«Ως ευρωπαϊκή χώρα, πρέπει να παράγουμε προϊόντα υψηλότερης τεχνολογίας, καλύτερης ποιότητας, με ανταγωνιστικό επίπεδο εξυπηρέτησης και σε ελκυστικές τιμές. Αυτά τα προϊόντα όμως δεν μπορούν να παραχθούν με εργαζόμενους που αμείβονται χαμηλά, στα όρια της φτώχειας».
Αυτά δηλώνει μεταξύ άλλων ο κ. Μιχάλης Σιαμίδης, η εταιρεία του οποίου εξάγει σε 16 χώρες, απευθυνόμενη σε πελάτες όπως το ΝΑΤΟ και το Υπουργείο Άμυνας της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο επιχειρηματίας εστιάζει σε μια σειρά διαρθρωτικών αδυναμιών που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, αλλά και ευκαιριών που θα πρέπει να εκμεταλλευθούμε ως χώρα, προκειμένου η οικονομία μας να καταστεί ανταγωνιστική.
Κύριε Σιαμίδη, μιλήστε μας περιληπτικά για την επιχειρηματική σας δραστηριότητα και για τις εκτός Ελλάδας επιδόσεις της εταιρείας σας.
Είμαι διευθύνων σύμβουλος στην εταιρεία SIAMIDIS SA. Η εταιρεία μας παραμένει οικογενειακή και ακολουθεί μια αναπτυξιακή πορεία στον χώρο της κλωστοϋφαντουργίας, εστιάζοντας στην καινοτομία ενώ παράλληλα υπάρχει δραστηριότητα στον χώρο των ΑΠΕ. Παράγουμε τεχνικά υφάσματα, ενδύματα και μέσα προστασίας. Οι κύριες εφαρμογές των προϊόντων μας εντοπίζονται στους τομείς του στρατού, της αστυνομίας, της πυρόσβεσης καθώς και σε λοιπές εξειδικευμένες εφαρμογές, οι οποίες περιλαμβάνουν θωρακισμένα πάνελ για οχήματα ή κτίρια. Έχουμε τη χαρά να δημιουργούμε προϊόντα που προσφέρουν προστασία στον άνθρωπο.
Η εταιρεία μας έχει αναπτυσσόμενη διεθνή παρουσία, η οποία συντελεί στην εξωστρεφή ανάπτυξη των πωλήσεων και μεγέθυνση των οικονομικών αποτελεσμάτων. Εξάγουμε συνολικά σε 16 χώρες σε Ευρώπη, Βόρειο Αφρική και Μέση Ανατολή. Μεταξύ των πελατών μας στο εξωτερικό, συγκαταλέγονται το ΝΑΤΟ, η βρετανική αεροπορία (RAF), τα Υπουργεία Άμυνας Σουηδίας, Νορβηγίας, διυλιστήρια στη Μέση Ανατολή κ.ά. Η εταιρεία την περίοδο 2014-2016 πέτυχε 88% αύξηση πωλήσεων, η οποία συνοδεύτηκε από 130% αύξηση εξαγωγών, με τις εξαγωγές να αποτελούν άνω του 75% του κύκλου εργασιών από το 2015.
Ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν σήμερα οι εξαγωγικές επιχειρήσεις στη χώρα μας;
Κατ’ αρχάς δεν θα ήθελα να ξεχωρίσω τις εξαγωγικές επιχειρήσεις από τις υπόλοιπες. Στον σύγχρονο διεθνοποιημένο κόσμο, όλες οι επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι μεταποιητικές, πρέπει να θεωρούνται εν δυνάμει εξαγωγείς, εκτός εξαιρετικά ειδικών περιπτώσεων. Αλλιώς το επιχειρηματικό πλάνο είναι προβληματικό.
