Πριν από λίγο καιρό γίναμε κοινωνοί ενός πίνακα χωρών με τις μεγαλύτερες ανισότητες πλούτου από έκθεση της UBS και μας έκανε εντύπωση.
Η κατάταξη βασιζόταν στο δείκτη Τζίνι (Gini Index), o οποίος αποτυπώνει τις άνισες κατανομές μεταξύ των πιο πλούσιων και πιο φτωχών νοικοκυριών κάθε κοινωνίας. Ένας μηδενικός συντελεστής Τζίνι εκφράζει την τέλεια ισότητα, όπου όλες οι τιμές είναι ίδιες (π.χ. όλοι έχουν τον ίδιο πλούτο ή εισόδημα). Αντίθετα, ο συντελεστής Τζίνι μιας μονάδας (ή 100%) εκφράζει τη μέγιστη ανισότητα.
Στο σχετικό πίνακα, η Νότιος Αφρική με 82%, η Βραζιλία με 81%, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία με 77% εκάστη καταλάμβαναν τις πρώτες θέσεις. Ακολουθούσαν η Σουηδία και οι ΗΠΑ με 75% εκάστη, η Ινδία με 73%, το Μεξικό με 72%, η Σιγκαπούρη με 70% και η Ινδονησία με 68% στο τέλος του 2023.
Ηταν λοιπόν εύλογο να αναρωτηθούμε τι γίνεται με την Ελλάδα. Είναι προφανές ότι η ανάπτυξη της οικονομίας είναι σημαντικό θέμα. Όμως, μερικές φορές καταλήγει σε μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες με αποτέλεσμα την υπονόμευσή της ανάπτυξης και, συχνά, την άνοδο στην εξουσία λαϊκιστών ηγετών και κομμάτων.
Από την άλλη πλευρά, μια άκρως παρεμβατική, αναδιανεμητική κυβερνητική πολιτική μπορεί να προκαλέσει οικονομική στασιμότητα σε μια προηγουμένως αναπτυσσόμενη οικονομία. Γι’ αυτό πολλοί επιχειρηματολογούν ότι για μπορέσει μια κυβέρνηση να προχωρήσει σε αναδιανομή του πλούτου θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να διασφαλίσει ότι θα παραχθεί πλούτος και αυτό προϋποθέτει ανάπτυξη της οικονομίας επί μακρόν.
Η Eurostat δημοσιεύει στοιχεία για την εισοδηματική ανισότητα σταθμισμένη για το μέγεθος και την διάρθρωση των νοικοκυριών (equivalised disposable income) στις χώρες της ΕΕ συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που αφορούν τον Δεκέμβριο του 2023, η Βουλγαρία καταλαμβάνει την 1η θέση στην ανισότητα με 37,20% και ακολουθούν η Λιθουανία και η Πορτογαλία με 35,70% και 33,70% αντίστοιχα.
Η Ελλάδα εμφανίζεται στην 4η θέση με 31,80% μαζί με την Εσθονία και ακολουθούν το Λουξεμβούργο με 30,60% και η Κροατία με 29,70% όσα κι η Γαλλία. Η Κύπρος με 29,60% ακολουθεί και αμέσως μετά βρίσκεται η Γερμανία με 29,40%.
Ρίχνοντας μια ματιά στη πορεία του δείκτη Τζίνι για την Ελλάδα από το 2009 μέχρι και πέρυσι διαπιστώσαμε τα εξής. Τα μεγαλύτερα ποσοστά σταθμισμένης εισοδηματικής ανισότητας μεταξύ πλούσιων και φτωχών νοικοκυριών συναντάμε τα χρόνια της κρίσης μεταξύ 2012 και 2016 και το χαμηλότερο με 31% το 2019. Επιπλέον, καταγράφεται μια αύξηση της ανισότητας μεταξύ 2023 και 2022 της τάξης των 0,40 ποσοστιαίων μονάδων.
Προφανώς, η αύξηση είναι μικρή αλλά ο δείκτης Τζίνι βρίσκεται σε ανοδική τροχιά από το 2019. Αν όμως συγκριθεί με τα χρόνια της κρίσης είναι σε σαφώς χαμηλότερα επίπεδα.
Όμως, τα ελληνικά στοιχεία δεν ενσωματώνουν την μεγάλη έκτασης φοροδιαφυγή από διάφορες επαγγελματικές ομάδες. Η τελευταία παραπέμπει σε πολύ υψηλότερα εισοδήματα από νοικοκυριά και άτομα τα οποία δηλώνουν πρακτικά σήμερα στην εφορία ότι είναι φτωχοί. Τυχόν ενσωμάτωσή τους εκτιμούμε ότι θα βελτίωνε τον δείκτη Τζίνι της Ελλάδας.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ψαλίδα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών νοικοκυριών διευρύνεται στην Ελλάδα αλλά με αργό βηματισμό. Προς το παρόν η ανισότητα δεν φαίνεται να μπορεί να προκαλέσει πολιτικές και άλλες αναταράξεις κατά την άποψή μας.
Όμως, ποτέ δεν ξέρεις.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.