Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Costanzo (Morningstar DBRS): Τι περιμένουμε για μερίσματα και κέρδη στις τράπεζες

Ο κλάδος είναι έτοιμος να αξιοποιήσει τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας, τονίζει ο επικεφαλής του οίκου για τις ελληνικές τράπεζες στο Euro2day.gr. Οι εκτιμήσεις για τα μερίσματα και η ποιότητα κεφαλαίων. Τι προβλέπει για έσοδα, κερδοφορία και NPEs.

Costanzo (Morningstar DBRS): Τι περιμένουμε για μερίσματα και κέρδη στις τράπεζες

Μετά την πρόσφατη αναβάθμιση της Εθνικής Tράπεζας σε επενδυτική βαθμίδα, σχεδόν 15 χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, ο επικεφαλής του οίκου Morningstar DBRS για τις ελληνικές τράπεζες Andrea Costanzo, Vice President, European Financial Institutions, μιλά στο Euro2day.gr.

O οίκος αξιολόγησης Morningstar DBRS προχώρησε προ ημερών και σε επικαιροποίηση των προβλέψεών του για την ελληνική οικονομία, με οριακά υψηλότερη πρόβλεψη για την άνοδο του ελληνικού ΑΕΠ φέτος σε 1,6% από 1,5% προηγουμένως. Ταυτόχρονα, μειώνει την εκτίμηση για την άνοδο του ΑΕΠ το 2025, στο 2,2% από 2,4% προηγουμένως.

Ο Costanzo επισήμανε τον εξορθολογισμό στη λειτουργική αποτελεσματικότητα από τις ελληνικές τράπεζες, καθώς οι δείκτες ποιότητας του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών έχουν σταθεροποιηθεί σε επίπεδο που ανταποκρίνεται περισσότερο στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές τράπεζες, χάρη στις σημαντικές προσπάθειες μείωσης του κινδύνου και στις περιορισμένες εισροές.

Ο επικεφαλής της Morningstar DBRS για την Ελλάδα επισημαίνει ότι οι διανομές μερισμάτων προς τους μετόχους από τις ελληνικές τράπεζες ξεκινούν εκ νέου με μέτριους δείκτες διανομής κατά μέσο όρο, οι οποίοι ωστόσο αναμένεται να αυξηθούν κατά τη διάρκεια του ορίζοντα του στρατηγικού σχεδίου των τραπεζών.

Τέλος, εξηγεί ότι προσδοκία του είναι ότι το ποσοστό των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) στις κεφαλαιακές δομές των τραπεζών θα μειωθεί με την πάροδο του χρόνου.

Πώς θα περιγράφατε τη λειτουργική αποτελεσματικότητα και το προφίλ κινδύνου του πρώτου τριμήνου 2024 των ελληνικών τραπεζών; Ποιες είναι οι προσδοκίες σας για το 2024 και το 2025;

Το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε μόλις κατά 1% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο του 2024 παρά τις πληθωριστικές πιέσεις και ο μέσος δείκτης κόστους προς έσοδα διαμορφώθηκε στο ισχυρό επίπεδο του 32% το τρίμηνο. Κατά την άποψή μας, το υψηλότερο κόστος προσωπικού για την αντιμετώπιση του υψηλότερου κόστους διαβίωσης σε συνδυασμό με περαιτέρω, αν και χαμηλότερο από ό,τι στο παρελθόν, κόστος αναδιάρθρωσης και υψηλότερες επενδύσεις για την ψηφιοποίηση θα οδηγήσουν πιθανότατα σε αύξηση της βάσης κόστους των τραπεζών στο εγγύς μέλλον. Ωστόσο, η λειτουργική αποδοτικότητα αναμένεται να παραμείνει σχετικά ισχυρή λόγω της μαζικής διαδικασίας αναδιάρθρωσης που εκτελέστηκε τα τελευταία χρόνια.

Οι δείκτες ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών έχουν σταθεροποιηθεί σε επίπεδο που ανταποκρίνεται περισσότερο στις αντίστοιχες ευρωπαϊκές τράπεζες, χάρη στις σημαντικές προσπάθειες μείωσης του κινδύνου και στις περιορισμένες εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs). Αναμένουμε ότι οι νέες εισροές NPE θα αυξηθούν στο προσεχές μέλλον κυρίως λόγω των δυνητικά υψηλότερων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιτοκίων. Παρ' όλα αυτά, η άποψή μας είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να διατηρήσουν το συνολικά βελτιωμένο προφίλ ποιότητας ενεργητικού τους, χάρη στην περαιτέρω μείωση του κινδύνου, καθώς και σε πιο ισχυρά επίπεδα κάλυψης των NPEs, και σε κάποια πιστωτική επέκταση που οφείλεται στην αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων, καθώς και σε έργα που συνδέονται με τα κονδύλια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) της ΕΕ. Η ανανέωση του «Ηρακλή» (Hellenic Asset Protection Scheme - HAPS) έως τον Δεκέμβριο του 2024 θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στην περαιτέρω μείωση του κινδύνου, αν και σε μικρότερο βαθμό, δεδομένων των λιγότερο ευνοϊκών όρων του σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκδόσεις. Επιπλέον, οι προβλέψεις για την αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2024-2025 συγκρίνονται ευνοϊκά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μετριάζοντας τον κίνδυνο επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων.

