«Η άφιξη ξένων ομίλων και funds δυναμώνει το brand της Αθήνας»

Για την επόμενη ημέρα του τουρισμού στην πρωτεύουσα και τις παραμέτρους που καθορίζουν τη φετινή περίοδο μιλά στο Euro2day.gr η πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων Αθηνών - Αττικής & Αργοσαρωνικού Λαμπρινή Καρανάσιου-Ζούλοβιτς.

«Η άφιξη ξένων ομίλων και funds δυναμώνει το brand της Αθήνας»

Για τους κινδύνους που… καραδοκούν κατά την επιστροφή του ελληνικού τουρισμού στην κανονικότητα, καθώς και για τις προκλήσεις στις οποίες καλείται πλέον να αντεπεξέλθει ο ξενοδοχειακός κλάδος μιλά σε συνέντευξή της στο Euro2day.gr η πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων Αθηνών - Αττικής & Αργοσαρωνικού (ΕΞΑ-ΑΑ), Λαμπρινή Καρανάσιου-Ζούλοβιτς.

Επισημαίνει δε ότι η είσοδος ξένων funds και ξένων ομίλων στην αθηναϊκή ξενοδοχειακή αγορά ενδυναμώνει το brand της ελληνικής πρωτεύουσας ως προορισμού και τονίζει ότι σε ένα περιβάλλον υψηλού ανταγωνισμού, η επένδυση στην ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και η τόνωση της ζήτησης αποτελούν μονόδρομο για την επίτευξη των βέλτιστων επιδόσεων.

Πώς εκτιμάτε ότι θα διαμορφωθεί η τουριστική κίνηση για τα ξενοδοχεία της Αττικής το 2022, μετά από δύο χρόνια που στιγματίστηκαν από την πανδημία του κορωνοϊού; Πότε τοποθετείτε την ανάκαμψη των ξενοδοχείων της Αθήνας στα προ πανδημίας επίπεδα;

Συμμεριζόμαστε την αγωνία όλων όσοι ευελπιστούν σε καλύτερες επιδόσεις για την Αθήνα εντός του 2022, τις οποίες και εμείς αναμένουμε και ευχόμαστε. Μέχρι στιγμής ωστόσο, τα δεδομένα είναι περίπλοκα και τα μηνύματα σύνθετα και αντιφατικά. Αρχικά, υπήρξε θετική και αισιόδοξη ατμόσφαιρα, βασισμένη στην καταμετρημένη ανάγκη των πολιτών όλου του κόσμου να ταξιδέψουν, στη πρόοδο των εμβολιασμών, στην υποχώρηση της πανδημίας, στα καλά μηνύματα για την Αθήνα σε ό,τι αφορά τη δημοφιλία της κ.λπ.

Όμως, τα ξαφνικά γεγονότα στην Ουκρανία επέδρασαν καταλυτικά, «πάγωσαν» θα έλεγα τον αυθορμητισμό των ταξιδιωτών τόσο εντός Ευρώπης όσο και από μακρινούς προορισμούς -κάτι απολύτως λογικό- και σαφώς επηρεάστηκαν άμεσα οι κρατήσεις. Έτσι, ο Μάρτιος τελείωσε με πολύ συγκρατημένη κίνηση και ιδιαίτερα χαμηλές τιμές στα ξενοδοχεία (σημ. μιλάμε για τη χαμηλότερη μέση τιμή της Ευρώπης σε σχέση με τις πόλεις-ανταγωνιστές της Αθήνας).

Τα ξενοδοχεία της Αθήνας αυτή τη στιγμή καλούνται να επιτύχουν τις καλύτερες δυνατές επιδόσεις σε περιβάλλον σκληρού ανταγωνισμού -σε επίπεδο προσφοράς κλινών- και με εκτοξευμένα στα ύψη τα λειτουργικά τους έξοδα -και αυτά με πολύ μέτρια τουριστική κίνηση. Ο δε Απρίλιος δεν χαρακτηρίζεται από βεβαιωμένες κρατήσεις, ενώ ο Μάιος ενδεχομένως να πάει κάπως καλύτερα λόγω ορισμένων προγραμματισμένων εκδηλώσεων -κάτι που όλοι ελπίζουμε, καθώς είναι καθοριστικός, κομβικός μήνας για την Αθήνα.

Η αθηναϊκή ξενοδοχία λειτουργεί σε συνθήκες πίεσης περισσότερο πλέον από μια δεκαετία -με εξαίρεση το 2019. Αποτελεί ευχή όλων μας να επανέλθουν τα πράγματα σε μια κανονικότητα, αλλά πρέπει να είμαστε και ρεαλιστές. Μόνο αν και εφόσον δεν έχουμε άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις θα μπορέσουμε σταδιακά μεν, αλλά σταθερά, να επανέλθουμε, διότι ο προορισμός, όντως, έστω και με δειλά βήματα προετοιμάζεται σε διάφορα επίπεδα για την «επόμενη ημέρα».