Προσωπικά, θα ξεκινούσα από δύο βασικά πλεονεκτήματα που διαθέτουν οι ελληνικές εξαγωγικές εταιρείες. Πρώτον, γεωγραφικά βρισκόμαστε κοντά σε αγορές που προσφέρουν ευκαιρίες, όπως η Μέση Ανατολή, η Βόρεια Αφρική και η Ε.Ε. Και δεύτερον, οι διεθνείς αγορές προσανατολίζονται πλέον σε προϊόντα που παράγονται σε χώρες που σέβονται το περιβάλλον και τηρούν βασικά ποιοτικά πρότυπα. Το "made in EU" είναι ισχυρό πλεονέκτημα και αποτελεί ένα καλό διαβατήριο, εφόσον το προϊόν είναι ανάλογο. Σε ό,τι αφορά τώρα τα μειονεκτήματα, όλα συνοψίζονται σε μία φράση: «μειωμένη ανταγωνιστικότητα της χώρας». Πρέπει να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητά μας για να αυξήσουμε το ποσοστό συμμετοχής στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Πρώτα απ’ όλα, το αντιαναπτυξιακό θεσμικό πλαίσιο και η επί χρόνια προβληματική λειτουργία των θεσμών. Οι νόμοι, οι υπουργικές αποφάσεις αλλάζουν συνεχώς, δίνοντας ισχύ στη γραφειοκρατία. Το φορολογικό καθεστώς αλλάζει συνεχώς και δεν δίνει ορίζοντα επιχειρηματικού σχεδιασμού. Η φορολόγηση είναι υψηλή, με χαμηλή ανταποδοτικότητα στην κοινωνία.
Δεύτερον, το επενδυτικό περιβάλλον είναι αναποτελεσματικό. Επειδή το θέμα είναι ευρύ, συνοπτικά θα ήθελα να αναφέρω ότι ένα αποτελεσματικό επενδυτικό πλαίσιο ελκύει άμεσες ξένες επενδύσεις που δεν αφορούν την εσωτερική κατανάλωση ή τα «ασημικά» της χώρας, όπως φυσικός πλούτος, λιμάνια, ήλιος κ.λπ. Δεν βλέπουμε κάτι τέτοιο να συμβαίνει. Επίσης η χρήση των κοινοτικών κονδυλίων είναι αναποτελεσματική. Τα ευρωπαϊκά προγράμματα σχεδιάζονται και εφαρμόζονται χωρίς χρονικό προγραμματισμό, με πολλή γραφειοκρατία, χωρίς όραμα και υψηλό διαχειριστικό κόστος. Ουσιαστικά κυριαρχεί η λογική της απορρόφησης και όχι της αξιοποίησης. Και τέλος, τα υψηλά κόστη ενέργειας και χρηματοδότησης.
Γενικότερα θα έλεγα πως αν δεν απελευθερώσουμε το δημιουργικό κομμάτι της χώρας να σχεδιάσει, να παράξει, να προωθήσει και να διαθέσει στο εξωτερικό νέα προϊόντα, τότε δεν θα μπορέσουμε να πετύχουμε ουσιαστική και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Επιθυμούμε να ξέρουμε το όρια μέσα στα οποία θα πρέπει να κινούμαστε και να έχουμε κανόνες αντίστοιχους με αυτούς της Ευρώπης. Θέλουμε ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, καλύτερη υγεία και παιδεία για τους πολίτες, αναβαθμισμένες υποδομές και ένα κράτος που θα στηρίζει αυτές τις λειτουργίες. Δεν θέλουμε επιχειρήσεις που θα στηρίζουν ένα γραφειοκρατικό δημόσιο.
Αρκετοί, ωστόσο, κατηγορούν μέρος των Ελλήνων επιχειρηματιών για ανεπάρκεια, για προσήλωση μόνο στην εγχώρια αγορά και ιδιαίτερα στις κρατικές προμήθειες, για ευκαιριακές δραστηριότητες και για τόσα άλλα.
Ανεπάρκεια και ευκαιριακή δραστηριότητα υπάρχει σε κάθε κομμάτι της κοινωνίας και σε κάθε επαγγελματική τάξη. Η ελληνική βιομηχανία λειτουργεί τουλάχιστον επί τρεις δεκαετίες σε καθεστώς μειωμένης ανταγωνιστικότητας. Ίσως η εσωτερική αγορά ήταν ένα μαξιλάρι. Όσον αφορά τις κρατικές προμήθειες, το κράτος είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής και η ορθή αξιοποίηση των κρατικών προμηθειών θα είχαν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία και την κοινωνία.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι οι επιχειρηματίες έχουν ευνοηθεί κατά τα τελευταία χρόνια, μέσα από το πολύ χαμηλό εργατικό κόστος.
