Σε πρόσφατο ταξίδι τους στην Γαλλία, ειδικοί ερευνητές επικοινωνίας προσκάλεσαν έναν Γερμανό μάνατζερ σε δείπνο. «Ναι, ευχαρίστως», απάντησε, «τί ώρα θα συναντηθούμε;». Λίγες μέρες μετά, πάντα στην Γαλλία, οι ίδιοι άνθρωποι κάλεσαν σε δείπνο έναν Γάλλο επιχειρηματία. «Ευχαριστώ», απάντησε ο τελευταίος, χωρίς να πει κάτι παραπάνω. Ενώ από τα λεγόμενα του Γερμανού είναι σαφές ότι είχε δεχθεί τη πρόσκληση, δεν συνέβαινε το ίδιο και με τον Γάλλο.
Δεν υπήρχε όμως η παραμικρή αμφιβολία για ένα πράγμα: ότι ο Γερμανός μάνατζερ χρησιμοποιούσε επικοινωνία «χαμηλής συχνότητας», ενώ αντίθετα ο Γάλλος επιχειρηματίας εξέπεμπε σε «υψηλή συχνότητα».
Ο συγγραφέας και ανθρωπολόγος Edward Hill τονίζει ότι αυτή η διαφορά μεταξύ ανθρώπων που προέρχονται από κουλτούρες υψηλής και χαμηλής συχνότητας επικοινωνίας, λειτουργεί συχνά ανασταλτικά στην μεταξύ τους επικοινωνία. Οι παγκόσμιοι μάνατζερς που αγνοούν πόσο διαφορετικά επικοινωνούν σε κουλτούρες υψηλής και χαμηλής συχνότητας, είναι σε πολύ δύσκολη θέση διότι διακινδυνεύουν παρεξηγήσεις που μπορεί να τινάξουν στον αέρα διαπραγματεύσεις και να καταστρέψουν καλές επιχειρηματικές σχέσεις.
Τα στελέχη που θέλουν να επικοινωνήσουν σε μήκος κύματος ανθρώπων από κουλτούρες υψηλής συχνότητας (Γαλλία, Ιαπωνία, Κίνα, Ισπανία, Σαουδική Αραβία, Νότιος Κορέα) οφείλουν πρώτα απ’ όλα να ξέρουν ότι η προσέγγισή τους πρέπει να είναι έμμεση και λιγότερο εξαρτημένη από τον προφορικό λόγο. Για την ακρίβεια, οι υπήκοοι τέτοιων χωρών βασίζονται περισσότερο στα όσα δεν λέγονται κατά την διάρκεια της ανταλλαγής μηνυμάτων. Τείνουν να «εφάπτονται» των θεμάτων, ενώ από τις πληροφορίες που δίνουν συχνά λείπουν ζωτικές λεπτομέρειες.
Η γλώσσα του σώματος, οι διακοπές, οι μακρές περίοδοι σιωπής, η σωματική εγγύτητα, οι σχέσεις εμπιστοσύνης και η κατανόηση είναι όλα μέρος των τελετουργιών που οι άνθρωποι από κουλτούρες υψηλής συχνότητας χρησιμοποιούν για να ανταλλάξουν ιδέες. Στην Γαλλία, για παράδειγμα, η μη προφορική επικοινωνία θεωρείται τόσο σημαντική σε επιχειρηματικές καταστάσεις ώστε μερικές σχολές και πανεπιστήμια κάνουν συστηματικά σεμινάρια για την γλώσσα του σώματος.
Αντίθετα, οι άνθρωποι από κουλτούρες χαμηλής συχνότητας (Γερμανία, Σουηδία, ΗΠΑ, Καναδάς, Μεγάλη Βρεταννία) έχουν για κύριο στήριγμα την άμεση προφορική επικοινωνία για να στείλουν ή να λάβουν ακριβή μηνύματα. Δίνουν μεγάλη έμφαση στην ειλικρίνεια, στα «ανοιχτά χαρτιά στο τραπέζι» και στην ακριβολογία.
Η Γερμανία, λόγου χάρη, είναι το πρωταρχικό παράδειγμα κουλτούρας επικοινωνίας χαμηλής συχνότητας. Αν τούς ζητηθεί να κάνουν κάτι ή να πάρουν μία απόφαση, οι Γερμανοί νοιώθουν την ανάγκη να τούς βάλει κάποιος στο «σωστό» πλαίσιο. Ίσως και επειδή η επικοινωνία τους είναι κατατμημένη, οι Γερμανοί έχουν πληροφορίες αποσπασματικής φύσεως που ενώνονται μέσω της επικοινωνίας χαμηλής συχνότητας.
Η εταιρική λειτουργία αντανακλά και αυτή το ίδιο φαινόμενο, αφού ο μέσος Γερμανός μάνατζερ ή εργάτης χρειάζεται διαδικασίες και απόλυτα σαφείς οδηγίες για να μπορέσει να αποδώσει αποτελεσματικά, όταν δε δεν τούς δίνονται αυτές οι πληροφορίες οι Γερμανοί νοιώθουν μεγάλη αμηχανία.
