Μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα προσελκύσουμε τις επενδύσεις που χρειαζόμαστε ως χώρα με το σημερινό σύστημα απονομής δικαιοσύνης; Μάλλον όχι είναι η απάντηση αν δεν αλλάξει ριζικά.
Ως γνωστόν, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις τα επόμενα χρόνια. Η γήρανση του πληθυσμού είναι ίσως το πιο ακανθώδες μαζί με το πρόβλημα της ταχείας αποδοχής δικαιοσύνης με ορθές αποφάσεις από ένα ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα.
Το τεράστιο δημόσιο χρέος είναι επίσης μεγάλο πρόβλημα. Όμως, μεγάλο μέρος του χρέους έχει διευθετηθεί ευνοϊκά σε βάθος χρόνου ενώ η αποκλιμάκωση του λόγου χρέος προς το ΑΕΠ υποστηρίζεται από δημοσιονομική πειθαρχία στο ορατό μέλλον τουλάχιστον.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η προσέλκυση μεγάλων παραγωγικών επενδύσεων σε εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες για την ενίσχυση της παραγωγικότητας θεωρείται εκ των ουκ άνευ. Ας μην ξεχνάμε ότι οι επενδύσεις κατέρρευσαν τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και μόλις το 2022 ξεπέρασαν τις αποσβέσεις. Πέρυσι, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ακούμπησαν το 14% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ ξεπερνά το 20%.
Μερικοί ανεβάζουν το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε την προηγούμενη περίοδο στα 100 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση ποντάρει στα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ και στην κινητοποίηση κι άλλων ιδιωτικών επενδύσεων για να το καλύψει.
Όμως, αυτό ευκολότερα λέγεται και δυσκολότερα γίνεται πράξη. Δεν αρκούν μόνο τα φορολογικά ή άλλα κίνητρα για να επενδύσει κάποιος την εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης που η ζωή των αγαθών έχει μειωθεί σημαντικά. Το επιχειρηματικό περιβάλλον θα πρέπει να είναι φιλικό ώστε να υλοποιήσει εγκαίρως την επένδυση και να μην καθυστερήσει π.χ. λόγω μη έγκαιρης έκδοσης των αδειών, να μην έχει αμφιβολίες ότι οι συμφωνίες θα τηρηθούν και η επίλυση μιας ενδεχόμενης δικαστικής διαφοράς να μην πάρει χρόνια.
Δυστυχώς, τα στοιχεία από το τελευταίο EU Justice Scoreboard δεν είναι ενθαρρυντικά. Παρά την βελτίωση που παρατηρείται σε επιμέρους δείκτες σε σχέση με το 2012, η Ελλάδα εμφανίζει την 2η χειρότερη επίδοση-πάνω από 600 μέρες- μετά από την Κύπρο στο μέσο χρόνο επίλυσης αστικών, εμπορικών και διοικητικών υποθέσεων πρωτόδικα ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ.
Κι αυτό παρότι η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει τον τρίτο υψηλότερο αριθμό δικαστών ως προς τον πληθυσμό της στην ΕΕ. Επίσης, διαθέτει υπερπληθώρα δικηγόρων ως προς τον πληθυσμό της, 2η ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ μετά την Κύπρο.
Ακόμη, η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων δεν θεωρεί ότι το δικαστικό σύστημα είναι ανεξάρτητο σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο. Επίσης, δεν έχουν δοθεί στοιχεία στην Κομισιόν για τον ετήσιο μικτό μισθό των δικαστών και των εισαγγελέων σε σχέση με τον μέσο, μικτό μισθό στη χώρα.
Είναι προφανές ότι το δικαστικό σύστημα θα πρέπει να υποστεί ριζικές αλλαγές για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των επενδυτών και των απλών πολιτών. Αν πάντως είναι να ξεκινήσουμε από κάπου, αυτό δεν είναι άλλο από την αναθεώρηση του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος ώστε η ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων να μην εκλέγεται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Θα μπορούσαν να εκλέγονται με ενισχυμένη πλειοψηφία από ένα σώμα της Βουλής στο οποίο όλα τα κόμματα θα αντιπροσωπεύονταν αναλογικά. Κάτι τέτοιο θα συνέβαλε στην αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της στα μάτια των πολιτών.
Από εκεί και πέρα, η ψηφιοποίηση των δικαστηρίων και οι προσλήψεις μη δικαστικών υπαλλήλων θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν αλλά όχι να λύσουν τον Γόρδιο δεσμό. Ο τελευταίος απαιτεί δραστικά μέτρα που μαθηματικά θα οδηγήσουν σε σύγκρουση με οργανωμένες ομάδες συμφερόντων οι οποίες θα θιχτούν.
Αν όμως δεν γίνουν πράξη, το πιθανότερο είναι ότι αυτή η κατάσταση του δικαστικού συστήματος θα σέρνεται επί μακρόν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.