Η αύξηση του ενεργειακού και μεταφορικού κόστους επιβαρύνει σημαντικά τα λειτουργικά έξοδα, ειδικά των ξενοδοχείων 12μηνης λειτουργίας. Θεωρείτε πως πλέον τίθεται θέμα βιωσιμότητας για κάποια ξενοδοχεία, δεδομένων και των ζημιών που δημιούργησε η πανδημία; 

Ήδη ανέφερα το θέμα των λειτουργικών εξόδων -τα οποία βρίσκονται «στα ύψη» και σαφέστατα επηρεάζονται από το ενεργειακό αλλά και όλες τις εξελίξεις, μέτρα ή κυρώσεις κ.λπ. που σχετίζονται με τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά και το γενικότερο κύμα ακρίβειας. Σίγουρα θα υπάρξουν προβλήματα που κατά περίπτωση επιχείρησης θα είναι από επιπλέον «πίεση» έως και πρόβλημα βιωσιμότητας σε ορισμένες επιχειρήσεις που ήδη αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες και τις αντιμετωπίζουν όχι μόνο κατά τον μισό χρόνο, αλλά σε 12μηνη βάση. Θα έλεγα όμως πως εξίσου πρέπει να μιλάμε για «βιωσιμότητα του προορισμού».

Τα δύο χρόνια της πανδημίας που προηγήθηκαν σαφώς και εξάντλησαν τόσο εμάς όσο και τις επιχειρήσεις αλλά και όλους όσοι ζουν και ελπίζουν από τον τουρισμό (εργαζόμενους, εστίαση, καταστήματα κ.λπ.) και πραγματικά, δεν υπάρχουν πλέον πολλά περιθώρια αντοχών -ιδιαίτερα για τους πιο αδύναμους.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα ξενοδοχεία της Αττικής την επόμενη ημέρα;

Την «επόμενη ημέρα» δεν πρέπει μόνο να τη συζητάμε, αλλά και να την προετοιμάζουμε και νομίζω πως οι περισσότεροι που ασχολούμαστε με τον τουρισμό της Αθήνας έχουμε ήδη συνειδητοποιήσει ότι χρειάζεται να θωρακίσουμε τον προορισμό και να ενισχύσουμε περαιτέρω τις δυνατότητές του, τις προτάσεις του προς τον επισκέπτη αλλά και τη δημοφιλία του. Για να ενισχυθεί η ζήτηση, πρέπει να εργαστούμε όλοι -θα έλεγα από κοινού μέσα από συνεργασίες και συνέργειες- καθώς είναι αναγκαίο να έχουμε όλοι κοινή οπτική αλλά και στρατηγική πάνω στην οποία θα εργαζόμαστε.

Κατά την άποψή μου, η μεγαλύτερη πρόκληση για την Αθήνα, η οποία αναμένεται ότι τα επόμενα χρόνια θα ενισχύσει την προσφορά της με 5.000 επιπλέον ξενοδοχειακά δωμάτια, είναι να κερδίσει το στοίχημα της ποιότητας -σε κάθε επίπεδο: Ποιότητας ζωής πολιτών και επισκεπτών, ασφάλεια σε κάθε επίπεδο, αναβαθμισμένες δομές και υπηρεσίες είτε δημόσιες είτε προσφερόμενες από τον ιδιωτικό τομέα, νέες προτάσεις για city break και για διακοπές στην Αθήνα όλο τον χρόνο, νέα και σύγχρονα θεματικά τουριστικά προϊόντα, καινούργιοι αναβαθμισμένοι χώροι -όπως αυτοί που υπόσχονται μεγάλες επενδύσεις λ.χ. στο Ελληνικό ή στο Τατόι κ.ά. Για να επιτευχθούν όλα αυτά πρέπει να τεθούν προτεραιότητες και να έχουμε στο μυαλό μας, οι εμπλεκόμενοι με τον τουρισμό της Αθήνας, ένα κοινό πλάνο για «την επόμενη ημέρα». Απαραίτητες επομένως κρίνονται -όσο ποτέ- οι συζητήσεις-συναντήσεις-συνέργειες και οι συνεργασίες.

Πώς βλέπετε τη θέση της Αθήνας ως προς τον ανταγωνισμό; Μπορεί η ελληνική πρωτεύουσα να γίνει ένας προορισμός city break και ένας αυτόνομος (όχι ενδιάμεσος) προορισμός για τους ξένους τουρίστες;

Η Αθήνα ως προορισμός διαθέτει τα πάντα (ταυτότητα ευρωπαϊκής -παραθαλάσσιας- πρωτεύουσας, σύγχρονες βασικές υποδομές, γραφικές γειτονιές, ανακαινισμένα, μοντέρνα ξενοδοχεία, ισχυρότατη ιστορική ταυτότητα, ενδιαφέρουσα πολιτιστική ζωή, πλήθος σημαντικών μουσείων, καλή αγορά, επιλογές για τριήμερο αλλά και για διακοπές resort κ.λπ.) άρα έχει και τη δυνατότητα για τα πάντα. Εμείς είμαστε εκείνοι που οφείλουμε να σκύψουμε με προσοχή πάνω στις δυνατότητές της, να σχεδιάσουμε προγράμματα και να τα προβάλουμε με τον καλύτερο τρόπο σε στοχευμένες αγορές.

