Ο προϋπολογισμός της Γενικής Κυβέρνησης επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητα αλλά και επηρεάζεται από αυτή. Με άλλα λόγια, η σχέση είναι αμφίδρομη.
Αν η οικονομία αναπτύσσεται, τα φορολογικά έσοδα αυγατίζουν και οι έκτακτες κοινωνικές δαπάνες μειώνονται και το αποτέλεσμα του προϋπολογισμού βελτιώνεται. Από την άλλη πλευρά, αν υπάρχει οικονομική στασιμότητα ή ύφεση, τα έσοδα υστερούν και η ανάγκη για υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες αυξάνονται, ενώ το τελικό αποτέλεσμα του προϋπολογισμού επιδεινώνεται.
Ρίχνοντας μια ματιά στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2025 το οποίο κατατέθηκε χθες στη Βουλή, το πρώτο πράγμα που σημειώνει κάποιος είναι πως το έλλειμμα σχεδιάζεται να μειωθεί στο 0,6% του ΑΕΠ από 1% φέτος. Κι αυτό με αύξηση των πρωτογενών δαπανών κατά 3,6% σε σύγκριση με το 2024.
Θεωρητικά, θα έχουμε μια μικρή δημοσιονομική σύσφιξη, η οποία δεν θα εμποδίσει την οικονομία να αναπτυχθεί λίγο ταχύτερα με 2,3% από 2,2% φέτος, με κάποια μεγαλύτερη βοήθεια από την ταχύτερη προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ στην ευρωζώνη στο 1,4% το 2025, έναντι 0,8% φέτος. Αν φυσικά οι προβλέψεις/εκτιμήσεις είναι σωστές.
Η μείωση του δημόσιου χρέους στο 149% περίπου του ΑΕΠ από 154% περίπου το 2024 και 162% περίπου το 2023 είναι απόρροια των ανωτέρω παραγόντων και της πρόωρης αποπληρωμής μέρους του διμερούς χρέους προς τις χώρες της ΕΕ.
Όλα αυτά μοιάζουν όμορφα και ωραία για το 2025. Όμως, από εκεί και πέρα αρχίζουν οι προβληματισμοί. Πρώτα πιο ήπιοι αλλά όπως περνάνε τα χρόνια θα γίνονται πιο σοβαροί. Κατ’ αρχάς το 2026 είναι κοντά στο 2027, το οποίο είναι χρονιά εκλογών και ως γνωστόν, στην Ελλάδα, τέτοιες χρονιές ταυτίζονται με υπερβάσεις στον προϋπολογισμό. Ιδίως αν το κυβερνών κόμμα αισθάνεται την εκλογική ανάγκη για μεγαλύτερες παροχές.
Φυσικά, κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι το κριτήριο-κλειδί για τη συμμόρφωση με το νέο σύμφωνο σταθερότητας στην ΕΕ είναι η συμφωνηθείσα αύξηση των πρωτογενών δαπανών με την Κομισιόν. Επομένως, δεν υπάρχουν περιθώρια ελιγμών. Αυτό είναι σωστό. Όμως, αν δεν κάνουμε λάθος, το 2026 θα καταγραφεί σημαντική αύξηση της δαπάνης για στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Με δεδομένο ότι η ετήσια αύξηση της δαπάνης για συντάξεις δεν πρόκειται να αλλάξει, το εναπομείναν ποσό για άλλες δαπάνες θα περιορισθεί.
Όμως, ο μεγάλος προβληματισμός αφορά την περίοδο από το 2027 και μετά. Κι αυτό γιατί η ώθηση που έδωσαν τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας στην ελληνική οικονομία θα έχει αποδυναμωθεί έως σχεδόν μηδενισθεί. Επίσης, η βοήθεια που έδωσαν οι μεταρρυθμίσεις των χρόνων της κρίσης και μετά στις ελληνικές εξαγωγές θα βαίνει μειούμενη. Αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι πιθανόν να συγκλίνει προς το 1% που είναι ο μέσος ρυθμός των τελευταίων 40 χρόνων και πλέον.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η αύξηση των φορολογικών εσόδων θα είναι μάλλον υποτονική. Υπενθυμίζουμε ότι τα έσοδα αυξάνονται κατά 300 εκατ. ευρώ περίπου κατά μέσο όρο, όταν το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 1 δισ. ευρώ. Όμως, το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ θα παραμένει σε υψηλά επίπεδα παρά την αναμενόμενη υποχώρησή του προς το 130%.
Επομένως, η αύξηση των πρωτογενών δαπανών που θα δικαιολογείται, θα είναι μάλλον μικρότερη από την τωρινή 3,6%. Αυτό πιθανόν θα δημιουργήσει πολιτικά θέματα ενώ δεν θα συμβάλει στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας σε μια περίοδο που θα χρειάζεται.
Καλό λοιπόν το προσχέδιο προϋπολογισμού 2025, αλλά η κατάσταση θα δυσκολέψει από το 2026 και μετά. Ιδίως, μετά.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.