Οι άνθρωποι από κουλτούρες χαμηλής συχνότητας, όμως, μπορούν ευκολότερα να μάθουν να αποκωδικοποιούν μηνύματα υψηλής συχνότητας ασκώντας τις ικανότητες «ακρόασης». Με άλλα λόγια, ένα Γερμανός ή ένας Σκανδιναβός μπορεί να εθιστεί ευκολότερα στους μεσογειακούς κώδικες επικοινωνίας απ’ ό,τι ένας Ισπανός ή ένας Ιταλός στους αντίστοιχους γερμανικούς ή σκανδιναβικούς. Αυτό σημαίνει ότι οι λαοί με κουλτούρα χαμηλής επικοινωνιακής συχνότητας γνωρίζουν και μπορούν να ακούν καλύτερα απ’ ό,τι οι μεσογειακοί λαοί. Στους τελευταίους, εξάλλου, είναι γνωστή και η τάση της απόρριψης του διαλόγου μέσω της ανάπτυξης μονολόγων –τους οποίους βέβαια δεν ακούει κανείς. Είναι έτσι κατάδηλο ότι οι άνθρωποι που έχουν κουλτούρα χαμηλής συχνότητας μπορούν να μάθουν ευκολότερα να αποκωδικοποιούν μηνύματα υψηλής συχνότητας, ασκώντας μία τεχνική «ακρόασης» που σε πολλές περιπτώσεις (ιδιαίτερα, διαπραγματεύσεων) μπορεί να αποβεί πολύτιμη.
Όλα ωστόσο είναι σχετικά. Διότι θεωρητικά ναι μεν η τεχνική της ακρόασης δείχνει να υπερέχει, εν τούτοις όμως αναρωτιέται κανείς πώς αναπτύσσεται και πώς αποκτάται. Ως γνωστόν, στις δυτικές κοινωνίες –που είναι και αυτές στις οποίες εφευρέθηκε και συστηματοποιήθηκε η γραφή– οι περισσότεροι άνθρωποι ολοκληρώνουν την προσωπικότητά τους μέσα από συστήματα εκπαίδευσης τα οποία αναπτύσσουν τις ικανότητες ανάγνωσης, γραφής και άρθρωσης, εις βάρος των ικανοτήτων ακρόασης. Ενώ οι μαθητές που παρουσιάζουν προβλήματα μάθησης στην γραφή, στην ανάγνωση και στην ομιλία βοηθούνται για να αναπτύξουν τις ικανότητές τους, η ακρόαση παραμένει η περισσότερο χρησιμοποιούμενη και λιγότερο διδασκόμενη επικοινωνιακή ικανότητα.
Η ειρωνεία είναι πως η ακρόαση είναι η πρώτη κοινωνική ικανότητα που αναπτύσσουν τα μωρά για να ανταποκριθούν στο περιβάλλον, αλλά στην συνέχεια αγνοείται. Το σχολείο δίνει συνήθως ελάχιστη προσοχή στην ανάγκη να γίνει ο μαθητής καλός ακροατής –αφού μάλιστα η ικανότητα της ακρόασης να «εκφυλιστεί» σε μία αυτόματη αντίδραση αποτελεί περισσότερο μειονέκτημα παρά πλεονέκτημα για την επικοινωνία στην μετέπειτα ζωή του ατόμου.
Οι κακοί ακροατές τα βρίσκουν δύσκολα όταν κουβεντιάζουν σε άλλο μήκος κύματος με άτομα που επικοινωνούν σε υψηλή συχνότητα. Στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τις παρεξηγήσεις, πρέπει να μάθουν να ακούν όχι μόνον με τα αυτιά αλλά και με τα μάτια τους. Παράλληλα, όμως, τα άτομα που επικοινωνούν σε υψηλή συχνότητα πρέπει να μάθουν να ακούν αυτά που ο συνομιλητής τους τούς λέει και όχι αυτά που τα ίδια θα ήθελαν να ακούσουν. Το μυστικό μίας άψογης επικοινωνίας έχει μεγάλη σχέση με την ικανότητά μας να ακούμε και βεβαίως να καταλαβαίνουμε αυτά που μάς λένε.
Είναι επίσης σημαντικό για τους ηγετικούς μάνατζερς να γνωρίζουν (και να μαθαίνουν) να ακούνε τους εργαζομένους στην επιχείρηση που διευθύνουν. Είναι καθοριστικό να πληροφορηθεί η διοίκηση τί θέλουν να ξέρουν οι εργαζόμενοι. Η παραγωγικότητα της επιχείρησής σας μπορεί να βελτιωθεί αν γνωρίζετε ποιες πληροφορίες ενδιαφέρουν τους εργαζομένους και ποια κανάλια πληροφόρησης προτιμούν να εμπιστεύονται.
Χωρίς, βέβαια, να είναι εύκολο να διαβάζετε την σκέψη τους, η πρακτική αυτή θα βοηθήσει να τούς γνωρίσετε καλύτερα. Άρα θα βελτιώσει την επικοινωνία σας μαζί τους.