Oικονομία; Ρωτήστε τους credit managers!

Tα νούμερα για τον προϋπολογισμό ίσως δεν ευημερούν, όμως τουλάχιστον δείχνουν προς τη σωστή κατεύθυνση. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον μικρόκοσμο του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.

Oικονομία; Ρωτήστε τους credit managers!
Πόσο μπορεί να αντέξει μια οικονομία της οποίας το υγιές κομμάτι, δηλαδή ο ιδιωτικός τομέας, βρίσκεται υπο συνεχή και αυξανόμενη πίεση, ενώ το αντιπαραγωγικό, δηλαδή ο δημόσιος τομέας, δεν αναμορφώνεται;

Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα ενέχει σημαντικό ρίσκο, γιατί ισοδυναμεί με πρόβλεψη για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.

Αναμφισβήτητα, οι γενικεύσεις είναι μερικές φορές επικίνδυνες.

Στην προκειμένη περίπτωση, ούτε όλος ο ιδιωτικός τομέας είναι ανταγωνιστικός και χαίρει άκρας υγείας, ούτε φυσικά όλος ο δημόσιος τομέας είναι για πέταμα.

Είναι άλλωστε γνωστό ότι ένα μέρος του ιδιωτικού τομέα της ελληνικής οικονομίας είναι κρατικοδίαιτο και επομένως έχει πολλές από τις παθογένειες του Δημοσίου, ενώ ένα άλλο μέρος δεν είναι ανταγωνιστικό και επιζεί λόγω των ιδιομορφιών κάποιου κλάδου κ.λπ.

Είναι όμως πανθομολογούμενο ότι η συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι του Δημοσίου, που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τα υψηλά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος της χώρας.

Ας μην ξεχνάμε ότι το χρέος του ιδιωτικού τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με άλλων χωρών της ευρωζώνης, ενώ το ελληνικό δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ είναι το μεγαλύτερο.

Από τη σκοπιά του μακροοικονομολόγου, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να χαρακτηριστούν άσχημες.

Παρά τη συρρίκνωση της οικονομίας για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά από 3% έως 4% και τις δυσμενείς προβλέψεις για συνέχιση της ύφεσης του χρόνου και αύξηση της ανεργίας, εκείνο που μετρά περισσότερο είναι το έλλειμμα του προϋπολογισμού.

Η μείωση του ελλείμματος στο 8,1% του ΑΕΠ ή χαμηλότερα τη φετινή χρονιά είναι όλα τα λεφτά.

Όμως, τα συγκεντρωτικά νούμερα δεν δίνουν την εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στον μικρόκοσμο της οικονομίας, δηλαδή σε επίπεδο επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

Υπό αυτήν την έννοια, οι μακροοικονομολόγοι είναι τυχεροί, γιατί σε περιόδους ύφεσης οι περισσότεροι δεν έχουν εικόνα των τεκταινομένων στην πραγματική οικονομία.

Δεν μπορούν να κατηγορηθούν, αφού δεν είναι οι μόνοι που δεν έχουν ξεκάθαρη εικόνα της κατάστασης.

Ίσως μάλιστα κανείς να μην έχει τόσο καλή εικόνα όσο εκείνοι που βρίσκονται αντιμέτωποι με τη ζοφερή πραγματικότητα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας σε καθημερινή βάση.

Αναφερόμαστε στους credit managers των τραπεζών, που έχουν το θλιβερό προνόμιο να βλέπουν από πρώτο χέρι ποια είναι η κατάσταση στον χώρο των επιχειρήσεων και των ιδιωτών.

Είναι αυτοί από τους οποίους περνάνε τα αιτήματα για ρυθμίσεις παλαιότερων δανείων ή πληροφορούνται πόσες εταιρίες ή ιδιώτες αρνούνται να πληρώσουν τις δόσεις τους επειδή αδυνατούν.

Είναι επίσης αυτοί τους οποίους θα έπρεπε να ρωτάνε οι αρμόδιοι για να έχουν αφενός μια συνοπτική εικόνα της κατάστασης στην πραγματική οικονομία και αφετέρου να παίρνουν ιδέες για την αντιμετώπιση της κατάστασης.

«Δώσε μου ισολογισμό και μπορώ να σου κάνω ό,τι θέλεις. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο μπορεί να γίνει με τα νούμερα του προϋπολογισμού, είτε πρόκειται για Greek statistics είτε για Italian statistics είτε για οτιδήποτε. Όμως, τη δουλειά του credit manager δεν μπορώ να την κάνω, κι αυτή μετρά σ’ αυτήν τη φάση», τόνισε χθες υψηλόβαθμος τραπεζίτης.

Το θέμα είναι ότι κανείς ιθύνων δεν ρωτά τους credit managers γι’ αυτά που βιώνουν καθημερινά και, το κυριότερο, αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να γίνει για να βελτιωθεί η κατάσταση.

Σ’ έναν κόσμο όπου οι μακροοικονομολόγοι είχαν ανέκαθεν το πάνω χέρι, αυτό δεν εκπλήσσει.

Ας ελπίσουμε ότι δεν θα το πληρώσουμε ακριβά ως οικονομία με το κουτσούρεμα του ιδιωτικού τομέα.

Dr. Money

[email protected]

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v