Η καμπύλη Laffer έγινε γνωστή τη δεκαετία του 1980, όταν χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα από την κυβέρνηση Ρίγκαν για μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις φορολογικών συντελεστών στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ.
Η καμπύλη πήρε το όνομα του οικονομολόγου Arthur Laffer, ο οποίος στα τέλη του 1974, σε μια συνάντηση με στελέχη της τότε κυβέρνησης του προέδρου Φορντ, όπως ο Ντόναλντ Ράμσφελτ (επικεφαλής του επιτελείου στον Λευκό Οίκο), ο Ντικ Τσέινι (υπαρχηγός του) και ο Τζουντ Γουανίσκι, τότε δημοσιογράφος της Γουόλ Στριτ Τζέρναλ, στο εστιατόριο Two Continents στην Ουάσιγκτον, έκανε κάτι ασυνήθιστο, σύμφωνα με τον Γουανίσκι.
Ο Laffer πήρε ένα στυλό και σχεδίασε πάνω σε μια χαρτοπετσέτα μια καμπύλη. Η τελευταία έδειχνε ότι τα κρατικά έσοδα αυξάνονταν μέχρις ότου ο φορολογικός συντελεστής φθάσει σε κάποιο επίπεδο. Από εκεί και πέρα, τα έσοδα μειώνονταν, παρότι ο φορολογικός συντελεστής αυξανόταν.
Ο Laffer ήταν τότε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και αντικείμενο της συνάντησης ήταν η συζήτηση της πρότασης WIN (Whip Inflation Now) του προέδρου Τζέραλντ Φορντ, η οποία περιελάμβανε αυξήσεις φόρων.
Η καμπύλη Laffer, όπως βαπτίσθηκε, χρησιμοποιείται από τότε ως επιχείρημα ότι μια κυβέρνηση μπορεί να αυξήσει τα κρατικά έσοδα, μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές. Από την άλλη πλευρά, οι επικριτές ισχυρίζονται ότι είναι απλοϊκή και αναφέρεται σ’ ένα φορολογικό συντελεστή.
Ο Laffer παρατηρεί ότι η μεταβολή του φορολογικού συντελεστή έχει δύο επιπτώσεις. Την αριθμητική και την οικονομική. Σύμφωνα με την αριθμητική, η μείωση του φορολογικού συντελεστή μειώνει τα έσοδα (ανά δολάριο ή ευρώ της φορολογικής βάσης) και το αντίστροφο. Σύμφωνα με την οικονομική, η μείωση του φορολογικού συντελεστή δίνει κίνητρα για αύξηση της εργασίας, της απασχόλησης και του προϊόντος με θετικό αντίκτυπο στη φορολογική βάση.
Ο συνδυασμός των δύο επιπτώσεων δεν καθιστά την τελική επίπτωση στα φορολογικά έσοδα ξεκάθαρη. Με μηδενικό συντελεστή ή 100% συντελεστή, το κράτος δεν θα έχει έσοδα.
Αναφερθήκαμε στην ιστορία της καμπύλης Laffer για συγκεκριμένο λόγο. Ως γνωστόν, η ΕΕ έχει εγκρίνει ένα νέο δημοσιονομικό κανόνα που έχει στόχο να βάλει τα δημόσια χρέη των χωρών-μελών σε τροχιά μείωσης προς το 60% του ΑΕΠ και χαμηλότερα. Εκτός από το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο θα πρέπει να είναι μικρότερο από 3% του ΑΕΠ, οι χώρες δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν ένα ανώτατο όριο αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών που καθορίζει η Κομισιόν.
Στη περίπτωση της Ελλάδας, η φετινή οροφή αύξησης των κρατικών δαπανών ήταν 2,6% ενώ του χρόνου θα είναι 3% (ή οριακά υψηλότερα), δηλαδή 3 δισ. ευρώ αφού οι συνολικές δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμώνται σε 100 δισ. ευρώ περίπου. Ανάλογες αυξήσεις αναμένονται για τα επόμενα χρόνια μέχρι το 2028.
Όμως, ο ορισμός των καθαρών πρωτογενών δαπανών είναι τέτοιος ώστε να υπεισέρχεται και ο παράγοντας αύξηση ή μείωση φόρων. Αν μια κυβέρνηση ήθελε να μειώσει κάποιο φόρο, π.χ. για 500 εκατ. ευρώ, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ισόποση μείωση της αύξησης των κρατικών δαπανών για να μην ξεπεράσει την οροφή π.χ. του 3%.
Γεννάται όμως το ερώτημα; Κι αν η μείωση του φόρου (συντελεστών) οδηγεί σε μεγαλύτερα κι όχι σε μικρότερα έσοδα; Η απάντηση της ΕΕ είναι ότι πρακτικά δεν έχει σημασία, σύμφωνα με άτομο που γνωρίζει. Ακόμη κι αν αποδειχθεί ότι τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν στην πράξη. Απλά, η υπέρβαση θα κατευθυνθεί στη συρρίκνωση του δημοσίου χρέους.
Αυτό συμβαίνει γιατί η Κομισιόν υπολογίζει στο ανώτατο όριο αύξησης των δαπανών, μόνο την αριθμητική επίπτωση της μεταβολής του όποιου φόρου στα έσοδα και όχι την οικονομική επίπτωση. Προφανώς, για να έχει το κεφάλι της ήσυχο.
Με άλλα λόγια, η Κομισιόν αγνοεί την καμπύλη Laffer.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.