Το θέμα δεν είναι καινούργιο. Χρονολογείται από την εποχή του Άνταμ Σμιθ. Ο διάσημος Σκωτσέζος οικονομολόγος και φιλόσοφος είχε αναφέρει το 1770 ότι οι διευθυντές θα επιτηρούσαν μία επιχείρηση με την ίδια εγρήγορση που θα το έκαναν οι εταίροι μίας ιδιωτικής εταιρείας.
Το 1932, οι Αμερικανοί Άντολφ Μπερλ και Γκάρντινερ Μινς επινοούν τον όρο «διαχωρισμός ιδιοκτησίας και ελέγχου».
Το 1967, ο Καναδο-αμερικανός οικονομολόγος Τζ. Κ. Γκάλμπρέϊθ λέει ότι οι μέτοχοι δεν ελέγχουν πλέον τις επιχειρήσεις που νομικά τούς ανήκουν.
Σήμερα, ποιες είναι οι σχέσεις μετόχων και ανωτάτων στελεχών που «τρέχουν» την επιχείρηση; Το ερώτημα παραμένει πάντα επίκαιρο και οι διαπληκτισμοί γύρω από τις απαντήσεις σε αυτό καλά κρατούν.
Σε μία ιδανική επιχείρηση οι διευθυντές ασχολούνται με τους στόχους της εταιρείας, χωρίς να ενδιαφέρονται για προσωπικό κέρδος. Κατά την εκλογή τους στο διοικητικό συμβούλιο διαπραγματεύονται τον μισθό και τις συνήθεις πρόσθετες απολαβές τους. Έκτοτε η προσοχή τους θα πρέπει να βρίσκεται στην επιτυχία της επιχείρησης.
Υπάρχει, ωστόσο, ο κίνδυνος οι ανώτατοι μάνατζερς να σαγηνευτούν από τον πλούτο που παράγεται γύρω τους και να φουσκώσουν τα δικά τους κέρδη αντί για εκείνα των μετόχων. Αυτή η κατάσταση, γνωστή ως «διαζύγιο μεταξύ ιδιοκτησίας και ελέγχου» εμφανίστηκε στα τέλη τού 19ου αιώνα και, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε πολύ θόρυβο.
Το ίδιο συνέβη και με αφετηρία την χρηματοοικονομική κρίση τού 2008. Τότε διαπιστώθηκε ότι, σε εταιρείες που οι μετοχές τους είχαν χάσει το 50% της αξίας τους, υπήρχαν στελέχη που εισέπρατταν έως και 30 εκατ. δολλάρια τον χρόνο και είχαν απίστευτα προνόμια σε σχέση με τον μέσο εργαζόμενο.
Σήμερα, η αρχή μίας ποιοτικής και ηθικής εταιρικής διακυβέρνησης κερδίζει έδαφος και, σε συνδυασμό με την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, δημιουργεί ένα νέο εταιρικό περιβάλλον, με κριτήριο η εταιρεία να μην προκαλεί.