Αν ρίξει κάποιος μια ματιά στα στοιχεία της Eurostat για το 2023 (τα πιο πρόσφατα), θα διαπιστώσει ότι οι τιμές που πλήρωσαν οι Έλληνες καταναλωτές για να αγοράσουν αγαθά και υπηρεσίες ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).
Για την ακρίβεια, ο δείκτης επιπέδου τιμών της πραγματικής ατομικής κατανάλωσης (Actual Individual Consumption ή AIC) ήταν 16% περίπου χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ. Στις υπηρεσίες περιλαμβάνονται η υγεία και η εκπαίδευση, εκτός των άλλων.
Σχετικά φθηνότερη ήταν επίσης η Κύπρος με -7% και πολύ φθηνότερες η Ρουμανία με -46%, η Βουλγαρία με -43% και η Πολωνία με -37%. Η Ιταλία ήταν μόλις 1% φθηνότερη από τον μέσο όρο και η Πορτογαλία -14% σε σχέση με το ευρωπαϊκό μέσο επίπεδο δείκτη τιμών AIC.
Στον αντίποδα, το κόστος ζωής στο Λουξεμβούργο ήταν 52% ακριβότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, της Ιρλανδίας ήταν 45% και της Δανίας 43%. Ακολουθούσαν η Φινλανδία με 28%, η Σουηδία και η Ολλανδία με 22%, η Αυστρία με 18%, η Γερμανία με 10% και η Γαλλία με 7%.
Σε γενικές γραμμές, οι πιο ακριβές χώρες ήταν συνήθως εκείνες με τους υψηλότερους μισθούς και εισοδήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι το Λουξεμβούργο είχε τον υψηλότερο μέσο ωριαίο μισθό με 47,2 ευρώ και η Δανία έρχεται δεύτερη με 42 ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, το Βέλγιο ακολουθεί με 36,3 ευρώ, η Ιρλανδία με 33,3 ευρώ, η Ολλανδία με 33 ευρώ, η Γερμανία με 31,6 ευρώ, η Φινλανδία με 30,5 ευρώ, η Αυστρία με 30 ευρώ και η Γαλλία με 28,7 ευρώ.
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 23η θέση με 12,6 ευρώ, ξεπερνώντας 6 χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία.
Το ζητούμενο εδώ για την Ελλάδα είναι να αυξηθούν οι μισθοί αρκετά τα επόμενα χρόνια, χωρίς να πυροδοτήσουν αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων, ώστε να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και να μη χαθούν θέσεις εργασίας.
Η ιστορία διδάσκει ότι δεν θα είναι εύκολο. Ο ελληνικός πληθωρισμός έχει δείξει ότι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στις διακυμάνσεις των διεθνών τιμών της ενέργειας. Δεν είναι τυχαίο ότι κατέγραψε απότομη άνοδο, όταν η τιμή του πετρελαίου και ειδικά του φυσικού αερίου, πήραν την ανηφόρα και βούτηξε όταν οι διεθνείς τιμές υποχώρησαν.
Θα είναι λοιπόν σημαντικός παράγοντας οι μεταβολές των τιμών της ενέργειας.
Η ισχυρή ζήτηση ευνοεί επίσης τη διατήρηση των τιμών σε υψηλότερα επίπεδα υπό ανώδυνες διεθνείς οικονομικές συνθήκες. Αυτό δεν προβλέπεται να αλλάξει εύκολα τα επόμενα δυο-τρία χρόνια. Οι προβλέψεις για ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2% βασίζονται σε αύξηση της κατανάλωσης, των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού με στόχο τα 950 ευρώ σε 14μηνη βάση το 2027 και τον μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ, που σχεδιάζει η κυβέρνηση για να ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, σιγοντάρει τη ζήτηση, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα τις προσδοκίες για ήπιο πληθωρισμό.
Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργούν οι ελλείψεις σε εργατικά χέρια που καταγράφονται σε αρκετούς κλάδους. Ακόμη, οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές μερικών γεωργικών προϊόντων λόγω κλιματικής αλλαγής ευνοούν τις υψηλότερες τιμές.
Επιπλέον, ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί ικανοποιητικά σε μερικούς κλάδους. Έτσι, αρκετές εταιρείες εκμεταλλεύονται την αυξημένη ζήτηση και περνούν τα αυξημένα κόστη στους πελάτες τους, για να διατηρήσουν ή αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους τους.
Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι ο ελληνικός πληθωρισμός επιμένει πάνω από το 3%, αν και έχει σημειώσει αισθητή πτώση τον τελευταίο χρόνο. Υπενθυμίζεται ότι ο εναρμονισμένος ετήσιος πληθωρισμός της ΕΕ τον Οκτώβριο εκτιμάται σε 2% ενώ ο ελληνικός πληθωρισμός είναι στο 3,2%.
Υπάρχει λοιπόν σοβαρό ενδεχόμενο, η Ελλάδα να μην είναι από τις φθηνότερες χώρες τα επόμενα χρόνια, υπονομεύοντας την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.