Η ολοσχερής έξοδος στις αγορές έως το καλοκαίρι του 2018 είναι η κυριότερη βραχυπρόθεσμη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής, τονίζει ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης σε συνέντευξη στο Euro2day.gr
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπογραμμίζει την ανάγκη άμεσης κινητοποίησης όλων των φορέων και τη χρήση τόσο των παραδοσιακών, όσο και των σύγχρονων εργαλείων χρηματοδότησης για την ανάταξη της οικονομίας, τονίζοντας πάντως πως η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις συναλλακτικές σχέσεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των παραπάνω.
Ο κ. Γκότσης εμφανίζεται απαισιόδοξος σε ό,τι αφορά τόσο τον τρόπο όσο και την ταχύτητα με την οποία η Ευρώπη χειρίζεται την αντιμετώπιση «καυτών» για το μέλλον της ζητημάτων, όπως το Βrexit ή η Ενοποίηση των Κεφαλαιαγορών.
Κύριε πρόεδρε, επιτρέψτε µου, επειδή ταυτόχρονα είστε και καθηγητής Οικονομικών, να σας θέσω κάποια ερωτήματα, τα οποία ενώ είναι πολύ σημαντικά, δεν έχουν κερδίσει στη δηµόσια συζήτηση τον χώρο που τους ανήκει. Γιατί για παράδειγμα οι προβλέψεις των οικονομολόγων, που συχνά υποβοηθούνται από στρατιές επιστημόνων, κάθε τόσο µας απογοητεύουν αφού απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, που εκ των υστέρων τους διαψεύδει; Υπάρχει πράγματι µια δυσπιστία απέναντι στον κλάδο σας.
Πράγματι, διαβάζουμε τα τελευταία χρόνια στον Τύπο πολύ σκληρές κριτικές για τον ρόλο αλλά και τις δυνατότητες των οικονομολόγων να προβλέψουν τις εξελίξεις. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους. Πρώτον, ότι υπάρχει όχι µόνο στη χώρα µας αλλά και γενικότερα διαπιστωμένη αδυναμία κατανόησης των οικονομικών φαινομένων. Οικονοµολογούντες κάθε κατηγορίας, από κάποιους που έτυχε στο πλαίσιο άλλου επιστημονικού πεδίου να πάρουν και ένα µάθηµα µακροοικονοµικής, όπως και άλλοι που στη διαδρομή της κρίσης ήλθαν σε επαφή µε πρωτόγνωρα φαινόμενα, τα οποία έπρεπε να ρεπορτάρουν αλλά και να σχολιάσουν στη συνέχεια µε πειστικότητα. Δεν είναι συνεπώς κανείς υπερβολικός, αν υποστηρίξει ότι στη χώρα µας υπάρχει οικονομική αγραµµατοσύνη ή τουλάχιστον ημιμάθεια. Αν και µετά από δέκα χρόνια κρίσης, νοµίζω ότι είναι αναγκαίο να ξεκαθαρίσουµε ότι, για να κατανοήσει κανείς την κρίση, θα πρέπει πρώτα να είναι σε θέσει να γνωρίζει τους αλληλοσυσχετισµούς µεταξύ των οικονομικών μεγεθών τους οποίους ερευνά η οικονομική επιστήμη.
