Έτος μετάβασης της οικονομίας σε μια νέα φάση, όπου η σταθεροποίηση της οικονομίας αλλά και οι μεταρρυθμίσεις θα αποδώσουν καρπούς, χαρακτηρίζει το 2018 ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Αλέξης Χαρίτσης.
Ως συντονιστής της σύνταξης του Αναπτυξιακού Σχεδίου της κυβέρνησης (το περίγραμμα του οποίου αναμένεται να παρουσιαστεί επισήμως στο Eurogroup της 27ης Απριλίου), αναφέρει τις βασικές αρχές που το διέπουν.
«Πρέπει να υπερβούμε πολιτικές και πρακτικές του παρελθόντος που πλήγωσαν την οικονομία της χώρας», τονίζει, σημειώνοντας ότι δεν πρέπει να επιστρέψουμε σε παρωχημένα μοντέλα και πρακτικές του παρελθόντος.
Όπως σημειώνει, η χάραξη της αναπτυξιακής στρατηγικής αποτελεί μια ανοιχτή διαβούλευση με φορείς, κοινωνία και κόμματα. Ήδη συζητείται στα Περιφερειακά Συνέδρια που έχουν οργανωθεί ενώ αναμένεται να τεθεί και στην κρίση της Βουλής. «Εκ των πραγμάτων, με τη λήξη του προγράμματος, η οικονομία μεταβαίνει σε μια νέα φάση, όπου η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ο σχεδιασμός μιας βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης».
Απαντώντας στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για τη χαμηλή απορροφητικότητα πόρων και την ακόλουθη διοχέτευσή τους στην πραγματική οικονομία, ο κ. Χαρίτσης επικαλείται τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η εκταμίευση πόρων ΕΣΠΑ άγγιξε το 24,85% το 2017 για την Ελλάδα, κατατάσσοντάς την πρώτη στην Ε.Ε., όπου ο μέσος όρος είναι 12%-13%.
«Η σύγκριση πάντως πρέπει να γίνει και με τις επιδόσεις απορρόφησης των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων κατά τις προηγούμενες προγραμματικές περιόδους, όπου οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες», υποστηρίζει. Συμπληρώνει επίσης πως «η Ελλάδα κατατάχθηκε πρώτη και στην απορρόφηση των κονδυλίων από το πακέτο Γιούνκερ». Στέκεται στην αξιοποίηση πόρων από διεθνείς φορείς όπως η EBRD και το EIF, και στην ίδρυση του EquiFund, που αναμένεται να προσελκύσει και νέους ιδιωτικούς πόρους αλλά και να χρηματοδοτήσει μικρομεσαίες επιχειρήσεις καινοτομικού χαρακτήρα.
Αναγνωρίζει την επίπτωση της κρίσης και την αποεπένδυση που σημειώθηκε στην ελληνική οικονομία, ωστόσο σημειώνει πως η εισροή 4 δισ. ευρώ άμεσων ξένων επενδύσεων το 2017 επαναφέρει τη χώρα σε επίπεδα προ κρίσης. «Προφανώς δεν αρκεί, ωστόσο, αποτελεί μια ένδειξη πως η χώρα επανέρχεται ως επενδυτικός προορισμός».
Περιγράφει ως προβλήματα προς επίλυση τον χρόνο απόδοσης της δικαιοσύνης, τον χωροταξικό σχεδιασμό, το καθεστώς αδειοδότησης επιχειρήσεων (θέμα για το οποίο το Υπουργείο ήδη έχει προωθήσει αλλαγές απλοποίησης και επιτάχυνσης της διαδικασίας). Προσθέτει ότι προωθούνται επίσης θεσμικές αλλαγές όσον αφορά τις στρατηγικές επενδύσεις μέσω του επικείμενου νομοσχεδίου, ενώ αναφέρεται και στη λειτουργία της διυπουργικής επιτροπής για τις επενδύσεις, η οποία επιχειρεί την προώθηση σχεδίων όπως π.χ. η αξιοποίηση του Ελληνικού.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης αναφέρει δε πως οι επενδυτές, για να τοποθετηθούν, ενδιαφέρονται να γνωρίζουν το σχέδιο της χώρας όσον αφορά την ανάπτυξη, κάτι που έλειπε τα προηγούμενα χρόνια.