Από το 1981 που μπήκε η Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ και νυν Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), έχει εισπράξει πάνω από 100 δισ. ευρώ υπό τη μορφή επιχορηγήσεων. Αν αυτά τα ποσά είχαν πιάσει τόπο, η χώρα θα έπρεπε να είχε μεταμορφωθεί και το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) θα μπορούσε να είναι υπερδιπλάσιο του σημερινού.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας ανέφερε πρόσφατα ότι το ελληνικό ΑΕΠ ήταν κάπου 30 δισ. ευρώ χαμηλότερο από της Τουρκίας το 1975 (140 δισ. έναντι 170 δισ. ευρώ) και σήμερα η διαφορά είναι 580 δισ. ευρώ (220 δισ. έναντι 800 δισ. ευρώ περίπου).
Εμείς έχουμε μια ακόμη πιο πρόσφατη και γι’ αυτό πιο σοκαριστική εικόνα. Το 1991, το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν 105 δισ. δολάρια και του Βιετνάμ μόλις 10 δισ. δολάρια. Το 2023, το ελληνικό ΑΕΠ ήταν 250 δισ. δολάρια και το βιετναμέζικο ΑΕΠ ήταν 434 δισ. δολάρια.
Με άλλα λόγια, η οικονομία του Βιετνάμ, που ήταν το 10% της ελληνικής οικονομίας το 1991, είναι σήμερα 74% μεγαλύτερη και πιθανόν να είναι υπερδιπλάσια της ελληνικής μέσα στα επόμενα χρόνια.
Δεν είναι όμως μόνο η Ελλάδα που έχει αποτύχει. Η ΕΕ έχει λανσάρει διάφορα αναπτυξιακά πακέτα για να τονώσει την οικονομία της από την ίδρυσή της. Το 2009 ήταν το «European Economic Recovery Plan» ίσο με 1,5% του ΑΕΠ και είχε στόχο να αναδυθεί η ευρωπαϊκή οικονομία ισχυρότερη από την οικονομία των ΗΠΑ μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Η οικονομία της ΕΕ παρέμεινε στάσιμη, εκατομμύρια θέσεις εργασίας χάθηκαν και τα δημοσιονομικά ελλείμματα εκτοξεύθηκαν. Κι όλα αυτά παρότι η νομισματική πολιτική ήταν αρωγός με μεγάλες μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ και αγορές ομολόγων.
Μερικά χρόνια αργότερα, η ΕΕ λάνσαρε το αποκαλούμενο Σχέδιο Γιούνκερ (Juncker Plan), το οποίο κινητοποίησε 360 δισ. ευρώ για διάφορα πρότζεκτ. Κι εδώ το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό.
Όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε το νέο αναπτυξιακό πακέτο (NGEU) ύψους 750 δισ. ευρώ μέσα στην πανδημία το 2020, ο ενθουσιασμός και η αισιοδοξία ανάμεσα σε κυβερνήσεις, αναλυτές και άλλους περίσσευε. Κι αυτό παρότι η προϊστορία των προηγούμενων αναπτυξιακών πρωτοβουλιών δεν δικαιολογούσε τέτοια αισιοδοξία.
Οι σκεπτικοί παρατηρούσαν ότι το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως και τα προηγούμενα πακέτα, ενσωμάτωνε πολιτικές αποφάσεις για το πού και πώς τα χρήματα θα ξοδευτούν. Ως εκ τούτου, συμπέραναν, το πιθανότερο ήταν το οικονομικό αποτέλεσμα να ήταν φτωχό. Αν και το 2024 βρισκόμαστε στο μέσο της διαδρομής περίπου και δεν μπορούμε να εξάγουμε οριστικά αποτελέσματα, τα μαντάτα δεν είναι καλά.
Κατ’ αρχάς, η οικονομία της ΕΕ ήταν 15% περίπου μεγαλύτερη το 2022 σε σχέση με το 2008 έναντι 28% των ΗΠΑ, παρά τα διάφορα ευρωπαϊκά αναπτυξιακά πακέτα. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το κατά κεφαλή εισόδημα στις ΗΠΑ ήταν 10 χιλ. δολάρια υψηλότερο σε σχέση με της ΕΕ το 2000 και διευρύνθηκε στις 22 χιλ. δολάρια το 2022. Από τις 20 τεχνολογικές εταιρείες με τη μεγαλύτερη αξία παγκοσμίως, μόλις 2 βρίσκονται στην ΕΕ (SAP και η ASML) και 15 στις ΗΠΑ. Οι υπόλοιπες 3 είναι στην Ασία.
Ακόμη, οι επενδύσεις στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 38% από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι τον Ιούνιο του 2023 παρά το NGEU, ενώ στις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 4% σε ετήσια βάση το ίδιο διάστημα, γεγονός που αποδίδεται στη νομοθέτηση του αναπτυξιακού προγράμματος Inflation Reduction Act (IRA) το 2022, σύμφωνα με τη McKinsey.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το νέο αναπτυξιακό πακέτο της ΕΕ δύσκολα θα αποφύγει τη μοίρα των προηγούμενων, με την Ελλάδα να μην είναι εξαίρεση ούτε αυτή τη φορά. Όμως, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.