Στη σκιά της υπόθεσης Πάτση, η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Έφη Αχτσιόγλου περιγράφει τι θα κάνει μία προοδευτική κυβέρνηση για τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων.
Εξηγεί γιατί θωρεί τις επενδύσεις που γίνονται φτωχές, ποιοτικά και ποσοτικά, ενώ θεωρεί «αστείες δικαιολογίες» το επιχείρημα ότι μια μείωση του ΦΠΑ δεν θα περάσει στις τιμές των προϊόντων.
Σηκώνετε πολύ το σχέδιο «Ηρακλής» και λέτε ότι εάν οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου εγγραφούν στο δημόσιο χρέος, θα «φεσωθεί» η χώρα με σχεδόν 19 δισ. ευρώ. Κατ’ αρχάς, γιατί η τυχόν εγγραφή των εγγυήσεων θα σημαίνει αυτομάτως και αποπληρωμή τους ως κομμάτι του χρέους; Αποκλείετε να καταβάλουν τα ποσά οι δανειολήπτες;
Υπάρχει μια παρανόηση εδώ. Η Eurostat εξετάζει την εγγραφή των εγγυήσεων του «Ηρακλή» στο δημόσιο χρέος, ανεξάρτητα από το αν αυτές καταπέσουν ή όχι. Επομένως, ο κίνδυνος επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους με σχεδόν 19 δισ. δεν εξαρτάται από το αν οι δανειολήπτες θα πληρώσουν τελικά αλλά από τις μεγάλες ανησυχίες που έχει η Eurostat, διότι δόθηκαν εξαιρετικά επισφαλείς εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη ευθύνη της κυβέρνησης. Σχεδίασε και υλοποιεί ένα πλαίσιο για το ιδιωτικό χρέος και τα κόκκινα δάνεια που έχει αποτύχει παταγωδώς οικονομικά και κοινωνικά, και τώρα κινδυνεύουμε να προκαλέσει και ένα σοβαρότατο πλήγμα στη χώρα, στους όρους υπό τους οποίους εμφανίζεται στις αγορές και δανείζεται, και μάλιστα σε μια ιδιαιτέρως δυσμενή συγκυρία, όπου ήδη τα επιτόκια δανεισμού είναι εξαιρετικά υψηλά. Αν τώρα οι εγγυήσεις αυτές ή μέρος αυτών τελικά καταπέσουν κιόλας, θα εγγραφούν και στο έλλειμμα, προκαλώντας περαιτέρω προβλήματα.
Επανερχόμενη, όμως, στον κίνδυνο επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους, είναι πραγματικά εξοργιστικό πώς οι αποτυχημένοι χειρισμοί της παρούσας κυβέρνησης προκαλούν κλυδωνισμούς σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, για το οποίο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άφησε κρίσιμη παρακαταθήκη με τη ρύθμιση του χρέους που επετεύχθη το καλοκαίρι του 2018 και περιλάμβανε την επέκταση των ωριμάνσεων, των τόκων και των χρεολυσίων, τη μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας και γενικώς τη διασφάλιση ενός πολύ πιο ευνοϊκού προφίλ χρέους για τη χώρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική της αξιοπιστία.
Γιατί μιλάτε για παταγώδη αποτυχία στη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους; Τα κόκκινα δάνεια δεν έχουν μειωθεί;
Κοιτάξτε, η κυβέρνηση έκανε εξαρχής συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές στο ζήτημα του ιδιωτικού χρέους με σαφές πρόσημο. Νομοθέτησε έναν πτωχευτικό κώδικα που είχε ως μόνη μέριμνα τη ρευστοποίηση περιουσιών και προτεραιοποίησε τη γρήγορη πτώχευση ακόμη και για τα νοικοκυριά και τους εργαζόμενους, ήρε κάθε προστασία της πρώτης κατοικίας και απελευθέρωσε τους πλειστηριασμούς, και δημιούργησε έναν εξωδικαστικό μηχανισμό που καθορίζεται απολύτως από τις τράπεζες και τα funds: Αν θέλουν να συμμετέχουν σε διαπραγμάτευση για το χρέος του πολίτη, αν δεν θέλουν να μη συμμετέχουν. Αν θέλουν να δέχονται μια ρύθμιση, αν δεν θέλουν να μη ρυθμίζουν. Πλήρης ελευθερία κινήσεων, χωρίς καμία δεσμευτικότητα.
