Πρόγραμμα «ελληνικής κατασκευής και ιδιοκτησίας» που θα παραμείνει πιστό στην ανάγκη των μεταρρυθμίσεων και θα διαδεχθεί το μνημόνιο εισηγείται ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Παραδέχεται ότι δεν κατέστη εφικτό να πειστεί η κοινή γνώμη για το όφελος των μεταρρυθμίσεων που επέβαλαν μέσω μνημονίου οι πιστωτές της χώρας. Υπογραμμίζει ωστόσο ότι μετά το πέρας του «οφείλουμε να το αντικαταστήσουμε με ένα πρόγραμμα, που όχι μόνο να έχουμε διαβάσει, αλλά και να έχουμε εκπονήσει εμείς οι ίδιοι».
Θεωρεί κυβερνητική προτεραιότητα για τους επόμενους μήνες έως την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης, τη διαμόρφωση του νέου πλαισίου σχέσεων με Ε.Ε. και ΔΝΤ, και την προώθηση του ζητήματος ελάφρυνσης του χρέους. Δηλώνει δε ότι δεν θα ήταν «καθόλου αρνητικός σε μια νέα προληπτική γραμμή χρηματοδότησης». Εκτιμά μάλιστα ότι μετά την ολοκλήρωση των παραπάνω στόχων, «θα διαμορφωθεί διαφορετικό πολιτικό κλίμα».
Εκτιμά ότι δεν υπάρχει η απαραίτητη συναίνεση -λόγω άρνησης του ΣΥΡΙΖΑ- για την άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου, διαδικασία η οποία θεωρεί ότι θα έπρεπε να λάβει και συνταγματική κατοχύρωση. Προσθέτει ότι είναι ευκολότερη μια παρέμβαση για το σπάσιμο των μεγάλων εκλογικών περιφερειών, και προσθέτει ότι «υπάρχουν αντιστάσεις από τους ενδιαφερόμενους».
Κρατά χαμηλούς τόνους για την κόντρα με το ΠΑΣΟΚ επί των προτάσεων για το ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, επισημαίνοντας ωστόσο «ότι όλα τα ζητήματα έχουν συζητηθεί πολλές φορές». Προσθέτει ότι οι προτάσεις του υπουργείου έχουν κατατεθεί για να ληφθούν αποφάσεις σε ανώτατο επίπεδο και στο πλαίσιο της συνολικής διαπραγμάτευσης που κάνει η χώρα για την τελική αξιολόγηση από την τρόικα. Τονίζει ότι τις αλλαγές στο μισθολόγιο δεν μας τα επέβαλαν: τα βάλαμε στο τραπέζι γιατί πρέπει να αποκτήσουμε την «ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων».
Όσον αφορά την ουσία των προτάσεων, τονίζει ότι επιχειρείται η αποσυμπίεση του μισθολογίου, ώστε να αλλάξει η σχέση μεταξύ του εισηγητικού και του καταληκτικού μισθού στο Δημόσιο. Υποστηρίζει ότι έτσι δημιουργείται -εκτός από ένα δημοσιονομικό εργαλείο- ένα μέσο καλύτερης διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού. Τάσσεται υπέρ της δοκιμαστικής περιόδου για έναν εργαζόμενο που εισάγεται στο Δημόσιο και υποστηρίζει ότι αυτός θα πρέπει να έχει ελαφρά μικρότερο μισθό.
Υπογραμμίζει επίσης -πέρα από τη δέσμευση για ακόμη 5.500 απολύσεις έως το τέλος του 2014- πως «πλέον δεν υπάρχει νέα απαίτηση για ποσοτικό στόχο απολύσεων από την τρόικα» μετά τη διαχείριση του θέματος από τον ίδιο, καθώς έτσι τέθηκαν ποιοτικοί στόχοι που έπεισαν.
Δηλώνει επίσης ότι το υπουργείο αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει σύστημα υποχρεωτικής ποσόστωσης για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, προκειμένου να αντιμετωπίσει την καθολική αριστεία που επικρατούσε.
Τέλος, σημειώνει ότι προωθούνται αλλαγές που αφορούν τη μείωση των διοικητικών βαρών, μετά από εκτεταμένο έργο χαρτογράφησης που ολοκληρώθηκε σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ.