώς θα «δει» ανάπτυξη η Ευρώπη

Τα διακυβεύματα είναι πολλά και κρίσιμα στην παγκόσμια οικονομία. Η υπερχρέωση της Δύσης, οι φιλοδοξίες των μεγάλων του αναπτυσσόμενου κόσμου, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Αφρικής αλλά και η κολοσσιαία διαφθορά που κυριαρχεί στη Μαύρη Ήπειρο, η έκρηξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ο εγκληματικός φανατισμός του Ισλάμ είναι μερικές από τις ασυμμετρικές προκλήσεις.

Όσο δε οι τελευταίες ανεβαίνουν σε ένταση, τόσο πιο ανάγλυφα προβάλλουν και τα σοβαρά πλέον προβλήματα της Ευρώπης, με πρώτο και πιο ζωτικό το αναπτυξιακό.

Η κατάσταση, από την άποψη αυτή, δεν είναι ρόδινη στη Γηραιά Ήπειρο. Με 20 εκατομμύρια ανέργους, σχεδόν μηδενικό ρυθμό ανάπτυξης, γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος, πολιτική αδιαφορία για το ευρωπαϊκό αύριο και σοβαρά δημογραφικά αλλά και μεταναστευτικά προβλήματα, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει πλέον να κάνει πολλά πράγματα σε σχετικά λίγο χρόνο. Πρωτίστως, όμως, πρέπει να βγει από το αναπτυξιακό της αδιέξοδο. Από την έκβαση αυτής της προσπάθειας εξαρτώνται και όλα τα υπόλοιπα.

Μπορεί, ωστόσο, η Ευρώπη να κερδίσει το στοίχημα αυτό; Τίποτε δεν είναι λιγότερο βέβαιο.

«Η ευρωζώνη», τόνιζε πριν από λίγο καιρό η κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), είναι σοβαρά χρεωμένη, με το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος των μελών της να αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο το 310% του ΑΕΠ της.

Το γεγονός αυτό επιδρά αρνητικά στην ανταγωνιστικότητά της, στην οποία έρχεται να προστεθεί και το σταδιακά ανερχόμενο κόστος της δημογραφικής γήρανσης. Την ίδια περίοδο, χάνει ποσοστά συμμετοχής στην παγκόσμια αγορά προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν κερδίσει έξι ποσοστιαίες μονάδες στο διεθνές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών.

Το ευρώ είναι σχετικά υπερτιμημένο σε σχέση με το δολάριο και με το κινεζικό γουάν, πράγμα που επιδρά αρνητικά στην ευρωπαϊκή εξωστρέφεια. Έτσι, αν δεν γίνουν σοβαρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά θα αντιμετωπίσει σοβαρότατα προβλήματα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ανάγκη να εξυγιανθεί ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας, γιατί διαφορετικά θα γίνει προβληματική η αιμοδοσία της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Πολλά λοιπόν εναπόκεινται στους χειρισμούς και στις πρωτοβουλίες του κ. Μάριο Ντράγκι, προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), είπε η κ. Κρ. Λαγκάρντ. Έκανε δε την εκτίμηση, στο επίπεδο αυτό, ότι λίαν προσεχώς η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκιά της, δεδομένου ότι σε άλλες δυτικές χώρες αυτά είναι από καιρό μηδενικά.

Ωστόσο, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ επέμενε στην ανάγκη των μεταρρυθμίσεων, τονίζοντας ότι σε παγκόσμιο επίπεδο έχουμε αλλαγή οικονομικού «παραδείγματος» - στο οποίο η όποια προσαρμογή δεν μπορεί να γίνει με κριτήρια του παρελθόντος. Κυρίως, όμως, η κ. Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι για να έλθει η ανάπτυξη πρέπει να υπάρχει πίσω της ένα υγιές και φερέγγυο στα μάτια των πολιτών τραπεζικό σύστημα.

