Εφ’ όλης της ύλης τοποθέτηση για την οικονομία, τις προκλήσεις της χώρας κατά τη μετάβαση αλλά και τις προοπτικές στη μεταμνημονιακή εποχή, κάνει ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και από σήμερα υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Γιάννης Δραγασάκης, σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στο Euro2day.gr, μία ημέρα πριν τον ανασχηματισμό και την ανάληψη του νέου χαρτοφυλακίου.
Ο κ. Δραγασάκης θεωρεί λήξασα τη συζήτηση για τον τρόπο εξόδου της χώρας από το πρόγραμμα, υπενθυμίζοντας τις αποφάσεις του Eurogroup του Ιουνίου του 2017. «Δεν έχω την αίσθηση ότι η ΕΚΤ ή το ΔΝΤ τάσσονται υπέρ της προληπτικής γραμμής» αναφέρει, προσθέτοντας ότι και το ευρύτερο πολιτικό σύστημα δεν αντιτίθεται σε μια «καθαρή» έξοδο.
Εκτιμά ότι η συζήτηση για μια προληπτική γραμμή στήριξης -την οποία χαρακτηρίζει ως μια «μορφή μνημονίου»- πήρε διαστάσεις και αναφέρεται στο παράδειγμα εξόδου τόσο της Πορτογαλίας όσο και της Κύπρου από τα αντίστοιχα προγράμματα.
«Η συζήτηση για την προληπτική γραμμή δεν είναι λύση. Είναι μια μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον» σημειώνει και προσθέτει πως «πάντα ο δανεισμός του ESM θα είναι φθηνότερος από τον δανεισμό της χώρας από τις αγορές. Αυτό σημαίνει ότι θα μείνουμε αιωνίως σε μνημόνια και επιτηρήσεις;».
Αναγνωρίζει ότι υπάρχουν ρίσκα σ’ αυτόν τον τρόπο μετάβασης αλλά εκτιμά -απαντώντας εμμέσως και στις θέσεις που έχει εκφράσει η TτE και ο διοικητής της Γ. Στουρνάρας- πως δεν αρκεί κανείς να καταδεικνύει τους κινδύνους αλλά να τους ιεραρχεί. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη στάση της ΤτE και την υποστήριξη της λύσης της μη «καθαρής» εξόδου, αναφέρει πως η κυβέρνηση «δεν σχολιάζει τις ανεξάρτητες αρχές», ωστόσο προσθέτει πως «αν υπάρξει η εντύπωση πως οι επιλογές της ΤτE δεν είναι αντικειμενικές, τότε ενδεχομένως να υπάρξει θέμα».
Στον κομβικό ρόλο των τραπεζών αναφέρεται επίσης ο νέος υπουργός Οικονομίας και εκτιμά ότι όλες οι παράμετροι είναι θετικές όσον αφορά τη διενέργεια των stress tests. «Υπάρχει ένα οπλοστάσιο νέων εργαλείων για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Δεν αναμένουμε εκπλήξεις», δηλώνει. Θεωρεί ωστόσο «υγιή προβληματισμό», το αν ο ρυθμός μείωσης των κόκκινων δανείων είναι επαρκής, ώστε οι τράπεζες να επιστρέψουν στην «κανονικότητα» και τον βασικό σκοπό τους, τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο και δεδομένης της ανάγκης σύγκλισης με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (όσον αφορά την έκθεση του τραπεζικού συστήματος σε μη εξυπηρετούμενο δανεισμό), παραδέχεται ότι μπορεί να υπάρξουν πρόσθετες κινήσεις μετά το 2019 και τη στοχοθεσία των ελληνικών τραπεζών έναντι του SSM.
«Δεν υπάρχει πίεση» αναφέρει αλλά δεν αποκλείει «την εκδοχή μιας bad bank, αν χρειαστεί να επιταχύνει ο ρυθμός απομείωσης των δανείων». Θυμίζει επίσης ότι στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε πρόταση δημιουργίας «ενδιάμεσου μηχανισμού διαχείρισης κόκκινων δανείων», η οποία προσέκρουσε στη χρηματοδότηση και στους δημοσιονομικούς όρους που έθεσαν οι θεσμοί.
Η οπτική του κ. Δραγασάκη ωστόσο απλώνεται στην επόμενη μέρα, μετά του τέλος του προγράμματος και στην ανάγκη απεξάρτησης από τα μνημόνια. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναφέρεται στην ίδρυση Αναπτυξιακής Τράπεζας, μιας πρότασης που ταυτίζεται με την πολιτική του διαδρομή, καθώς πρώτος τη διατύπωσε -υπό άλλες συνθήκες- ως μέλος της Οικουμενικής Κυβέρνησης του 1989. Εκτιμά πως οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για την ίδρυσή της, με τους θεσμούς να έχουν συμφωνήσει στο «βασικό concept».