Η οικονοµική είναι µια κοινωνική επιστήμη µε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο, δυναµικό, ευέλικτο, ανοιχτό γνωσιακό σύστηµα. Τα βαθιά ιδεολογικά χαρακώµατα, χωρίς να έχουν εντελώς εξαφανιστεί, άφησαν τη θέση τους σε µία αλληλουχία συµπληρωµατικών συµβολών, εύρεσης λύσεων, ερμηνείας και αντιμετώπισης πρωτόγνωρων φαινοµένων. Μόνο που για να χτίσει κανείς ένα αξιόπιστο βιογραφικό χρειάζεται πολλή δουλειά, κάτι που δεν γίνεται από τη µία µέρα στην άλλη. Όπως δεν περιµένουµε από έναν φοιτητή της ιατρικής να µπει στο χειρουργείο και να χειρουργήσει από τον πρώτο χρόνο σπουδών, ή δεν θα εμπιστευόμασταν έναν πρωτοετή φοιτητή να µας χτίσει µία γέφυρα, το ίδιο δύσκολο είναι να ερμηνεύσει ένας αδαής το φαινόμενο της κρίσης. Δεύτερον, τα φαινόµενα που µας προέκυψαν κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν είναι µόνο πρωτόγνωρα αλλά και τεραστίων διαστάσεων, µε επιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Η οικονοµική επιστήμη όµως δεν είναι πειραματική. Εργαλείο καθοριστικό στις αναλύσεις της χρησιμοποιεί την εµπειρία του παρελθόντος. Δύο παραδείγματα για να κατανοήσουμε την τεράστια αλλαγή. Εδώ και δύο περίπου χρόνια αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο των µηδενικών επιτοκίων, κάτι που δεν έχει συµβεί ποτέ έως τώρα, όσο τουλάχιστον διαθέτουμε ιστορικά στοιχεία. Η εξουδετέρωση των επιτοκίων, όχι µόνο ως µέσου άσκησης νομισματικής πολιτικής, πιστωτικής επέκτασης αλλά και αναδιανομής του πλούτου µέσω των αρνητικών συχνά επιτοκίων καταθέσεων, δημιουργεί αίσθημα αστάθειας και αποπροσανατολισµού τόσο στους επενδυτές όσο και τους καταθέτες. Για τη χρήση τους ως εργαλείου άσκησης αποτελεσματικής επεκτατικής νομισματικής πολιτικής µε σκοπό την τόνωση της πραγματικής οικονομίας, ούτε λόγος να γίνεται.
Ένα άλλο, εξίσου σημαντικό, παράδειγμα είναι η μεγάλη αλλαγή που καταγράφεται στις αγορές µετά από μεγάλα γεγονότα. Γνωρίζαμε ότι όταν έπεφτε µία οβίδα στις χώρες του Κόλπου, η τιµή του αργού πετρελαίου ανέβαινε, µε όλες τις επιπτώσεις στην παραγωγή, τις τιμές και τελικά τα εισοδήματα σε όλον τον κόσµο. Εδώ και αρκετά χρόνια φλέγεται όλη η Μέση Ανατολή και η Βόρειος Αφρική και η τιμή του διαμορφώθηκε πέρυσι µάλλον στο χαμηλότερο επίπεδο που γνωρίσαμε στη νεότερη ιστορία. Το ίδιο συνέβη και µε τις αγορές, όταν εν αναμονή αρνητικών εξελίξεων σε πολλά πολιτικά ζητήματα παγκόσμιου ενδιαφέροντος, τα οποία δυσάρεστα επαληθεύτηκαν (εκλογή Tραμπ στις ΗΠΑ, Brexit, ιταλικό δημοψήφισμα µε παραίτηση Ρέντσι), οι πτώσεις των τιμών µετά από έναν ελάχιστο αιφνιδιασμό ανέταξαν, µε αποτέλεσμα πολλά χρηματιστήρια να καταγράψουν υψηλότερα όλων των εποχών.
Ποια είναι τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν την Ευρώπη και που συζητούνται στα διεθνή χρηματοοικονομικά φόρα που, εκπροσωπώντας τη χώρα µας, συµµετέχετε;
Τρία είναι τα µεγάλα θέματα που κυριαρχούν στις συζητήσεις. Το µέλλον της Ευρώπης, η Ένωση Κεφαλαιαγορών (CMU) και το Brexit. Σε ό,τι αφορά στο µεγάλο θέµα της µελλοντικής πορείας της Ευρώπης, οι συζητήσεις είναι αποκαρδιωτικές. Καμία ολοκληρωμένη πρόταση για µελέτη και αντιµετώπιση των λαθών και αδυναµιών που έχουν επισημανθεί από τον ακαδημαϊκό κυρίως χώρο δεν έχει παρουσιαστεί,
που να δείχνει ότι µπορούµε να περιµένουµε κάτι καλύτερο. Οι τοποθετήσεις αφορούν κυρίως σε τεχνικά θέματα, τα οποία δεν παραπέμπουν σε ανησυχία για αναπροσανατολισμό της πορείας, αλλά σε διόρθωση ασήμαντων τεχνικών ζητημάτων σε διάφορους τομείς.