Σήμερα βιώνουμε τις συνέπειες αυτών των επιλογών. Αφενός, έχουν αυξηθεί τα κόκκινα δάνεια, τα οποία ναι μεν δεν καταγράφονται στους ισολογισμούς των τραπεζών, καθώς έχουν μεταβιβαστεί σε funds, ωστόσο παραμένουν στο οικονομικό κύκλωμα και επιβαρύνουν όλο και περισσότερο νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αφετέρου, έχουν αυξηθεί κατά πάνω από 8 δισ. οι οφειλές προς την εφορία και επιπλέον 8 δισ. οι οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Και τούτο διότι οι πολίτες βρίσκονται σε αντικειμενική οικονομική δυσκολία τόσο λόγω τους εκρηκτικού πληθωρισμού και της συρρικνωμένης αγοραστικής δύναμης όσο και της σώρευσης χρεών από την περίοδο των lockdown. Tην ίδια στιγμή, αδυνατούν να ρυθμίσουν τα χρέη τους διότι στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση έχει αποκλείσει αυτή τη δυνατότητα. Δεν προσφέρει μια ριζική ρύθμιση των χρεών προς το Δημόσιο με 120 δόσεις και κούρεμα της βασικής οφειλής, ενώ έχει φτιάξει έναν εξωδικαστικό κομμένο και ραμμένο στις προαιρέσεις των τραπεζών: Ούτε 3 στους 100 πολίτες που ζήτησαν μια ρύθμιση μέσω εξωδικαστικού δεν κατάφεραν να την πάρουν.
Την ίδια ώρα, τα funds κοινοποιούν σωρηδόν πλειστηριασμούς και πρώτης κατοικίας. Πάνω από 44.000 πλειστηριασμοί έχουν προγραμματιστεί για το 2022. Αρνούνται να απαντήσουν στους πολίτες που ζητούν μια ρύθμιση, ή ζητούν αδιανόητα ποσά ως προϋπόθεση για να καθίσουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, ή κοινοποιούν πλειστηριασμούς ακόμη και για πολύ μικρές οφειλές. Διότι βασικός στόχος τους είναι οι πλειστηριασμοί και η απόκτηση της ακίνητης περιουσίας. Αυτή την κατάσταση εξέθρεψε η κυβέρνηση με τις επιλογές της. Και το χειρότερο είναι, απ’ ό,τι είδαμε και με την περίπτωση του κ. Πάτση, ότι δεν είναι μόνο οι πολιτικές επιλογές της ΝΔ, είναι και οι πρακτικές στελεχών της, τα οποία κερδοσκοπούν σε βάρος ανήμπορων πολιτών.
Αν κερδίσετε τις εκλογές, ποιος θα είναι ο πυρήνας του νόμου που θα φέρετε για τα κόκκινα δάνεια προς αντικατάσταση του «Ηρακλή»;
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει, εδώ και καιρό, καταθέσει ένα συνολικό και συνεκτικό πλαίσιο ρύθμισης του ιδιωτικού χρέους. Το πλαίσιο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τις μεγάλες αντικειμενικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βασίζεται στους εξής άξονες:
- Ρύθμιση του χρέους προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία που δημιουργήθηκε από την έναρξη της πανδημίας και μετά σε 120 δόσεις με κούρεμα της βασικής οφειλής.
- Μόνιμο ολιστικό πλαίσιο διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους με λειτουργία αυτοματοποιημένης πλατφόρμας, η οποία θα ρυθμίζει το σύνολο του χρέους του πολίτη και θα παράγει ρυθμίσεις δεσμευτικές για τους πιστωτές -και για τις τράπεζες και για τα funds.
