Οι ελπίδες για ανάκαμψη του Χρηματιστηρίου Αθηνών το πρώτο εξάμηνο του 2000 μετά τη γρήγορη διολίσθηση το τελευταίο 4μηνο του 1999 είχαν εναποτεθεί στην αναβάθμισή του στην κατηγορία των αναπτυγμένων αγορών από τον οργανισμό MSCI.
Το επιχείρημα ήταν εύλογο. Αν ο MSCI αναβάθμιζε το Χρηματιστήριο Αθηνών, σημαντικά κεφάλαια από ξένα θεσμικά παθητικά χαρτοφυλάκια (index funds) θα εισέρρεαν στις ελληνικές μετοχές, δίνοντας ώθηση στις τιμές τους.
«Είναι καλύτερα να είσαι ένα μικρό ψάρι σε μια μεγάλη λίμνη παρά ένα μεγάλο ψάρι σε μικρή λίμνη», ήταν η επωδός. Δυστυχώς, οι αισιόδοξοι διαψεύσθηκαν. Σημαντικό ρόλο έπαιξε το σκάσιμο της φούσκας των dot com εκείνη την εποχή.
Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σήμερα. Οι μεγάλοι αμερικανικοί χρηματιστηριακοί δείκτες σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, ποντάροντας στην ομαλή προσγείωση της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Επιπλέον, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών κερδίζει σχεδόν 10% από την αρχή της χρονιάς.
Το θυμηθήκαμε, διαβάζοντας τις δηλώσεις του ΥΠΕΘΟ κ. Χατζηδάκη και του οικονομικού συμβούλου του πρωθυπουργού κ. Πατέλη για την απόφαση του οίκου FTSE Russell να βάλει το Χρηματιστήριο Αθηνών στη λίστα των υπό παρακολούθηση αγορών για ενδεχόμενη αναβάθμιση στις ώριμες από τις αναδυόμενες.
Δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η επίπτωση, όταν έλθει η ώρα της αναβάθμισης από τον FTSE Russell. Άλλωστε, τα θεσμικά κεφάλαια που παρακολουθούν τους ανωτέρω δείκτες δεν έχουν τη δύναμη πυρός εκείνων στους δείκτες της MSCI.
Όμως, δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής πως εδώ και αρκετούς μήνες, το ελληνικό χρηματιστήριο παραμένει στάσιμο, π.χ. οριακά θετικό στο 6μηνο και ελαφρώς αρνητικό τον τελευταίο μήνα και 3μηνο.
Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου είναι η συγκριτική αποτίμηση. Μήπως το Χρηματιστήριο της Αθήνας είναι ακριβό; Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τις συγκρίσεις. Με τωρινό πολλαπλασιαστή κερδών (Ρ/Ε) κοντά στο 6,3 είναι συγκριτικά φθηνότερο σε σχέση με τον παγκόσμιο χρηματιστηριακό δείκτη της MSCI (Ρ/Ε =21,28) και τον αναδυόμενο (Ρ/Ε= 15,13).
Ακόμη κι αν πάμε πίσω στον Μάρτιο του 2020, όταν ο Γενικός Δείκτης στο Χ.Α. έπεσε στις 558 μονάδες, το Ρ/Ε διαμορφωνόταν σε υψηλότερα επίπεδα από τα τωρινά, στο 7,87 έναντι 12,5 του παγκόσμιου δείκτη MSCI και 11,2 του αναδυόμενου.
Ακόμη κι αν ρίξουμε μια ματιά στο ασφάλιστρο κινδύνου (equity risk premium), το συμπέρασμα δεν αλλάζει. Η απόδοση των κερδών (earnings yield) του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι πολύ μεγαλύτερη, στο 15,9% περίπου έναντι απόδοσης 3,2% του 10ετούς κρατικού ομολόγου. Πρόκειται για το δικαίωμα στα μελλοντικά κέρδη που αγοράζεις, κατέχοντας μια μετοχή.
Εκεί που ίσως το Χρηματιστήριο δείχνει να χάνει το πλεονέκτημά του είναι στη σύγκριση της μερισματικής απόδοσης με εκείνη του 3μηνου εντόκου γραμματίου. Με βάση το GREK EFT, μιλάμε για 2,1% έναντι 2,95% αντίστοιχα.
Προφανώς, οι ξένοι συμμετέχοντες στην αγορά της Αθήνας, οι οποίοι είναι καθαροί πωλητές (πωλήσεις μείον αγορές) τους τελευταίους μήνες, τα γνωρίζουν όλα αυτά αλλά δεν συγκινούνται. Ίσως το κάνουν, αν το σημερινό χάσμα στις αποτιμήσεις διευρυνθεί ακόμη περισσότερο.
Αν όμως κάτι θα μπορούσε να αναζωογονήσει το ενδιαφέρον τους, αυτό δεν είναι κάτι άλλο από ένα νέο επενδυτικό στόρι. Είναι ασφαλώς θετικό ότι η Ελλάδα αναπτύσσεται με διπλάσιο και πλέον ρυθμό σε σχέση με τον μέσο όρο στην ευρωζώνη φέτος και την επόμενη διετία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις. Όμως, προφανώς θεωρούν πως δεν αρκεί για μια χώρα που είχε χάσει το 25% του ΑΕΠ της μέσα σε μια δεκαετία.
Πιθανόν θα αναπροσάρμοζαν τις προσδοκίες τους, αν η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμό 3%-4% ετησίως. Το ίδιο ισχύει αν οι προοπτικές των τραπεζών άλλαζαν προς το καλύτερο και διασκεδάζονταν οι ανησυχίες από τη μείωση των επιτοκίων του ευρώ στις οποίες προχωρά η ΕΚΤ. Ας μην ξεχνάμε ότι το ελληνικό χρηματιστήριο είναι τραπεζοκεντρικό.
Κατά την άποψή μας, η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά χρειάζεται ένα νέο στόρι για να πετάξει ξανά. Αν δεν μπορέσει να το βρει, ο κίνδυνος να σερνόμαστε με μικρές εξάρσεις είναι ορατός ακόμη κι αν οι μεγάλες ξένες αγορές έχουν θετικές αποδόσεις.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.