Με άλλα λόγια, οι πάντες προσποιούνται ότι δεν τρέχει τίποτα και µπορούµε να συνεχίζουμε τις γραφειοκρατικές διαδικασίες παράγοντας χιλιάδες σελίδες οδηγιών και ρυθμίσεων, αγνοώντας τις ανησυχίες των λαών, οι οποίοι δυστυχώς στρέφονται σε δημαγωγικές προτάσεις, ζητώντας απαντήσεις για την απελπιστική τους κατάσταση.
Το μεγάλο εγχείρημα της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, έμπνευση του παραιτηθέντος Βρετανού επιτρόπου για τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Jonathan Hill, που έχει ως στόχο την καλύτερη διακίνηση των κεφαλαίων από χώρες µε πλεονάζοντα κεφάλαια σε κράτη µε μεγαλύτερες ανάγκες για τις μικροµεσαίες επιχειρήσεις, φαίνεται επίσης να µην κινείται µε τον ίδιο ρυθµό που ξεκίνησε. Καµιά φορά παίζουν σημαντικό ρόλο και τα άτοµα που κινούν µια υπόθεση και η πίστη τους σ’ αυτή.
Σε ό,τι αφορά τώρα στο Brexit, εδώ φαίνεται το τελευταίο διάστημα µία κινητικότητα. Ενώ µέχρι πρότινος διατυπώνονταν µόνο ερωτήματα, τώρα πλέον προχωράμε σε συγκεκριμένες προτάσεις, κυρίως στον τομέα της Κεφαλαιαγοράς, που είναι και ο σπουδαιότερος. Έτσι, µετά την απώλεια της δυνατότητας των Βρετανών να πραγµατοποιούν συναλλαγές στην ΕΕ µέσω διαβατηρίου, συγκεκριμενοποιούνται οι απαιτήσεις για φυσική παρουσία, αναγκαίο πιστοποιηµένο προσωπικό όπως και αναγκαίο εξοπλισµό.
Και η Ελλάδα πού «παίζει»; πού πρέπει να στοχεύει;
Σε µία εποχή που τα δεδοµένα αλλάζουν σχεδόν από µέρα σε µέρα, η χάραξη οικονοµικής πολιτικής µε σαφή προσανατολισμό, τη στιγμή µάλιστα που λόγω των μνημονίων δεν µπορεί να γίνει αυτόνομα, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Παρ’ όλα αυτά όμως, κατά την άποψή µου, τρεις είναι οι βασικοί στόχοι βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής. Με δεδομένο το κλείσιμο της αξιολόγησης, οι βασικές µας επιδιώξεις, που αποτελούν και θέμα επιβίωσης είναι οι εξής:
Πρώτον, η ολοσχερής έξοδός µας στις αγορές για την κάλυψη των αναχρηµατοδοτικών µας αναγκών το αργότερο το καλοκαίρι του 2018. Σαφώς η διαδικασία χρειάζεται προετοιμασία και συνεννοήσεις, ώστε µετά από µια δοκιμαστική έξοδο σταδιακά να δημιουργήσουμε τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Μία από αυτές είναι χωρίς αμφιβολία η αναδιάρθρωση του χρέους, η κατάληξη της οποίας θα δίνει την άνεση στην ελληνική οικονομία, ώστε οι δαπάνες για την ετήσια εξυπηρέτησή του να βρίσκονται στις δυνατότητές της. Η λύση αυτή θα πρέπει να εκτείνεται σε ένα μακρύτερο χρονικό ορίζοντα, πάντως πάνω από 15 χρόνια, ώστε οι επενδυτές να γνωρίζουν ότι επενδύοντας σε µια υπερχρεωμένη χώρα -μέσω µίας έκδοσης δεκαετών ομολόγων για παράδειγμα- θα πάρουν τα κεφάλαιά τους πίσω, αφού θα έχει τη δυνατότητα να τους αποπληρώσει. Έτσι και τα υποψήφια funds θα ενδιαφερθούν, αλλά και τα επιτόκια θα µειωθούν αισθητά. Εν τω µεταξύ είναι αυτονόητο ότι τα κρατικά µας ομόλογα θα έχουν ενταχθεί στο πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και έτσι θα έχουν πάρει το πρώτο πιστοποιητικό επιλεξιµότητας.