- Δυνατότητα προσφυγής στο δικαστήριο από τον οφειλέτη σε περίπτωση που δεν τον καλύπτει η πρόταση ρύθμισης από την πλατφόρμα, με τον τρόπο αυτό διατηρούνται στοιχεία του νόμου Κατσέλη.
- Προστασία της πρώτης κατοικίας για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Οι εκπρόσωποι των servisers λένε ότι προτίμησαν τον νόμο του 2003 όχι για φορολογικούς λόγους, αλλά επειδή εμπεριέχει ευρωπαϊκή οδηγία, σε αντίθεση με τον αντίστοιχο νόμο του 2015. Τι τους απαντάτε;
Κατ' αρχάς να διευκρινίσουμε τα εξής: Ο νόμος του 2003 δεν θέτει καμία προηγούμενη υποχρέωση στα funds για τη διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ ο νόμος του 2015 θέτει συγκεκριμένες δικλίδες μεταξύ των οποίων η υποχρέωση προηγούμενης πρότασης ρύθμισης στον δανειολήπτη. Επίσης ο νόμος του 2003 δίνει πλήρη φορολογική απαλλαγή σε όλες τις πράξεις που διενεργούν τα funds: Δεν καταβάλλεται φόρος υπεραξίας στην πώληση, εξαιρούνται από καταβολή ΦΠΑ, απαλλάσσονται από τον φόρο για τους τόκους που εισπράττουν από την εξυπηρέτηση των δανείων.
Αντιθέτως ο νόμος του 2015 προβλέπει ότι κάθε πράξη και ενέργεια φορολογείται. Ο νόμος του 2003 όμως δεν δίνει ενεργητική νομιμοποίηση στους servicers να εισπράττουν και να κάνουν αναγκαστική εκτέλεση. Τα funds χρησιμοποιούν όλο το ευνοϊκό γι’ αυτά πλαίσιο του 2003 και παράλληλα ανέθεσαν στους servicers να διενεργούν πλειστηριασμούς. Την πρακτική αυτή διέκοψε ο Άρειος Πάγος με την πρόσφατη απόφασή του.
Είναι προφανές ότι η επιλογή του νόμου του 2003 από τα funds έγινε για λόγους συμφέροντος, κέρδους και ταχύτητας στους πλειστηριασμούς. Το χειρότερο όμως είναι ότι την κατεύθυνση αυτή τούς έδωσε η κυβέρνηση της ΝΔ. Διότι πράγματι ο νόμος του «Ηρακλή» προβλέπει ότι η τιτλοποίηση των απαιτήσεων θα γίνεται με βάση το νόμο του 2003. Επομένως η κυβέρνηση είναι απολύτως υπεύθυνη για τον Αρμαγεδδώνα των πλειστηριασμών.
Ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο, καθώς εκκρεμεί η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, αλλά όλα δείχνουν ότι το δημοσιονομικό πλαίσιο της επόμενης χρονιάς θα είναι πιο αυστηρό και η Ελλάδα θα κληθεί να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα. Έχετε λάβει υπόψη αυτή την παράμετρο στο κυβερνητικό σας σχέδιο;
Πράγματι, ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει το τι θα ισχύσει με το Σύμφωνο Σταθερότητας. Όμως η συζήτηση για την αναθεώρησή του είναι ανοιχτή εδώ και αρκετό καιρό και ακόμη δεν μας έχει πει η κυβέρνηση πώς τοποθετείται. Αντί να πιέζει για ένα πλαίσιο χαλάρωσης των άκαμπτων και εν πολλοίς αυθαίρετων κανόνων, απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχει παρέμβει καθόλου στη συζήτηση. Το μόνο που έχει κάνει, είναι να δεσμευτεί για τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή από οποιοδήποτε άλλο κράτος στην ΕΕ. Αυτό δεν είναι μια κυβέρνηση που παρεμβαίνει στις εξελίξεις στην Ευρώπη, διαμορφώνει συμμαχίες, πιέζει προς όφελος των πολιτών της.