Ήδη, βλέπουμε θετικά σημάδια -τα οποία καταγράψαμε πρόσφατα με αφορμή την 17η έρευνά μας «Ικανοποίησης Επισκεπτών» σε συνεργασία με τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών. Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν, φανερώνουν μια εντυπωσιακή τάση προς τον «τουρισμό διακοπών» σε Αθήνα-Αττική-Αργοσαρωνικό και, όπως όλα δείχνουν, είναι περισσότεροι πλέον οι επισκέπτες που έρχονται στην Αθήνα για την ίδια την Αθήνα, διαμένουν εδώ και επιχειρούν κατά τη διαμονή τους έστω μια ημερήσια απόδραση σε κοντινές διαδρομές.

Αυτή η τάση πρέπει να ενισχυθεί και να θυμίσουμε σε όλους όσοι έρχονται στη μόνη -το τονίζω- παραθαλάσσια πρωτεύουσα της Ευρώπης πως μπορούν να έχουν στην τσάντα τους το μαγιό τους, καθώς σε ελάχιστο χρόνο από το κέντρο της πόλης μπορούν να βρεθούν σε μια εκπληκτική παραλία ή να αποδράσουν αυθημερόν σε ένα γοητευτικό νησί του Αργοσαρωνικού.

Θεωρείτε ότι η άφιξη ξένων funds και ξένων ομίλων στον ξενοδοχειακό τομέα και δη σε αυτόν της Αττικής οδηγεί σε αφελληνισμό του κλάδου ή ενδεχομένως εντείνει τον ανταγωνισμό, συνεισφέροντας στη βελτίωση του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος;

Η άφιξη ξένων funds και ξένων ομίλων δεν πρέπει να ξεχνάμε πως δυναμώνει το brand της Αθήνας. Επί δεκαετίες περιμέναμε αυτή την εξέλιξη και την είσοδο μεγάλων ονομάτων της φιλοξενίας στην ελληνική πρωτεύουσα.

Σίγουρα ανοίγει παράλληλα -εκ νέου- ένας ελπιδοφόρος δρόμος για την απασχόληση αλλά και την εκπαίδευση στον τουρισμό και σίγουρα απογειώνονται οι απαιτήσεις και τα standards τόσο για τον επισκέπτη όσο και την ίδια την ξενοδοχία. Ότι θα ενταθεί ο ανταγωνισμός είναι κάτι προφανές και όλοι θα πρέπει να δείξουμε τον καλύτερο εαυτό μας σε ό,τι αφορά στις επιχειρήσεις μας. Αυτό που πρέπει να προσέξουμε ωστόσο είναι αυτή η νέα δυναμική αλλά και δυναμικότητα της Αθήνας να υποστηριχτούν από τη ζήτηση.

Αν δεν κερδίσουμε αυτό το στοίχημα -όπως και πριν ανέφερα-, τότε θα δρομολογηθούν δυστυχώς αρνητικά αποτελέσματα, όπως χαμηλές πληρότητες που θα συμπαρασύρουν τις ξενοδοχειακές τιμές λόγω υπερπροσφοράς κλινών. Και αν σε εύλογο διάστημα δεν έχουν οι επιχειρήσεις την απόδοση που ανέμεναν, ή θα παραδοθούν σε κρίση ή θα αποχωρήσουν. Αποτελεί επομένως για όλους μας μονόδρομο η συνολική ποιότητα στην προσφορά μας και η ενδυνάμωση της ζήτησης.

Τώρα σε ό,τι αφορά το θέμα του αφελληνισμού, αυτό δεν το πιστεύω, καθώς ειδικά στην Αθήνα κατ' αρχάς υπάρχουν πολλές και στιβαρές ελληνικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις με οικογενειακή παράδοση και εμπειρία πολλών δεκαετιών, ενίοτε και γενεών, στη φιλοξενία. Τα ξενοδοχεία δε, ως επιχείρηση, όπως ξέρετε, δεν είναι μόνο επενδύσεις, έχουν και ψυχή, έχουν ανθρώπινο δυναμικό και βασίζονται σε αυτό. Οι δε Έλληνες ξενοδόχοι έχουν αποδείξει πως ξέρουν να χειρίζονται πολύ καλά τόσο τη δύσκολη ελληνική πραγματικότητα όσο και τον ανταγωνισμό, κι αυτό δεν αλλάζει. Θα έλεγα λοιπόν πως μάλλον γίνονται συνεχώς καλύτεροι στην προσπάθειά τους να... αυτοπροστατευθούν.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v