Τον Δημήτρη Στρατάκη τον γνώρισα, τηλεφωνικά, πριν από τέσσερα χρόνια. Ήταν την περίοδο που στο μετοχικό κεφάλαιο της Unismack, συμφερόντων της οικογένειας Στρατάκη, εισερχόταν ένας νέος στρατηγικός επενδυτής. Αυτό συνέβη τον Μάρτιο του 2019, όταν η Lime Capital Partners Ltd, μέτοχος της γαλακτοβιομηχανίας Δωδώνη, απέκτησε το 44,73% της οικογενειακής βιομηχανίας από το Κιλκίς.
Τέσσερα χρόνια μετά, η Unismack, που ίδρυσε ο Γιώργος Στρατάκης το 2008, λίγο αφότου πούλησε στην εταιρεία Κατσέλης τη Cibus Α.Ε., έχει καταφέρει όχι μόνο τα προϊόντα της να είναι τοποθετημένα στα ράφια των μεγαλύτερων σούπερ μάρκετ όπως της Sainsbury’s αλλά και να διαθέτει δύο εργοστάσια -το ένα στις ΗΠΑ.
Τα εγκαίνια της νέας παραγωγικής μονάδας 12.000 τ.μ. στο Μίσιγκαν, που λειτουργεί με την επωνυμία SnackCraft LLC, πραγματοποιήθηκαν πριν από λίγες ημέρες. Ωστόσο η πρώτη γραμμή παραγωγής λειτουργεί από τον περασμένο Οκτώβριο. Πριν από λίγες ημέρες ξεκίνησε τη λειτουργία της η δεύτερη γραμμή ενώ το πλάνο προβλέπει πως μέχρι το καλοκαίρι θα έχει ολοκληρωθεί το πρώτο σκέλος του επενδυτικού πλάνου.
Για αυτή την πρώτη φάση της επέκτασης στις ΗΠΑ, η εταιρεία, όπως λέει ο κ. Στρατάκης, επενδύει 20 εκατ. δολ. ενώ υπάρχει πρόβλεψη να επενδυθούν επιπλέον 20 εκατ. ευρώ σε βάθος πενταετίας. Η χρηματοδότηση, όπως διευκρινίζει, καλύφθηκε από τους βασικούς μετόχους της Unismack, την εταιρεία και από τραπεζικό δανεισμό που έλαβε η θυγατρική από το Μίσιγκαν.
Γιατί όμως απαιτήθηκε η δημιουργία νέας παραγωγικής μονάδας και μάλιστα στις ΗΠΑ και ποιο το πλάνο για το εργοστάσιο στο Κιλκίς;
«Η ελληνική μονάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, τα προϊόντα θα συνεχίσουν να εξάγονται στην Αμερική, άρα δεν μιλάμε για αντικατάσταση. Η μονάδα στις ΗΠΑ έχει σχεδιαστεί να είναι συμπληρωματική με την ελληνική. Το εργοστάσιο στο Κιλκίς επικεντρώνεται στα bake snacks, ενώ η παραγωγική μονάδα στις ΗΠΑ παράγει tortilla chips κ.ά.» λέει ο κ. Στρατάκης.
Στο πλαίσιο ενίσχυσης της ελληνικής μονάδας, μέσα στον Φεβρουάριο θα ολοκληρωθεί η εγκατάσταση τρίτης γραμμής παραγωγής, που θα δώσει τη δυνατότητα στην εταιρεία, όπως λέει ο ίδιος, να αυξήσει την παραγωγή και να μπει και στην παραγωγή νέων προϊόντων όπως είναι τα πρέτσελ.
Στο ερώτημά μας γιατί επελέγησαν οι ΗΠΑ για την παραγωγική επέκταση και όχι κάποια άλλη χώρα, για τον κ. Στρατάκη η απάντηση είναι προφανής. «Το μέγεθος και η δυναμικότητα της αμερικανικής αγοράς δημιούργησε την ανάγκη για τοπική παραγωγή», αναφέρει.
Η μονάδα στις ΗΠΑ στην πλήρη λειτουργία της θα παράγει, σύμφωνα με τον κ. Στρατάκη, 20.000 τόνους ενώ με βάση τις συμφωνίες που έχουν κλειστεί, οι πωλήσεις τον πρώτο χρόνο θα φτάσουν τα 20 εκατ. ευρώ. Το εργοστάσιο στην Ελλάδα θα παράγει 10.000 τόνους προϊόντων, από 5.000 τόνους που είναι σήμερα, και πραγματοποιεί πωλήσεις 13 εκατ. ευρώ».
Όμως η Unismack, όπως και οι υπόλοιπες βιομηχανίες, καλούνται να διαχειριστούν το αυξημένο κόστος των πρώτων υλών, της ενέργειας και των μεταφορικών. «Ο υπερτριπλασιασμός του κόστους ενέργειας, η αύξηση 35-40% στο κόστος των πρώτων υλών και των υλικών συσκευασίας και ο υπετριπλασιασμός των μεταφορικών είχε μεγάλο αντίκτυπο τους τελευταίους εννέα μήνες», λέει.
Πώς αντιμετωπίζει μια κατά βάση εξαγωγική εταιρεία αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων, όταν έχει να ανταγωνιστεί τοπικές εταιρείες που δεν έχουν παραδείγματος χάριν το αυξημένο μεταφορικό κόστος; «Το αντιμετωπίσαμε με αύξηση τιμών, μέχρι το επίπεδο που μπορούσαμε, αλλά και με εξορθολογισμό της παραγωγικότητας», αναφέρει.
Το να περάσει μια εξαγωγική εταιρεία αυξήσεις στις τιμές είναι δύσκολο για δύο λόγους. Αφενός, διότι υπάρχουν συμβόλαια και συγκεκριμένες διαδικασίες για το πότε μπορεί κάποιος να αυξήσει τις τιμές και αφετέρου, μια σημαντική αύξηση στην τελική τιμή, ακόμη και αν ο λιανέμπορος τη δεχθεί, μπορεί να οδηγήσει το προϊόν εκτός αγοράς ή σε μειωμένη ζήτηση, διευκρινίζει.
Ο κ. Στρατάκης εκτιμά ότι η κερδοφορία της εταιρείας του θα επιστρέψει σε προ πληθωρισμού επίπεδα τους επόμενους μήνες. «Το κόστος ενέργειας έχει αρχίσει να αποκλιμακώνεται, αλλά παραμένει η ανασφάλεια. Έχει υποχωρήσει το μεταφορικό κόστος, αλλά παραμένει υψηλότερο σε σχέση με επίπεδα πριν το πληθωριστικό άλμα. Τάση αποκλιμάκωσης καταγράφεται στις πρώτες ύλες και στη συσκευασία. Αλλά υπάρχει αρκετή νευρικότητα στην αγορά», σημειώνει.