Να θυμίσω ότι από πλευράς μας, ο Αλέξης Τσίπρας έχει καταθέσει επίσημα, γραπτά και δημόσια συγκεκριμένες προτάσεις στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Από κει και πέρα, το πρόγραμμά μας είναι απολύτως κοστολογημένο, από την πλευρά των δαπανών περιλαμβάνει συγκεκριμένα δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, την ενίσχυση του εισοδήματος εργαζομένων, συνταξιούχων, νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ από την πλευρά των εσόδων περιλαμβάνει μέτρα φορολόγησης των υπερκερδών, των υψηλών μερισμάτων, την κατάργηση υποτιθέμενων μεταρρυθμίσεων, όπως η ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού, και φοροαπαλλαγών που ευνοούν ανώτατα εισοδήματα.
Το τελικό κόστος του προγράμματός μας ανέρχεται στα 5,6 δισ. Δημοσιονομικά δεν απέχει από το πρόγραμμα της ΝΔ. Η φιλοσοφία του, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. η κοινωνική πλειοψηφία δεν πληρώνει την αισχροκέρδεια, αντιθέτως τα έσοδα από την πάταξη της τελευταίας χρηματοδοτούν την ενίσχυση του εισοδήματος της πρώτης. Στο πρόγραμμα της ΝΔ οι πολίτες συνεχίζουν να φτωχοποιούνται για να τροφοδοτούνται τα υπερκέρδη ολιγοπωλιακών συμφερόντων.
Έχετε ψηλά στην ατζέντα τη μείωση του ΦΠΑ σε σειρά προϊόντων. Ωστόσο προηγούμενες εμπειρίες και έρευνες δείχνουν ότι μια μείωση του φόρου συχνά δεν περνά στους καταναλωτές αλλά «εισπράττεται» από τις επιχειρήσεις. Γιατί επιμένετε σε αυτή την πρόταση;
Κατ' αρχάς να διευκρινίσω ότι πάρα πολλά κράτη της ΕΕ τον τελευταίο χρόνο έχουν μειώσει τον ΦΠΑ και τον φόρο στα καύσιμα, ως μέτρα προστασίας στο υψηλό κόστος ενέργειας και τον πληθωρισμό. Από κει και πέρα, το επιχείρημα ότι μια τέτοια μείωση δεν θα περάσει στους καταναλωτές το επικαλείται ενίοτε και η ΝΔ. Δεν νομιμοποιείται όμως να προβάλλει επιχειρήματα που είναι αποτέλεσμα δικών της αδυναμιών. Δεν γίνεται δηλαδή να λέει μια κυβέρνηση ότι δεν μειώνει τον ΦΠΑ επειδή δεν μπορεί να ελέγξει την τήρηση της νομιμότητας στην αγορά. Εκτός του ότι δεν είναι ειλικρινές το επιχείρημα, είναι και παράλογο. Επίσης, είναι εντελώς αντιφατικό η κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι ελέγχει το «καλάθι» προϊόντων που συμφώνησε -χωρίς μάλιστα ουσιαστική δέσμευση των εταιρειών- και να λέει ότι έτσι θα συγκρατηθούν οι τιμές σε ορισμένα είδη, ενώ την ίδια ώρα υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να ελέγξει αν η μείωση του ΦΠΑ θα περνούσε στις τιμές. Πρόκειται για αστείες δικαιολογίες.
