Μπορεί μία επιχείρηση να αλλάξει; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι περισσότερο αρνητική παρά θετική, και τούτο διότι η επιχειρηματική μονάδα είναι, πριν απ’ όλα, ανθρώπινος οργανισμός –και οι άνθρωποι δύσκολα αλλάζουν. Όπως αναφέρει δε ο Ρόλαντ Ράϊτερ, σύμβουλος επιχειρήσεων και καθηγητής στο Χάρβαρντ, το μεγαλύτερο εμπόδιο για τις αλλαγές μέσα σε μία επιχείρηση είναι η ταυτότητά της –όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους, που πολλές φορές αρνούνται στοιχειώδεις αλλαγές στην ζωή και στις αντιλήψεις τους, επικαλούμενοι την ταυτότητά τους.
Ωστόσο, γεγονός είναι ότι η σύγχρονη επιχείρηση έχει ανάγκη από μεγάλες αλλαγές, που είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν μόνον με λόγια και καλές προθέσεις. Για να γίνουν πράξη, πρέπει η σύγχρονη επιχείρηση να ξεπεράσει τέσσερις βασικούς συντελεστές αδράνειας: την στρατηγική, τα συστήματα διαχείρισης, την κουλτούρα και την διεύθυνσή της. Η άρθρωση όλων αυτών των συντελεστών διαμορφώνει την βαθύτερη ταυτότητα της επιχείρησης, με αποτέλεσμα κάθε αλλαγή να απαιτεί τον ορισμό αυτής της ταυτότητας.
Συμβαίνει, όμως, πολλές επιχειρήσεις –ακόμα και όταν είναι βαρειά άρρωστες– να αρνούνται να δουν την πραγματικότητα και άρα να αναθεωρήσουν πτυχές της ταυτότητάς τους. Κατά τον Γάλλο ψυχο-κοινωνιολόγο Ευγένιο Ενρίκεζ, «οι οργανώσεις έχουν την τάση να προστατεύονται κατά όλων των παραγόντων που θα μπορούσαν να μεταβάλουν την ταυτότητά τους. Με άλλα λόγια, παρατηρείται μία συνολική αντίσταση σε ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αλλάξει την ζωή της επιχείρησης. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις, η κυριαρχία του νόμου της αδράνειας μέσα στην επιχείρηση οδηγεί σε οδυνηρές εξελίξεις, τις οποίες, κατά κανόνα, οι ιθύνοντες της επιχειρηματικής μονάδας αρνούνται να αναλύσουν και να καταλάβουν…».
Ποιοι είναι, όμως, αναλυτικότερα οι συντελεστές αυτής της αδράνειας; Η στρατηγική, πριν απ’ όλα. Η στρατηγική δεν αλλάζει κατά το δοκούν. Περισσότερο από πνευματική άσκηση, η εφαρμογή μιας στρατηγικής είναι μία διαρκής οργανωτική διαδικασία, η οποία υπαγορεύει συγκεκριμένες δράσεις. Δράσεις, εξάλλου, οι οποίες ενίοτε έχουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα και άρα δημιουργούν καθήκοντα και αρμοδιότητες που, με την σειρά τους, εγκαθιστούν συνήθειες μέσα στην επιχείρηση.
Το ίδιο ισχύει και με τα συστήματα διαχείρισης. Είτε πρόκειται για ανθρώπινους πόρους, είτε για κεφάλαια, είτε για τεχνολογία και παραγωγικές εγκαταστάσεις, τα συστήματα διαχείρισης δημιουργούν δομές και εξαρτήσεις που δεν αλλάζουν εύκολα. Ιδιαίτερα δε στις δεινοσαυρικές δημόσιες επιχειρήσεις, όπου η ευθυνοφοβία και οι γραφειοκρατικές αντιλήψεις παραλύουν τα πάντα.