Ενα βασικό ζήτημα για τους πιστωτές και τους επενδυτές είναι οι πληρωμές μερισμάτων που επανήλθαν μετά από παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Πώς αξιολογείτε αυτή την εξέλιξη και τι θα περιμένατε στο μέλλον;

Η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών έχει ενισχυθεί το τελευταίο διάστημα, υποστηριζόμενη από τη συνεχή δημιουργία κερδών, τους ισχυρότερους ισολογισμούς και τις εκδόσεις χρέους που λαμβάνονται υπόψη στα εποπτικά κεφάλαια. Η πρόσφατη κανονιστική έγκριση για την επανάληψη της καταβολής μερισμάτων αποτελεί περαιτέρω απόδειξη της ενίσχυσης του συνολικού πιστωτικού προφίλ των ελληνικών τραπεζών. Σημειώνουμε ότι οι διανομές προς τους μετόχους ξεκινούν εκ νέου με μέτριους δείκτες διανομής κατά μέσο όρο, οι οποίοι ωστόσο αναμένεται να αυξηθούν κατά τη διάρκεια του ορίζοντα του στρατηγικού σχεδίου των τραπεζών.

Τι περιμένετε για τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) και το κόστος χρηματοδότησης τα επόμενα τρίμηνα;

Το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα συνολικά καθαρά έσοδα από τόκους (NII) αυξήθηκαν κατά 16% σε ετήσια βάση, καθώς τα χαρτοφυλάκια δανείων και χρεωστικών τίτλων των τραπεζών ανατιμήθηκαν ταχύτερα από τις υποχρεώσεις, ωστόσο τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 3% από τρίμηνο σε τρίμηνο, το πρώτο τρίμηνο του 2024. Κατά την άποψή μας, τα καθαρά έσοδα από τόκους πιθανότατα θα μειωθούν τα επόμενα τρίμηνα, κυρίως λόγω των αναμενόμενων, αν και ενδεχομένως βραδύτερων, μειώσεων των επιτοκίων, καθώς και του υψηλότερου ανταγωνισμού για τον όγκο των δανείων και του υψηλότερου κόστους καταθέσεων και χονδρικής χρηματοδότησης, λαμβάνοντας υπόψη την πρόσφατη υψηλότερη εκδοτική δραστηριότητα στις κεφαλαιαγορές, μια τάση που αναμένουμε να συνεχιστεί, δεδομένης της ανάγκης των ελληνικών τραπεζών να συμμορφωθούν με τις τελικές απαιτήσεις MREL έως το τέλος του 2025.

Πιστεύετε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα μειώσουν περαιτέρω την εξάρτησή τους από τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) ως ποσοστό των βασικών εποπτικών κεφαλαίων CET1; Εξακολουθεί να είναι ένα θέμα που επηρεάζει τις κρίσεις σας;

Οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) αντιπροσώπευαν περίπου το 53% του κεφαλαίου CET1 στο τέλος Μαρτίου 2024 κατά μέσο όρο, αν και μειωμένες από το 63% στο τέλος του 2022. Ως αποτέλεσμα, εξακολουθούμε να θεωρούμε την ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών ως σχετικά αδύναμη αυτή τη στιγμή. Παρ' όλα αυτά, η προσδοκία μας είναι ότι το ποσοστό των DTCs στις κεφαλαιακές δομές των τραπεζών θα μειωθεί πιθανότατα, καθώς τα DTCs αποσβένονται με την πάροδο του χρόνου, αντανακλώντας την άποψή μας για γενικά υγιείς προοπτικές κερδοφορίας.

Τέλος, ποιες είναι οι βελτιώσεις που απαιτούνται προκειμένου οι υπόλοιπες ελληνικές τράπεζες να αποκτήσουν το καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας;

Η Morningstar DBRS αξιολογεί τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση του εκδότη της Τράπεζας Πειραιώς σε ΒΒ με σταθερές προοπτικές. Μια αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης θα απαιτούσε περαιτέρω ενίσχυση του προφίλ κινδύνου και της κεφαλαιοποίησης της Πειραιώς, διατηρώντας παράλληλα τα βελτιωμένα επίπεδα υποκείμενης κερδοφορίας σε διαρκή βάση.

Η Μακροπρόθεσμη Αξιολόγηση Εκδότη της Εθνικής Tράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ), το Μακροπρόθεσμο Χρέος Πρώτης Τάξης και οι Μακροπρόθεσμες Καταθέσεις είναι BBB (χαμηλό) με «σταθερή» τάση, η οποία αποτελεί αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την αξιολόγηση της Ελληνικής Δημοκρατίας από τη Morningstar DBRS. Η Morningstar DBRS θεωρεί απίθανο η Εθνική Τράπεζα να αξιολογηθεί πάνω από το κρατικό αξιόχρεο, δεδομένης της συγκέντρωσης των δραστηριοτήτων της στην εγχώρια αγορά και της σημαντικής έκθεσής της σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Η σταθερή τάση είναι επίσης σύμφωνη με την τάση της κρατικής αξιολόγησης της Morningstar DBRS για την Ελληνική Δημοκρατία.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v