Την περασμένη δεκαετία, ένας οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο Στιβ Νακ, είχε πει ότι η διαφορά μεταξύ του κατά κεφαλή εισοδήματος των ΗΠΑ και της Σομαλίας μπορούσε να εξηγηθεί από την εμπιστοσύνη. Χωρίς την τελευταία και την αξιοπιστία, προοπτική για οικονομική ανάπτυξη δεν υπάρχει.
Σε μια κοινωνία με χαμηλή εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών, των πολιτών προς την εκάστοτε κυβέρνηση και τους θεσμούς, π.χ. δικαστική εξουσία, ακόμη και απλές συναλλαγές και δραστηριότητες γίνονται κοπιαστικές και κοστοβόρες. Δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος για πολλά πράγματα και επομένως υπάρχει μεγαλύτερη γραφειοκρατία -π.χ. τα συμβόλαια γίνονται πολύπλοκα καθώς καταγράφονται λεπτομέρειες για παν ενδεχόμενο.
Το υψηλό επίπεδο διαβίωσης απαιτεί και ενθαρρύνει την εμπιστοσύνη. Δεν χρειάζεται να κλέψεις, αν είσαι ευκατάστατος. Εκτός κι αν είσαι ψυχικά άρρωστος. Αντίθετα, η φτώχεια φέρνει ευκολότερα δυσπιστία. Όταν κάποιος βλέπει ότι δεν έχει μέλλον, είναι πιο πιθανό να εγκαταλείψει κάθε προσποίηση ηθικής συμπεριφοράς και προστασίας της φήμης του για χρηστά συναλλακτικά ήθη.
Δυστυχώς, η εμπιστοσύνη υποχωρεί διεθνώς. Σύμφωνα με μια μελέτη της Deloitte, το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που πιστεύει ότι «μπορείς να εμπιστευθείς τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων» έχει υποχωρήσει σχεδόν 20% τα τελευταία 15 χρόνια.
H ακραία πολιτική πόλωση σε πολλές χώρες, η αυξανόμενη ανισότητα και η συχνότερη εμφάνιση ανατρεπτικών φαινομένων πιθανόν εξηγούν το εύρημα. Ομως, η υπονόμευση της εμπιστοσύνης έχει οδυνηρές συνέπειες για την οικονομία καθώς είναι θεμελιώδης λίθος του επιχειρείν.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που δείχνουν εμπιστοσύνη κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες εντός μιας χώρας θα έπρεπε να αυξήσει το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα. Δεν είναι μικρό, όταν η ετήσια παγκόσμια κατά κεφαλή πραγματική ανάπτυξη ήταν 2,2% την περίοδο 2015-2019. Αυτό συμβαίνει γιατί η ενίσχυση της εμπιστοσύνης οδηγεί σε αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και της παραγωγικότητας.
Αντίθετα, αν οι νόμοι, π.χ. φορολογικοί, μιας χώρας αλλάζουν συχνά, αν δεν υπάρχει πολιτική σταθερότητα, αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στις ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές και στην ταχύτητα και ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων, είναι λογικό να μην προσελκύει μακροχρόνιες επενδύσεις και να υστερεί σε ρυθμό παραγωγικότητας.
Σε μια μελέτη για τη σχέση μεταξύ κοινωνικής εμπιστοσύνης και των μοτίβων της ανάπτυξης, η οποία περιελάμβανε 64 χώρες για την περίοδο 1977-2017 με 5ετείς παρατηρήσεις, βρέθηκε ότι η εμπιστοσύνη επηρεάζει τον μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης. Το συμπέρασμα ήταν πως υπάρχει σχέση, κυρίως μέσω της παραγωγικότητας και δευτερευόντως μέσω της ποιότητας και των χαρακτηριστικών των θεσμών μιας χώρας. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στη Southern Economic Journal.
Άλλη μελέτη του 2019 από τους Ananyev και Guriev έδειξε ότι μια παρατεταμένη οικονομική κρίση μειώνει την κοινωνική εμπιστοσύνη, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ύφεσης.
Αν λοιπόν μια χώρα όπως η Ελλάδα θέλει να επιτύχει βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης μακροχρόνια, θα πρέπει να λάβει μέτρα για να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των εγχώριων και ξένων επενδυτών, αποταμιευτών και καταναλωτών.
Το σταθερό πολιτικό, φορολογικό, χωροταξικό πλαίσιο, η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης και γενικότερα η λειτουργία του κράτους δικαίου είναι απαραίτητα και χιλιοειπωμένα. Ευχολόγια, θα πει κάποιος.
Ναι, αλλά έτσι είναι.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.