Κατ’ αρχάς θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε κάποια νούμερα.
Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ελλάδα υποχώρησε στο 2,4% τον Μάιο του 2024 σε ετήσια βάση έναντι 2,6% στην ευρωζώνη. Με άλλα λόγια, ο πληθωρισμός έχει σημειώσει αξιοσημείωτη υποχώρηση, αλλά το μέσο επίπεδο τιμών παραμένει υψηλό σε σχέση με την περίοδο πριν από την πανδημία. Αυτό φαίνεται ευκολότερα όταν συγκρίνει κάποιος τη σωρευτική αύξηση των τιμών κατά το διάστημα Μάιος του 2024 με Μάιο του 2019.
Σύμφωνα με τη Eurobank, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών των τροφίμων αυξήθηκε 31% έναντι 16% του Γενικού Δείκτη Τιμών στην Ελλάδα κατά το ανωτέρω διάστημα. Το ίδιο διάστημα στην ευρωζώνη, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 30% και ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή κατά 20%. Βλέπουμε δηλαδή ότι οι τιμές στα τρόφιμα αυξήθηκαν περίπου το ίδιο ενώ ο γενικός πληθωρισμός ήταν χαμηλότερος στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο στην ευρωζώνη.
Με δεδομένο ότι ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερος σε σχέση με τον μέσο μισθό στην ευρωζώνη, το μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα βρίσκεται σε δυσχερέστερη θέση γιατί έχει μικρότερη αγοραστική δύναμη.
Οι πραγματικές αυξήσεις μισθών θα βοηθούσαν αλλά θα πρέπει να γίνουν σταδιακά και να συμβαδίζουν με την αύξηση της παραγωγικότητας ώστε να μην υπάρξει αναζωπύρωση του πληθωρισμού π.χ. στον τομέα των υπηρεσιών, όπως προειδοποίησε πρόσφατα ο Γιάννης Στουρνάρας, Διοικητής της ΤτΕ.
Μερικοί πολιτικοί και άλλοι θεωρούν ότι η μείωση των έμμεσων φόρων όπως ο ΦΠΑ ή/και ο ΕΦΚ στα καύσιμα θα μπορούσαν επίσης να μειώσουν τις τιμές. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, κ. Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, θα πρέπει να εξετασθεί «μία λογική και ρεαλιστική μείωση στον ΦΠΑ σε βασικά αγαθά και ιδανικά μία μείωση στον ΕΦΚ στα καύσιμα».
Όμως, μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), μετά από «ενδελεχή ανάλυση πλήθους προϊόντων σε 27 κράτη-μέλη της ΕΕ», συμπέρανε ότι οι μειώσεις των συντελεστών ΦΠΑ οδηγούν σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων σε βάρος των καταναλωτών.
Αυτό ακριβώς συνέβη στην Ελλάδα μετά τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στο 13% από 24% στον καφέ και σε κάποια άλλα προϊόντα. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, μετά από ένα χρονικό διάστημα 10 μηνών που ακολουθεί τη μείωση του ΦΠΑ, οι τιμές επανέρχονται στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από τη μείωσή του.
Από την άλλη πλευρά, η μείωση του ΦΠΑ δημιουργεί τρύπα στα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, η οποία θα πρέπει να καλυφθεί είτε από περικοπές δαπανών, είτε αυξήσεις άλλων φόρων, είτε από συνδυασμό τους.
Προφανώς, δεν πρόκειται για μια εύκολη εξίσωση. Από τη μια πλευρά, ο προϋπολογισμός θα χάσει έσοδα και από την άλλη, η μείωση των τιμών καταναλωτή εμφανίζεται από αβέβαιη έως ανύπαρκτη. Υπό αυτή την έννοια, η μελέτη του ΓΠΚΒ δικαιώνει τις θέσεις του υπουργείου Οικονομικών, το οποίο έσπευσε να το επισημάνει.
Το θέμα της μείωσης του ΦΠΑ έχει κι άλλες πτυχές. Κατ’ αρχάς το μοντέλο ανάπτυξης που θέλουμε. Υπάρχει ευρύτερη συναίνεση ότι θα πρέπει να αυξηθούν οι επενδύσεις και οι εξαγωγές και να περιορισθεί το μερίδιο της κατανάλωσης στο ΑΕΠ.
Προφανώς, η μείωση των έμμεσων φόρων όπως του ΦΠΑ δεν υπηρετεί αυτή τη λογική. Αντίθετα, ενθαρρύνει την κατανάλωση και τις εισαγωγές και τη διεύρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Όμως, κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι ο ΦΠΑ είναι ένας μη προοδευτικός φόρος που πλήττει περισσότερο τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Αυτό είναι σωστό αλλά στην Ελλάδα, όπου υπάρχει μεγάλη φοροδιαφυγή, είναι ίσως ο μόνος φόρος που πληρώνουν οι φοροφυγάδες.
Διαβάζοντας όλα αυτά κάποιος ίσως αναρωτηθεί: Θα πρέπει να μείνουμε σ’ αυτή την κατάσταση για πάντα; Δεν θα πρέπει ίσως να δοκιμάσουμε πιλοτικά τη μείωση του ΦΠΑ σ' ένα μικρό αριθμό αγαθών και υπηρεσιών για να δούμε τι συμβαίνει στην πράξη;
Η απάντηση στο τελευταίο θα πρέπει να είναι καταφατική υπό έναν όρο. Να έχουν εξευρεθεί τα χρήματα που θα λείψουν από τον προϋπολογισμό σε περίπτωση μείωσης του ΦΠΑ σε κάποια προϊόντα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.