Όταν ο μέσος ετήσιος μισθός στην ευρωζώνη των 20 χωρών (ΕΖ-20) είναι πάνω από 35 χιλ. ευρώ και ο αντίστοιχος ελληνικός είναι κάτω από τις 18 χιλ. ευρώ, η διαφορά είναι μεγάλη.
Αν μάλιστα αναπροσαρμοσθεί ο μέσος ετήσιος ονομαστικός μισθός για τον πληθωρισμό, η διαφορά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη. Βλέπετε τα χρόνια της κρίσης, η Ελλάδα είχε μικρό μεν αλλά πληθωρισμό ως επί το πλείστον, οπότε οι μισθοί έπεφταν και διαβρώνονταν επιπλέον από την αύξηση του κόστους διαβίωσης.
Αυτό είναι άσχημο για τους μισθωτούς με εξαρτημένη σχέση εργασίας. Όμως, είναι θετική εξέλιξη για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και άλλες καθώς οδηγεί σε διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους τους. Τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Επιπλέον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το εισόδημα από επιχειρηματικές δραστηριότητες και ελεύθερα επαγγέλματα είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΖ-20 ως προς το ΑΕΠ.
Από την άλλη πλευρά, η διατήρηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα επί μακρόν δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο. Κι αυτό γιατί άτομα με δεξιότητες σε τομείς που η χώρα έχει ανάγκες προτιμούν να ξενιτευτούν γιατί οι αμοιβές είναι πολύ υψηλότερες, όπως σωστά είχε παρατηρήσει το τμήμα οικονομικής ανάλυσης της Eurobank παλαιότερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αφενός να μην μπορεί η χώρα να ενσωματώσει νέες τεχνολογίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα και αφετέρου να επικεντρώνεται σε τομείς με προϊόντα χαμηλού κόστους.
Σύμφωνα με τους εθνικούς λογαριασμούς της ΕΛΣΤΑΤ, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό εμφάνισαν κάμψη 0,3% και 0,4% το 2019 και το 2020 αλλά αυξήθηκαν κατά 3,8%, 28% και 5,5% το 2021, 2022 και 2023 αντίστοιχα.
Η παραγωγικότητα εργασίας μειώθηκε το 2019 και το 2020 κατά 0,1% και 6,5% αντίστοιχα αλλά αυξήθηκε κατά 8% το 2021, 12,1% το 2022 και 4,5% το 2023. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το μοναδιαίο κόστος εργασίας (ποσοστό της αμοιβής εργασίας επί του πραγματικού ΑΕΠ) να παραμένει αμετάβλητο το 2019, να αυξάνεται κατά 7% το 2020, να μειώνεται κατά 3,1% το 2021 και 0,2% το 2022 και να εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 4,5% το 2023.
Για να αλλάξει αυτό το σκηνικό θα πρέπει να ληφθούν πρωτοβουλίες για την ελάφρυνση των μισθών είτε από φόρους εισοδήματος είτε/και από ασφαλιστικές εισφορές κατ’ αρχάς. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η συνολική επιβάρυνση (tax wedge) από φόρους εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές ήταν 38,5% για τον μέσο εργαζόμενο στην Ελλάδα το 2023 έναντι 34,8% που ήταν ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ.
Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όμως, η μοναδική απάντηση στην αύξηση των πραγματικών μισθών είναι οι στοχευμένες επενδύσεις σε τομείς τεχνολογιών αιχμής με υψηλή προστιθέμενη αξία χωρίς μοιρασιές κοινοτικών κονδυλίων στα μέλη της ομάδας προσυνεννοημένων εταιρειών. Και φυσικά απαιτεί παρεμβάσεις στην κρατική γραφειοκρατία και κυρίως στο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης.
Θα ήταν ευχής έργον αν όλοι κατανοούσαν τη σημασία αυτών των επενδύσεων για τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων. Αυξήσεις πάνω από τους πραγματικούς μισθούς δεν μπορούν να διατηρηθούν χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.