Ο νέος υπουργός Οικονομίας αναφέρεται εδώ στην προετοιμασία του προκατόχου του κ. Δ. Παπαδημητρίου για την κατάθεση νομοσχεδίου τον Ιούνιο, που αφορά στη σύσταση της Αναπτυξιακής Τράπεζας. Υπερθεματίζει λέγοντας πως ένας τέτοιος φορέας θα αποτελέσει το συντονιστικό όργανο των υφιστάμενων και νέων εργαλείων χρηματοδότησης αλλά και την «άγκυρα» προσέλκυσης διεθνών κεφαλαίων.
Ο κ. Δραγασάκης σχολιάζει την παραίτηση της κ. Ρ. Αντωνοπούλου και του κ. Δ. Παπαδημητρίου, εξαίροντας το έργο τους. «Η κ. Αντωνοπούλου και ο κ. Παπαδημητρίου έχουν προσφέρει στη χώρα, πολύ πριν ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικήσει την κυβέρνηση». Δηλώνει πως οι παραιτήσεις τους «δείχνουν ήθος» και προσθέτει με νόημα πως η αγριότητα της πολιτικής ζωής «μας έχει κάνει να φυσάμε και το γιαούρτι».
Ο έμπειρος πολιτικός επιμένει στην επόμενη μέρα και θεωρεί πως «η πιο θετική μνημονιακή δέσμευση είναι ότι πρέπει να έχουμε αναπτυξιακό σχέδιο». Αναφέρεται στη ρύθμιση χρέους, θεωρώντας πως αυτή θα κρίνει την επωφελή για όλες τις πλευρές επιστροφή στην ανάπτυξη. «Πρέπει να δούμε πώς θα εκφραστεί από τους "έξω" η ενίσχυση της δικής μας προσπάθειας ανάκαμψης» δηλώνει.
Θεωρεί αντιδημοκρατική την κριτική για έλλειμμα μεταρρυθμιστικής ικανότητας μετά το τέλος των μνημονίων και επιμένει πως τόσο το πολιτικό σύστημα, οι θεσμοί και η κοινωνία αναγνωρίζουν πως «το μέλλον απαιτεί αλλαγές που να δημιουργούν προοπτικές δικαιοσύνης και ανάπτυξης».
Δεν ικανοποιείται από τον ρυθμό ανάκαμψης της οικονομίας και σημειώνει πως τα απόνερα της κρίσης θα μας ακολουθούν για καιρό. Θεωρεί ωστόσο κρίσιμο να τεθεί αναπτυξιακό πρόσημο στις πολιτικές που θα εφαρμοστούν στο μέλλον. «Όταν έχει τέτοια ποσοστά ανεργίας, το 1% ανάπτυξης του ΑΕΠ δεν μας ικανοποιεί».
Αναφερόμενος στα θέματα διαφθοράς και εν προκειμένω στην υπόθεση Novartis, o κ. Δραγασάκης παραδέχεται ότι δεν αναγνωριζόταν πλήρως η πτυχή του προβλήματος. «Υπάρχουν θεσμικά κενά που επέτρεψαν και κάλυψαν σκάνδαλα όπως η Novartis», αναφέρει κάνοντας μνεία σε καταγγελίες για «όργια στον χώρο του φαρμάκου», από στελέχη της σημερινής αντιπολίτευσης. Θεωρεί την όλη υπόθεση «τοξική» και συμπληρώνει πως «δεν χαιρόμαστε να βλέπουμε τους πολιτικούς μας αντιπάλους να καταγγέλλονται».
Ο κ. Δραγασάκης, εκπρόσωπος της μεταπολεμικής γενιάς, αναγνωρίζει τους παράγοντες αστάθειας σε κάθε πολιτικό σχεδιασμό. Βλέπει τη «μεγάλη εικόνα» του συστήματος και των κρίσεων που με βεβαιότητα θα γεννήσει αλλά και τη δυνατότητα προετοιμασίας. «Αυτό που ζούμε τώρα είναι μικρο-αναταράξεις των αγορών. Αυτό ήταν και το επιχείρημα προς τον Ντράγκι. Αν όχι τώρα, πότε;» αναφέρει ο υπουργός, κρίνοντας ότι υπάρχει «παράθυρο» επαναφοράς στην ομαλότητα για την Ελλάδα. Συνυπολογίζει επίσης τις γεωπολιτικές συνθήκες. «Βρισκόμαστε στην κορυφή του τριγώνου της αστάθειας», αλλά η χώρα παρά τη κρίση έχει κατακτήσει τον ρόλο του παράγοντα σταθερότητας.
Τέλος, υποστηρίζει πως η χώρα πρέπει να διαμορφώσει δικό της σχέδιο για την περιοχή. Πιστεύει στις συνεργασίες και δηλώνει πως «έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία να κάνουμε ένα σχέδιο βαλκανικής συνανάπτυξης».