Δείτε το και αντίστροφα. Τα έσοδα από ΦΠΑ προβλέπονται φέτος αυξημένα σε σχέση με πέρυσι κατά 4 δισ. ευρώ λόγω της ακρίβειας, αυτό είναι μία παράπλευρη λεηλασία του εισοδήματος των πολιτών μαζί με τις ανατιμήσεις. Πόσο θα είχαν ανακουφιστεί οι πολίτες, αν έστω ένα μέρος αυτού που αφορά σε είδη πρώτης ανάγκης όπως τα τρόφιμα, δεν χρειαζόταν να το καταβάλουν; Η κυβέρνηση, όμως, αντί να περιορίσει αυτή την αφαίμαξη μειώνοντας αυτούς τους έμμεσους φόρους, επιλέγει να εισπράττει τα χρήματα και να τα μετατρέπει σε επιδοτήσεις της αισχροκέρδειας, για να εμφανίζεται ότι ασκεί δήθεν κοινωνική πολιτική. Άρα, η μείωση είναι αναγκαία και η εφαρμογή της στην πράξη πρέπει και μπορεί να ελεγχθεί αυστηρά, με επιτόπιους ελέγχους, με ηλεκτρονικά μέσα, με κυρώσεις για παραβάτες.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι το ΤΧΣ βρίσκεται σε αποκλειστικές διαπραγματεύσεις με κεφάλαια από τη Σαουδική Αραβία για απόκτηση του 20% της Εθνικής. Ο Αλ. Τσίπρας έχει διαμηνύσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να διατηρήσει υπό κρατικό έλεγχο την τράπεζα. Πώς θα αντιδράσετε, αν σας προλάβουν οι εξελίξεις;
Είναι αδιανόητο για τόσο σοβαρά ζητήματα να μην υπάρχει επίσημη θεσμική ενημέρωση, να μην υπάρχει διαφάνεια και να συζητάμε επί πληροφοριών που αιωρούνται. Συνολικά η κυβέρνηση της ΝΔ στους φορείς που το Δημόσιο κατέχει κρίσιμα ποσοστά, ακολουθεί μια τακτική που την ονομάζει στρατηγική αποεπένδυσης, στην κυριολεξία όμως είναι μια τακτική διαρκούς και πολλαπλής ζημίας του δημόσιου συμφέροντος. Αυτό έκανε και στην περίπτωση της Τράπεζας Πειραιώς, όπου το Δημόσιο δια του ΤΧΣ και έβαλε 105 εκατ. στην Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου και έπεσε απ’ το 61,34% (που κατείχε μετά την μετατροπή των CoCos) σε 27%. Το ίδιο έκανε και στην περίπτωση της ΔEΗ, όπου το Υπερταμείο και έβαλε 105 εκατ. στην ΑΜΚ και έχασε 17% του ποσοστού που διακατείχε στην εταιρεία. Πιθανόν κάτι παρόμοιο να προγραμματίζει και στην Εθνική. Πρόκειται για μια κυβέρνηση που ζημιώνει κατ’ εξακολούθηση τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου. Από την πλευρά μας, διαμηνύσαμε να μη διανοηθούν να προχωρήσουν σε άλλη μια τέτοια ενέργεια. Από κει και πέρα, αν μας προλάβουν οι εξελίξεις όπως λέτε, υπάρχουν νομικά εργαλεία για να επέλθει αύξηση του ποσοστού του Δημοσίου σε μια ΑΕ και θα τα αξιοποιήσουμε, εφόσον μας δοθεί η λαϊκή εντολή διακυβέρνησης.
Καταγράφεται σημαντική αύξηση επενδύσεων, κάτι που η κυβέρνηση θεωρεί σημαντική επιτυχία. Το συμμερίζεστε;
Η κυβέρνηση χειρίζεται και αυτό το ζήτημα, όπως και τα περισσότερα εξάλλου, με ρηχό και επικοινωνιακό τρόπο. Ποια είναι η πραγματικότητα; Οι επενδύσεις έχουν φτωχά ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά. Ως προς την ποιότητα, υπάρχει υπεραντιπροσώπευση του κλάδου των κατασκευών, του real estate και του τουρισμού. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει μεταξύ άλλων και για αγοραπωλησίες γης ή ξενοδοχείων που δεν έχουν σημαντική ωφέλεια στην οικονομία. Οι πραγματικά παραγωγικές επενδύσεις που αυξάνουν την εγχώρια παραγόμενη αξία και ενισχύουν την εγχώρια παραγωγική βάση, π.χ. στη βιομηχανία-μεταποίηση, είναι ελάχιστες. Δείτε εξάλλου και τον σχεδιασμό της για τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης: Απουσιάζει παντελώς το κριτήριο της ενίσχυσης της παραγωγικής βάσης της χώρας, με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των πόρων να κατευθύνεται σε εισαγωγές και να αυξάνεται το εμπορικό έλλειμμα.