Η κουλτούρα μιας επιχείρησης –στο μέτρο που υπάρχει, βεβαίως– δημιουργεί και αυτή στην εταιρεία συνήθειες, σύμβολα, τελετουργίες, αξίες και ταμπού, που όταν έχουν εγκατασταθεί για καλά στον επιχειρηματικό ιστό δεν ξερριζώνονται πολύ εύκολα. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι καμμία επιχείρηση δεν είναι ανεξάρτητη από την εθνική της κουλτούρα, ούτε βέβαια από την γλώσσα που χρησιμοποιεί. Σαφώς, λοιπόν, όλα αυτά τα σημάδια συλλογικής ταυτότητας οριοθετούν ένα σύστημα που υπακούει στην δική του λογική. Κάθε στοιχείο αυτού του συστήματος μπορεί ξεχωριστά να ακυρωθεί, να αλλάξει ή να προσαρμοστεί.
Πλην όμως, μακροπρόθεσμα, κρατά την δύναμή του, ακόμα και αν δύο επιχειρήσεις προχωρήσουν στην συγχώνευσή τους.
Τέλος, μεγάλο ρόλο στην επιχείρηση παίζει και η διεύθυνσή της, από την οποία πηγάζει και το σύστημα διακυβέρνησης της επιχειρηματικής μονάδας. Στο πλαίσιο δε του συστήματος αυτού δημιουργούνται και οι απαραίτητες σχέσεις εξουσίας, ο οποίες πολύ συχνά επηρεάζουν καθοριστικά την επιτυχία ή την αποτυχία ενός επιχειρηματικού εγχειρήματος. Ιδιαίτερα στις δημόσιες επιχειρήσεις, οι σχέσεις αυτές παραπέμπουν στις κάστες της φεουδαρχικής εποχής, αλλά και σε συντεχνιακές νοοτροπίες και συμπεριφορές οι οποίες τελικά αποτελούν φράγμα σε οποιαδήποτε αλλαγή.
Όλες αυτές οι δυνάμεις που περιγράψαμε αποκαλούνται από πολλούς ειδικούς της διοίκησης επιχειρήσεων «παράγοντες αδράνειας με ιδιαίτερο βάρος» και, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η ερμηνεία τους είναι και το κλειδί για πολλές δυσλειτουργίες και βαρύτητες που μπορεί να παρουσιάζει μία επιχείρηση. Με άλλα λόγια, όπως έγραφαν παλαιότερα οι Φ.Μαγιό, Π.Λώρενς και Τ. Λορχ, η έρευνα της λειτουργίας των οργανώσεων έχει αποδείξει ότι όλες οι προαναφερόμενες δυνάμεις βρίσκονται σε λογική σχέση η μία με την άλλη και συναποτελούν ένα σύνολο σταθερό και συμπαγές που συναντιέται με την επιχείρηση, προσδιορίζοντας ταυτοχρόνως και την ταυτότητά της.
Κατά τον Αμερικανό μεγάλο θεωρητικό της έννοιας της ταυτότητας, Έρικ Έρικσον, η ταυτότητα ενός ατόμου παραπέμπει στην αίσθηση της ύπαρξής του ως κοινωνικού όντος και υποκειμένου μιας ιστορίας που αναγνωρίζεται ως τέτοια από τους τρίτους. Ένα άτομο, λοιπόν, έχει ταυτότητα γιατί σκέπτεται ποιο είναι. Για μία επιχείρηση, η αρχή αυτή δεν ισχύει. Η επιχείρηση δεν σκέπτεται. Είναι το προϊόν της σκέψης των τρίτων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η όποια αλλαγή στις επιχειρήσεις δεν μπορεί να ακολουθεί τις διαδικασίες τού «αποφασίζουμε και διατάζουμε». Αντίθετα, είναι μία επίπονη και μακρά διαδικασία αλλαγής, πρώτον, της ταυτότητας της επιχείρησης και, δεύτερον, των συναφών με αυτήν αγκυλώσεων, αρθρώσεων, σχέσεων εξουσίας και συνηθειών.
Τέλος, στις πιο πάνω συνθήκες που διέπουν την ζωή μιας επιχείρησης, θα πρέπει να προσθέσουμε και τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, με τις ανάλογες επιπτώσεις στην λειτουργία, την αποτελεσματικότητα, την παραγωγικότητα και την έφεση της εταιρικής μονάδας να νεωτερίζει σε κοινωνικό επίπεδο και να καινοτομεί σε προϊόντα και τεχνολογικές μεθόδους διοίκησης ή παραγωγής.