«Αυτό είναι ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της Ευρώπης», μας έλεγε πρόσφατα στις Βρυξέλλες ο διευθυντής του Ιδρύματος Μπρύγκελ, κ. Ζαν Πιζανί Φερρύ, τονίζοντας την άμεση ανάγκη οι εθνικές κυβερνήσεις να ενισχύσουν την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους, βρίσκοντας ταυτοχρόνως λύσεις και για τις πιο αφερέγγυες από αυτές. «Η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να δεχθεί στον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας υποκεφαλαιοποιημένες τράπεζες. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η περίφημη ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση θα τιναχθεί στον αέρα», πρόσθεσε.

Εξάλλου, η παρατήρηση αυτή δεν ισχύει μόνον για τις τράπεζες της ευρωζώνης.

Όπως υπογραμμίζουν κοινοτικοί παράγοντες, είναι ανάγκη να ενδυναμωθούν και οι εκτός ευρωζώνης τράπεζες, αλλά για την ώρα η περί τον αρμόδιο Γάλλο επίτροπο κ. Μισέλ Μπαρνιέ ομάδα δεν έχει καταλήξει σε μία οριστική διαδικασία. Ωστόσο, το θέμα της τραπεζικής σταθερότητας είναι ίσως το σοβαρότερο της περιόδου κρίσης που περνά η Ε.Ε. «Η καλύτερη χρηματοπιστωτική διακυβέρνηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ», υποστηρίζει ο Βέλγος καθηγητής και σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Α.Κονατρεπόν, που είναι επίσης και ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της εκδόσεως ευρωομολόγων.

Όμως, η περί τον Βέλγο καθηγητή ομάδα μελετητών υποστηρίζει ότι, για τη βιώσιμη εξόφληση των δημοσίων χρεών της η Ευρώπη θα πρέπει πάνω απ' όλα να επανέλθει σε έντονη και βιώσιμη ανάπτυξη. Εάν η δημόσια δαπάνη ανέλθει στο 40% και το χρέος στο 100% του ΑΕΠ, μία επιπλέον μονάδα ανάπτυξης θα μειώσει τον δείκτη χρέους/ΑΕΠ κατά 14 μονάδες μέσα σε μία δεκαετία. Στο σημείο αυτό λοιπόν βρίσκεται η πραγματική λύση. Και όμως, σήμερα, η δυνητική ανάπτυξη της Ε.Ε. είναι ισχνή -εξαιτίας της ανεπάρκειας του πληθυσμού της, των βιομηχανικών της κεφαλαίων και της ικανότητάς της να εφαρμόζει καινοτομίες, καθώς και λόγω της στενότητας των αγορών της και της απουσίας εναρμόνισης του κοινωνικού της δικαίου.

Η απελευθέρωση της οικονομικής ανάπτυξης για τη μείωση του δημοσίου χρέους προϋποθέτει, σε κάθε κράτος και στο πλαίσιο της Ε.Ε., βαθιές αλλαγές -ιδιαίτερα σε θέματα πολιτικής στους τομείς της γνώσης, της κοινωνικής πολιτικής, του ανταγωνισμού, της προστασίας από τους κινδύνους των πιο αδύναμων, της κινητικότητας και της αποτελεσματικότητας των δημόσιων υπηρεσιών.

Επίσης, η Ε.Ε. θα πρέπει να συνεχίσει τη χρηματοδότηση, μέσω της φορολογίας και χωρίς δάνεια, της συλλογικής της κατανάλωσης, δηλαδή των δαπανών για επιχορηγήσεις και των λειτουργικών της δαπανών. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να αυξήσει το ανώτατο όριο του κοινοτικού προϋπολογισμού, διατηρώντας την απαίτηση περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, ενώ σε περίπτωση κρίσης θα πρέπει να συμπληρώσει τη χρηματοδότηση των προϋπολογισμών λειτουργίας της - ενδεχομένως προσφεύγοντας σε ένα νέο Ταμείο.

Όμως, στις σημερινές συνθήκες ανακατανομής του παγκόσμιου πλούτου και ισχυρού ανταγωνισμού, προέχει να βρει νέα κέντρα κέρδους που να εξασφαλίζουν και καινούργια συγκριτικά πλεονεκτήματα. Συγκεκριμένα, όπως προτείνει και ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος κ. Ζακ Ατταλί, με βάση τη στρατηγική της Λισσαβώνας, η Ε.Ε. θα πρέπει να επενδύσει μαζικά στη γνώση, στην τεχνολογία, στον πολιτισμό, στην κοινωνία, στην εκπαίδευση, στην υγεία και στο περιβάλλον.

