Όταν οι δημοσκοπήσεις έδιναν ντέρμπι στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, οι αγορές στοιχημάτων (Polymarket) έδειχναν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες στον Ντόναλντ Τραμπ να κόψει πρώτος το νήμα.
Στο τέλος αποδείχθηκε ότι αυτοί που ψήφιζαν με τα λεφτά τους είχαν καλύτερη αντίληψη της πολιτικής πραγματικότητας από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων.
Η νίκη Τραμπ έριξε λάδι στη φωτιά κάποιων συναλλαγών (trades) που ευνοούν τις αμερικανικές μετοχές σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές. Ήταν λοιπόν επόμενο μικρά χρηματιστήρια, όπως το ελληνικό, να υποφέρουν. Ιδιαίτερα όταν δεν έχει μεγάλη ρευστότητα, ούτε κάποιο ιδιαίτερο επενδυτικό στόρι να επιδείξει όπως η Αθήνα.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα ελληνικά ομόλογα όπως έδειξε η χθεσινή επανέκδοση των 10ετών τίτλων. Άλλωστε, δεν είναι σύνηθες φαινόμενο, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου να είναι στο 3,21% στη δευτερογενή αγορά και η δημοπρασία να καταλήγει χαμηλότερα στο 3,16%.
Κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι η χθεσινή δημοπρασία ήταν μικρή, μόλις 250 εκ. ευρώ. Και πάλι όμως κάτι δείχνει όταν οι 4 ελληνικές τράπεζες πήραν ομόλογα αξίας μικρότερης από 50 εκ. ευρώ και οι ξένες τα υπόλοιπα.
Η συμπεριφορά της αγοράς απέναντι στα ελληνικά ομόλογα δείχνει ικανοποίηση και μπορεί εύκολα να κατανοηθεί. Η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας είναι καλή. Το επιβεβαίωσε ο προϋπολογισμός του 2025 που κατατέθηκε χθες με το μικρό έλλειμμα αν και το υψηλό δημόσιο χρέος συνεχίζει να είναι ρίσκο παρά την ταχεία αποκλιμάκωσή του.
Οι μικρές χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου το 2025 και μετά μεταφράζονται σε περιορισμένη προσφορά ελληνικών ομολόγων και αυτό τα καθιστά πιο «δυσεύρετα», στηρίζοντας τις τιμές τους.
Επιπλέον, τα ελληνικά ομόλογα στηρίζει το σχέδιο της σταδιακής αποπληρωμής των διμερών δανείων στήριξης του 1ου μνημονίου (GLF). Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης ανέφερε πρόσφατα ότι η χώρα θα αποπληρώσει τέτοια ομόλογα ονομαστικής αξίας 5 δισ. ευρώ το 2025, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αποκλιμάκωση του χρέους.
Αυτά τα δάνεια είναι κυμαινόμενου επιτοκίου και έχουν αγορασθεί παράγωγα (swaps) από το δημόσιο μερικά χρόνια πριν (2018) για αντιστάθμιση του επιτοκιακού κινδύνου των ανωτέρω ομολόγων. Κοινώς, μετατράπηκαν σε δάνεια σταθερού επιτοκίου.
Επειδή, τα χρόνια περνάνε και τα παράγωγα θα λήξουν σε λίγα χρόνια, κοντά στο 2029, το δημόσιο (λέγε με ΟΔΔΗΧ) θα είχε την επιλογή είτε να ρισκάρει, αγοράζοντας περισσότερα παράγωγα για αντιστάθμιση κινδύνου, είτε να αποπληρώσει τα δάνεια πρόωρα. Επέλεξε το δεύτερο γιατί ενέχει μικρότερο κίνδυνο, μειώνει το δημόσιο χρέος και τις χρηματοοικονομικές ανάγκες μετά το 2032 καθότι τα δάνεια λήγουν αργότερα.
Όλα αυτά είναι γνωστά σ’ όσους αγοράζουν ελληνικά ομόλογα, οι αποδόσεις των οποίων στη 10ετία βρίσκονται μόλις 9 μονάδες βάσης πάνω από την Γαλλία. Αν συγκρίνει κάποιος την διαφορά των αποδόσεων των 10ετών ελληνικών ομολόγων από τα αντίστοιχα Ισπανικά, τα Γαλλικά κ.τ.λ. και τις αντιπαραβάλει με τις διαβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης θα διαπιστώσει ότι οι δεύτερες είναι πολύ μεγαλύτερες.
Επομένως, υπάρχουν περιθώρια για σημαντικές συγκλίσεις στις αξιολογήσεις των ξένων οίκων αν υπάρχει δημοσιονομική πειθαρχία, το χρέος μειώνεται σε απόλυτα νούμερα και ως ποσοστό του ΑΕΠ και η οικονομία αναπτύσσεται με υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, θα ήταν λάθος να υποτιμήσει κάποιος την ικανότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, συνεπικουρούμενου από σημαντικό μέρος του λαού, να φέρνει τα πάνω κάτω. Το πολιτικό ρίσκο μπορεί να αυξηθεί σημαντικά και να έλθει να προστεθεί στα υφιστάμενα προβλήματα της Ελλάδας, δηλ. το δημογραφικό, την μετανάστευση και τα συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Αγαπάνε λοιπόν οι αγορές τα ελληνικά ομόλογα, αλλά αυτές οι αγάπες δεν είναι παντοτινές.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.