Προσωπικά, κρατώ αποστάσεις από μια τέτοια θεώρηση. Ως ευρωπαϊκή χώρα, πρέπει να παράγουμε προϊόντα υψηλότερης τεχνολογίας, καλύτερης ποιότητας, με ανταγωνιστικό επίπεδο εξυπηρέτησης και σε ανταγωνιστικές τιμές. Αυτά τα προϊόντα, όμως, δεν μπορούν να παραχθούν με εργαζόμενους που αμείβονται χαμηλά, στα όρια της φτώχειας. Η βιομηχανία χρειάζεται εργαζόμενους με ικανότητες, με θετική διάθεση, που δεν θα είναι ευκαιριακοί αλλά συνδέουν το δικό τους αύριο με την επιχείρηση. Οι νέοι ικανοί επιστήμονες, που τώρα εργάζονται στο εξωτερικό, πρέπει να έρθουν πίσω, προκειμένου να συμβάλουν στο επιχειρείν του αύριο.
Το φθηνό εργατικό κόστος εξυπηρετεί την ανειδίκευτη και περιστασιακή εργασία, η οποία δεν ταιριάζει σε μια αποτελεσματική οικονομία, επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες και δεν ανατροφοδοτεί τον κύκλο της οικονομίας. Αντί να μειώνουμε τις καθαρές αμοιβές των εργαζομένων, πρέπει να μειώσουμε το μη μισθολογικό κόστος και τη φορολογία, για να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας.
Κύριε Σιαμίδη, γιατί ένας επιχειρηματίας όπως εσείς, είναι υποψήφιος στις επικείμενες εκλογές του ΕΒΕΑ;
Πιστεύω ότι η οικονομική και κοινωνική ανόρθωση της χώρας απαιτεί ένα νέο, αποτελεσματικό παραγωγικό μοντέλο. Χρειάζεται ενεργότερη συμμετοχή στα συλλογικά όργανα κι επιλογή των ικανότερων διοικήσεων. Τα επιμελητήρια είναι θεσμικά σύμβουλοι της πολιτείας σε θέματα οικονομίας. Το ΕΒΕΑ εκπροσωπεί επιχειρήσεις όλων των κλάδων και μεγεθών. Αποτελεί τον ιδανικό χώρο συνάντησης και σύνθεσης διαφορετικών απόψεων και τάσεων σε θέματα οικονομίας. Οι ικανότητες και οι προσπάθειες του προέδρου μας Κων/νου Μίχαλου έχουν έμπρακτα αναβαθμίσει τον ρόλο και την αποτελεσματικότητα του ΕΒΕΑ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πολλά μπορούμε κι οφείλουμε να κάνουμε ακόμα. Υπό τις παρούσες συνθήκες, θεωρώ χρέος μας να κάνουμε τη φωνή των Επιμελητηρίων δυνατή και αποτελεσματική, όχι μόνο με τη συμμετοχή μας στις εκλογές αλλά και με τη στήριξη των υποψήφιων επιχειρηματιών που έχουν την εμπειρία, τη γνώση και τις δυνατότητες να συμβάλουν στη διοίκηση του πιο αντιπροσωπευτικό και μεγάλου Επιμελητήριου της χώρας.
Συμμετέχω στη διοίκηση του ΕΒΕΑ από το 2002 και από το 2012 είμαι πρόεδρος του Μεταποιητικού (τέως βιομηχανικού) Τμήματος. Με τις γνώσεις και την εμπειρία από τον διεθνή επιχειρηματικό χώρο, διευθύνοντας μια παραγωγική εξαγωγική εταιρεία σε έναν παραδοσιακό κλάδο, έχω τη διάθεση να συμβάλω στη διοίκηση του ΕΒΕΑ, προασπίζοντας την επιχειρηματικότητα και το παραγωγικό μοντέλο του αύριο.