Παραδείγματος χάρη, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) θα πρέπει να διαθέτει ετησίως δημόσια κονδύλια 40 δισ. ευρώ σε υποδομές μεταφοράς και τηλεπικοινωνιών, 60 δισ. για την αντικατάσταση και συντήρηση στους διάφορους τομείς και το ίδιο ποσό σε υποδομές ενέργειας (αγωγούς, τερματικές εγκαταστάσεις φυσικού αερίου, ηλεκτρικά δίκτυα...).

Επίσης, η Ευρώπη θα πρέπει να επενδύσει μαζικά στην υποδοχή των αλλοδαπών.

Συμπληρωματικά με τη δράση της ΕΤΕπ θα μπορούσε να υλοποιηθεί σε ευρωπαϊκή κλίμακα ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Επανόρθωσης, το οποίο θα έχει ως αποστολή του τη χρηματοδότηση -μέσω δημοσιονομικών πόρων και δανείων- των δαπανών που σχετίζονται με το περιβάλλον και τις συντάξεις, τις οποίες οι σημερινές γενιές θα «κληροδοτήσουν» στις επόμενες. «Πρόκειται για πολύ μεγάλα, μακροπρόθεσμα εγχειρήματα, που απέχουν πολύ από τον σημερινό μαρασμό, τα οποία όμως αξίζει να αναφέρουμε -αν μη τι άλλο, για να δείξουμε ότι το καλύτερο μπορεί να συμβεί, ότι υπάρχει ρεαλιστική λύση στη σημερινή κρίση, και για να ανοίξει ο δρόμος για ένα νέο στάδιο της ευρωπαϊκής περιπέτειας: για μία ακόμη φορά, μια κρίση θα έχει συμβάλει στην ενίσχυση της Ευρώπης», τονίζει ο κ. Ζακ Ατταλί και από πολλές πλευρές έχει δίκιο.

Πλην όμως, προτάσεις όπως οι δικές του όπως και άλλων επώνυμων ευρωπαϊστών σήμερα σκοντάφτουν, αφενός, σε σοβαρά προβλήματα της καθημερινότητας και, αφετέρου, σε σοβαρές αδυναμίες των Ευρωπαίων ηγετών στη σχέση τους με το μέλλον. Ακόμα χειρότερα, οι αδυναμίες αυτές απομακρύνουν τους Ευρωπαίους πολίτες από το αρχικό όραμα πάνω στο οποίο άρχισε η μεταπολεμική οικοδόμηση της Ευρώπης, με αποτέλεσμα η σημερινή Ευρώπη να επιβιώνει με κριτήριο τον φόβο της διάλυσής της, όχι όμως με τη θέληση να πάει ακόμα πιο μακρυά από την ιδρυτική της πράξη στη Συνθήκη της Ρώμης.

Δυστυχώς δε, προς την κατεύθυνση της διάλυσης συμβάλλουν και οι αδίστακτοι κερδοσκόποι των αγορών και της πολιτικής, για τους οποίους το εμπόριο φόβου και επερχόμενης καταστροφής είναι σοβαρό εργαλείο δημιουργίας πλούτου - ασχέτως αν ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι ο ούτως αποκτηθείς πλούτος μπορεί να γίνει ο πρώιμος τάφος των δημιουργών του. Διδάσκεται όμως κανείς από την Ιστορία;

Παρ' όλα αυτά, από την άλλη πλευρά, δεν είναι άνευ σημασίας κάποιες ενδείξεις που δείχνουν ότι και σοβαρές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται καθ' οδόν στον «οίκο Ευρώπη».

 

* Ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος είναι δημοσιογράφος, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Πρόεδρος του European Business Review (EBR). Μπορείτε να διαβάζετε τα άρθρα του στο www.europeanbusiness.gr και στο εβδομαδιαίο newsletter "EBR Confidential".


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v