Ως προς την ποσότητα, οι επενδύσεις στην Ελλάδα παρουσιάζουν εντυπωσιακή υστέρηση από τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους, αλλά και από τα προγενέστερα επενδυτικά επίπεδα της χώρας, γεγονός που οξύνει την ήδη υπερδωδεκαετή αποεπένδυση στη χώρα.
Αλλά και σε ό,τι αφορά τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι προβλέψεις της κυβέρνησης για τις δημόσιες επενδύσεις του Ταμείου το 2022 απέτυχαν παταγωδώς. Μόλις 300 εκατ. οι πραγματικές δαπάνες μέχρι στιγμής έναντι στόχου 2,6 δισ. Η κατάσταση συνεπώς μόνο για πανηγυρισμούς δεν προσφέρεται. Ασφαλώς υπάρχουν διαρθρωτικά προβλήματα στην ελληνική οικονομία. Ωστόσο οι πολιτικές της κυβέρνησης περισσότερο τα αναπαράγουν, αντί να τα διορθώνουν.
Η σημερινή κυβέρνηση χαρακτηρίζει «εθνικό στόχο» την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας το 2023. Αποτελεί προτεραιότητα για εσάς και με ποιες πολιτικές θα επιδιώξετε να το πετύχετε, αν αναλάβει τη διακυβέρνηση;
Κατ' αρχάς, ο κ. Μητσοτάκης, τόσο πριν τις εκλογές του 2019 όσο και στις αρχές της διακυβέρνησής του, δεσμευόταν ξανά και ξανά για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2020. Όσο περνούσε ο καιρός και δεν το επιτύγχανε, μετατόπιζε το χρονικό σημείο στο 2021, έπειτα στο 2022 και τώρα πλέον το παραπέμπει για μία ακόμη φορά στο μέλλον, στο 2023 και βλέπουμε. Επομένως από πλευράς ΝΔ πρόκειται για άλλη μια εξαπατητική τακτική και άλλη μια επένδυση στην επικοινωνία. Από κει και πέρα, η επενδυτική βαθμίδα είναι αναμφίβολα σημαντική για τη θέση της χώρας στις διεθνείς αγορές, για τους όρους δανεισμού της. Δεν πρέπει όμως να επιδιώκεται διά ασφυκτικών δημοσιονομικών πολιτικών, αλλά μέσω μιας αναπτυξιακής πορείας της οικονομίας που θα έχει ως κύρια ποιοτικά χαρακτηριστικά τη βιωσιμότητα, δηλαδή τη διάρκεια, και τη συμπεριληπτικότητα, δηλαδή τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για την κοινωνική πλειονότητα και τη μείωση των ανισοτήτων. Αυτή τη δημοσιονομική πολιτική σκοπεύει να ασκήσει ο ΣΥΡΙΖΑ με το πρόγραμμά του.
Μην ξεχνάτε, εξάλλου, ότι τα κυριότερα βήματα που έχουν γίνει προς την επενδυτική βαθμίδα ήταν η ρύθμιση του χρέους και η δημιουργία του αποθεματικού ασφαλείας, βήματα που πραγματοποιήθηκαν από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Μητσοτάκης έμεινε στο βήμα σημειωτόν ως προς αυτόν τον στόχο, που τον είχε αναγάγει σε πρώτιστο μέλημα της κυβέρνησής του. Στα ζητήματα αυτά λοιπόν, από πλευράς μας, έχουμε αποδείξει ότι λειτουργούμε με όρους ουσίας και όχι ανέξοδης επικοινωνίας.