Δεύτερον, είναι ανάγκη να ανασυνταχθούν όλες οι δυνάμεις µας, να καταβληθούν όλες οι προσπάθειες, να κινητοποιηθούν όλοι οι φορείς και να χρησιμοποιηθούν παραδοσιακά και σύγχρονα εργαλεία για την ανάταξη της οικονομίας. Η οικονοµική ανάπτυξη αποτελεί συνεπώς βασική επιλογή, η οποία ωστόσο δεν είναι έργο ενός ανδρός.
Οι φορείς άσκησης οικονομικής πολιτικής δεν εξαντλούνται στον αρμόδιο υπουργό, αλλά αφορούν όλα τα υπουργεία, την περιφερειακή αυτοδιοίκηση, δήµους, εργοδοτικές και εργασιακές ενώσεις, επιμελητήρια, νοµικά πρόσωπα δηµοσίου αλλά και ιδιωτικού δικαίου και πάνω απ’ όλα τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις. Χρειάζεται εθνική κινητοποίηση, µε πρώτο το κράτος που να συμπεριφέρεται ως αρωγός και όχι ως δυνάστης στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι για να επιβιώσει η οικονοµία µας στον διεθνή ανταγωνισμό, επιβάλλεται οι µεν επιχειρήσεις να καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια για παραγωγή και διάθεση διεθνώς εμπορεύσιμων ανταγωνιστικών προϊόντων, αλλά και το κράτος να προσφέρει τους μηχανισμούς αλλά και τις ρυθμιστικές πολιτικές που να τις διευκολύνουν στο έργο τους. Πάντα µε στόχο -για τις επιχειρήσεις- εκτός από τα κέρδη, τη δημιουργία σταθερών θέσεων εργασίας και ανταποκρινόμενες στις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους.
Τρίτον, είναι αναγκαία, κάτι που δεν συναντάται στα εγχειρίδια οικονομικής πολιτικής ως αυτόνομος στόχος, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις συναλλακτικές σχέσεις. Οι επιχειρήσεις δεν έχουν εμπιστοσύνη η µία στην άλλη, οι τράπεζες το ίδιο και οι καταθέτες ακόμη πιο πολύ, ενώ το κράτος βάλλεται από παντού, συχνά δικαιολογημένα αλλά όχι πάντα, αυξάνοντας την αβεβαιότητα.
Είναι ανάγκη συνεπώς, τώρα που το πρόγραµµα φαίνεται να µπαίνει σε κανονική τροχιά, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη µεταξύ µας, µε τις τράπεζες και µε το κράτος, και τότε θα µπορούµε να προσδοκούμε τα
επιτόκια, που αποκλιμακώνονται µετά τη Μάλτα, να µειώνονται και για τις επιχειρήσεις μας, ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Όσο για το επίπεδο ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα έχει κάνει πολύ σημαντικά βήματα, ίσως πολύ σημαντικότερα από χώρες που ήταν σε πρόγραµµα και δανείζονται σήμερα µε επιτόκια κάτω του του 2%, χωρίς βέβαια να έχουν λύσει τα προβλήματα ανταγωνιστικότητάς τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η χώρα µας θα επιστρέψει στην κανονικότητα, κάτι που ανταποκρίνεται στο µορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο του λαού της.